O όρμος του Μπαλί ήταν ένας από τα βασικά σημεία
ανεφοδιασμού των επαναστατών κατά το 1866 -1869, αλλά και πύλη εισόδου των
εθελοντικών σωμάτων που ήρθαν από την ελεύθερη Ελλάδα για να πολεμήσουν στο
πλευρό των Κρητών.Στον όρμο του Μπαλί αποβιβάστηκε το 1866 ο Πάνος Κορωναίος και
εκεί συγκεντρώνονταν οι άμαχοι περιμένοντας πλοίο να αναχωρήσουν για την Ελλάδα.
Τον Αύγουστο του 1867 εμφανίστηκε, μάλιστα, εκεί ένα τουρκικό πολεμικό πλοίο και βομβάρδισε τους συγκεντρωμένους σκοτώνοντας δυο παιδιά.(Ιστορία Κριάρη). Oι Τούρκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την περιοχή και να χτίσουν ένα πύργο, ούτως ώστε να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και την αποβίβαση εθελοντών. To Σεπτέμβρη του 1868 ξεκίνησαν από το Ρέθυμνο 10 τάγματα τουρκικού στρατού για να οχυρώσουν τους όρμους του Μυλοποτάμου και της Αγίας Πελαγίας στο Μαλεβίζι. Έφτασαν στο Μπαλί και στο Φόδελε καί άρχισαν να χτίζουν πύργους. 'Hταν η εποχή που ο τουρκικός στρατός προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στην περιοχή. Οι επιδρομές των Τούρκων εναντίον της μονής κατά την επανάσταση του 1866 -1869 ήταν συνηθισμένες. To 1866 ταχτικός στρατός και άταχτοι τη λεηλάτησαν, αφού βεβήλωσαν τους ιερούς χώρους της. H πληροφορία προέρχεται από επιστολή του Γ. Καλοκαιρινού, προξενικού πράκτορα της Ελλάδος στο Ρέθυμνο, προς τον Πρόξενο της Ελλάδος στα Χανιά N. Σακόπουλο : "Μανθάνομεν ότι προ τινων ημερών Οθωμανοί τακτικοί και άτακτοι εγύμνωσαν ολοτελώς το Μοναστήρι τον Βαλή βεβηλώσαντες και τους ιερούς ναούς αυτού” (Πρεβελάκη-Μπεκιάρη : Έκθεση των εν Κρήτη Προξένωντης Ελλάδος). Εκείνη την εποχή αναδείχτηκε σε θρυλική φυσιογνωμία του αγώνα ένας καλόγερος της μονής, ο οποίος όχι μόνον έλαβε μέρος στην επανάσταση, αλλά τα κατορθώματα του έγιναν τραγούδι και τραγουδήθηκαν από τους υπόδουλους κρητικούς, που αναζητούσαν την ελπίδα σε ηρωικές πράξεις και έργα. Πρόκειται για το Γεράσιμο Πικράκη, κατοπινό ηγούμενο της Μονής Μπαλί. Ήταν πολύ νέος, περίπου 25 ετών, όταν πήγε στη Σύρο για να φέρει πολεμικό υλικό στους επαναστάτες της Κρήτης, με το πλοίο του Βασίλη Σοφού. Οι Τούρκοι, όμως, κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το πλοίο κοντά στην Αγία Πελαγία Μαλεβιζίου. Έσφαξαν αμέσως τον πλοίαρχο και το γιό του και οδήγησαν τους άλλους επιβάτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γεράσιμος,στη Σούδα. O Γεράσιμος κατάφερε να δραπετεύσει..(Τιμ. Βενέρη : Το Αρκάδι)
"Ενας πατέρας του Μπαλιού Γεράσιμος Πικράκις
πολύς και μέγας στην καρδιά μα στο κορμί μικράκις
σαν άρχιξεν ο πόλεμος εις τo νησί τσή Κρήτης
κι αυτός εζώστη τ' άρματα σαν τον καλό πετρίτη
εχύθηκενε τσή Τουρκιάς με τσοί συνάδελφούς του
φόβο και τρόμον έδωκε τσοί άπιστους εχθρούς του.
Ma τό μπαρουτομόλυβο θωρεί και λιγοστεύγει
σ' ένα βαρκάκι μπήκενε στη Σύρα κατεβαίνει
και βρίχνει τήν επιτροπή κι απόκοτα τσή λέει
τσή Κρήτης τήν καταστροφή καί σύντομα γυρεύγει
όπλα, πολεμοφόδια, πετσί, ψωμί, κανόνι
είς τον Βασίλη, τον Σοφού τό πλοίο τα φορτώνει.
Καί ξεκινά μέ δέκα τρεΙς όμοιους επιβάτες
καί γιά τή Κρήτη τρέχουνε νά 6ρου τζ' επαναστάτες
θάρρος νά τώνε δώσουνε νά τσοι παρακινήσου
νά μήν αφήσου τήν Τουρκιά μά νά τήν κυνηγήσου
Ως τε νά μασέ βαρεθή να φύγη απού τήν Κρήτη
στή Μέκκα νά πρεμαζωχτή μέ τρόμο και με λύπη.
Αλλά εις τήν επιστροφή δεκάξε Οκτωβρίου
εις την Αγία Πελαγιά έξω του λιμανίου
έva βαπόρι τούρκικο εφάνηκε μπροστά ντω
και εκυρίευσεν αυτούς και όλα τ' άρματά ντω.
Εσφάξαν τό Βασίλειο και τον υιό του ομάδι
τσ' υπόλοιπους εδέσανε μπιστάγκωνα ως το βράδυ
ώσπου και τσ' ανεβάσανε στη Σούδα στη φεργάδα
πάλι σφιχτά τσ' εδέσανε σε χέρια και ποδάρια
Τέσσερις μέρες σήμερο που μασέ κοπανίζου
και όντε θα φωνιάζωμε περίσσα μας λαχτίζου.
- Δεv άκουσα και πήγαινε μα μπλιό δε σας πειράζου
εγώ ντεπίχι τσοίκαμα γρίκα τσοι, αναστενάζου!
Πάλι ο Πασάς εδιάταξε τότε τσοι στρατιώτας
και πάλι τους εδέσανε καθώς ήταν και πρώτας.
Πάνω τσοί δέκα τέσσερις ημέρες κατεβαίνει
να διορθώση ο μαραγκός μια τά6λα εκεί σπασμένη
Μέσα στα εργαλεία ντου είχενε και μια λίμα
κλέφτει την ο Γεράσιμος κόβγει την αλυσίδα
στρέφεται κάτω καί θωρεί προς τον σκοπόν το μέρος
σαν όφις ετινάχτηκε κάτ' από το πορτέλο.
Στη θάλασσα κολυμπητός δυώ 'ρες να ξημερώση,
κι οι βάρκες τόνε κυνηγού για να μην αποσώση.
Ma ο Πατέρας έπλεγε καλλιά παρά τη βάρκα
χωρίς κιανένα φόρεμα, παπούτσι γη στιβάνι
θάμα μεγάλον ήτανε πως να μην αποθάνη
εις τα βουνά-ν- εχιόνιζε και που να βρει ανθρώπους
για να τον εγλυτώσουνε aπού τσοι τόσους κόπους.
Με εγνοιανό πορπάτισμα 'ποσώνει εις το Στύλο
μα εκεί δεν ήβρεν άνθρωπο μηδ' όρθα μηδέ σκύλο.
Απού το Στύλο προχωρεί στο Πρόβαρμα σιμώνει
στση Μαχαιρούς δεν έγνεψε και φτάνει στο Πεμόνι.
Εκ' ηύρεν ένα νάθρωπο κι ελέγα ντον Χαρίτο
μια βράκα μόνο τούδωκε ποκάμισο δεν ήτο.
Οι Τούρκοι τονε κυνηγού τρομάρα τονε πχιάνει
κι ως ήτονε ξυπόλητος είς του Πατσούρο φτάνει.
Aπ' του Πατσούρο το πρωί στ' Ασκύφου ανεβαίνει
τσ' επαναστάτες ήβρενε και αρχινά να λέη
τα. πάθη και τα βάσανα πού δενε στη φρεγάδα
απου τσοι βαρβαρότουρκους με τ' άλλα παλληκάρια.
To δημοτικό τραγούδι διασώζει στη μνήμη και την καταστροφή
της μονής από τους Τούρκους:
" Aς τον αφήσομεν αυτό πούφυγε με το πλοίο
κι ας πούμε για το Μουσταφά που τόμαθε και κείνος.
Kι αμέσως εδιάταξε και το στρατό και φτάνει
και τα πολεμοφόδια έπασχε για να πάρη.
Πρωί-πρωί σηκώθηκε κι ήρθε στο Μοναστήρι
και δεν επόμεινε κελλί να μη το αναγείρη
και τα μπαρούθια ζήτανε, γύρευε τον πατέρα.
Ma ούλα πήγαν μάταια εκείνη την ημέρα.
Και σαν δεν τον ηυρήκανε την αδερφή του παίρνου
'va δούλο κι ένα μαθητή και στη στιγμή τσοι δένου.
Kι αποκειδά τσοι παίρνουνε στ' Αγγελιανά τσοι πήγα
εκειά που είχεν ο Πασάς στεμένα τα τσαντήρια.
Ύστερις τσοι ρωτούσανε τάσσου ντω και παράδες
βάνου τζοι κι εις τη φυλακή κάνου τρεις εβδομάδες.
Απόλυσέ-ν-τζοι ύστερις κι είπε-ν- αν τονε πιάση
ωρκίσθη στο ιμάνι ντου πως θα τονε κρεμάση. "
H παράδοση αναφέρει ότι κι άλλη φορά κατάφεραν να τον
συλλάβουν Οι τούρκοι, αλλά τον ελευθέρωσε ένας μπέης από το Ηράκλειο, το παιδί του οποίου είχε σώσει ο Γεράσιμος.
Το δημοτικό τραγούδι αναφέρει και αυτή τη σλυλληψη και
αποφυλάκισή του.
«Λίγος καιρός επέρασε συνέλευση εγίνη
και τα μπαρουτομόλυβα εις τσ' αρχηγούς τα δίδει.
Έκατσε να ξεκουρασθεί μα μια Τετάρτη μέρα
πάνε πάλι νιζάμιδες και πιάνου - το-ν- Πατέρα
αμπώθου και τσινούντονε πιστάγκωνα το δένου.
Στση Σείσες τον επήγανε κι άπονα τονε δέρνου.
Ύστερα τον επήρανε στο Κάστρο τονε πάνε.
Και στο βαπόρι βάλα ντον κι αμέσως το κρεμάνε.
Κρεμουν τον από τα μαλλιά στ' άλμπουρο στο βαπόρι.
Κόβγεται ξεπατώνεται η γι' όμορφή ντου κόμη.
Επήγαντο-ν κι εις τα Χανιά στη φυλακή το-ν- βάλα
κι' εκειδά τον εδέσανε με σίδερα μεγάλα.
Τον ανεβάσα στου Πασά για να τονε δικάσου
να τώνε δώση την εξά να πα να τονε σφάξου.
Όντεν-τον εμπροστένανε εις το Κονάκι φτάνει
Τούρκος απού στα χέρια ντου εβάστανε φιρμάνι
και δίδει το εις τον Πασά κι' αυτός σκυφτά διαβάζει.
Σιγά-σιγά σηκώνεται και τούτα διατάζει:
Αφήστε τον η τον Παπά δεν έχω ήντα κάμω
γιατ' έχω τέθοιο ντεσκερέ ντρέτ' απύ το Σουλτάνο
Ως τ' άκουσεν ο γούμενος Μέγα Θεό δοξάζει
κι' οι τούρκοι τον αφήκανε στο μοναστήρι πάει
Απ' το βιβλίο του Μιχ. Παπαδάκη για το Μπαλί και του Νίκου Ψιλάκη για τα μοναστήρια της Κρήτης
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο
Aρχείο
digital αποθήκη αρχείων, εγγράφων και άρθρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως