(Περιώνυμοι Κρήτες
Μουσουλμάνοι)
Τσούλης
Όποιος περάσει πετά κι από μια πέτρα στον τάφο του
Ψηλά στα Λασιθιώτικα
βουνά, δίπλα σε έναν αρχαίο δρόμο – κόσμημα για την παραδοσιακή οδοποιία,
υπάρχει ακόμη ένα φτωχό και απέριττο μνημείο, ένας σωρός από πέτρες. Είναι
στημένος από γενιές και γενιές Κρητικών μόνο και μόνο για να θυμίζει την
ιστορία και να παραδειγματίζει…
Ένας Αγάς, λένε, θάφτηκε κάτω από τις πέτρες, σε ένα άτυπο αλλά διαχρονικό ανάθεμα. Ανάθεμα εναντίον του κάθε κατακτητή αλλά και του κάθε καταπατητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Βέβαια, ο σωρός που βλέπομε σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που υπήρχε ως το 1960. Την εποχή εκείνη οι μπουλντόζες άνοιγαν ένα καινούργιο δρόμο για να ενώσουν το Λασίθι με την Πεδιάδα και το Ηράκλειο. Και επειδή οι μπουλντόζες δεν έχουν μνήμη (και μάλλον την εχθρεύονται θανάσιμα), ο παλιός σωρός σκορπίστηκε μαζί με τα χώματα. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να αντιδράσουν άνθρωποι που είχαν ζήσει ως παιδιά τη ζωντάνια της παράδοσης και να ξαναστήσουν το μνημείο. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν ούτε μελέτες δραχμοβόρες ούτε εργολαβίες πολυδάπανες. Κουβάλησαν τις ίδιες πέτρες τις παλιές, όσες βρήκαν. Και τις άφησαν στην άκρη του δρόμου σχηματίζοντας σωρό. Σπονδή στην ιστορία και την παράδοση…
Ένας Αγάς, λένε, θάφτηκε κάτω από τις πέτρες, σε ένα άτυπο αλλά διαχρονικό ανάθεμα. Ανάθεμα εναντίον του κάθε κατακτητή αλλά και του κάθε καταπατητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Βέβαια, ο σωρός που βλέπομε σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που υπήρχε ως το 1960. Την εποχή εκείνη οι μπουλντόζες άνοιγαν ένα καινούργιο δρόμο για να ενώσουν το Λασίθι με την Πεδιάδα και το Ηράκλειο. Και επειδή οι μπουλντόζες δεν έχουν μνήμη (και μάλλον την εχθρεύονται θανάσιμα), ο παλιός σωρός σκορπίστηκε μαζί με τα χώματα. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να αντιδράσουν άνθρωποι που είχαν ζήσει ως παιδιά τη ζωντάνια της παράδοσης και να ξαναστήσουν το μνημείο. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν ούτε μελέτες δραχμοβόρες ούτε εργολαβίες πολυδάπανες. Κουβάλησαν τις ίδιες πέτρες τις παλιές, όσες βρήκαν. Και τις άφησαν στην άκρη του δρόμου σχηματίζοντας σωρό. Σπονδή στην ιστορία και την παράδοση…
Ο Τσούλης, ένας Γενίτσαρος
«Το σπίτι του
βρισκόταν στους Ασκούς. Δηλαδή, τι σπίτι; Ένα κονάκι ονομαστό. Το είχε χτίσει ο
παππούς του που όριζε το χωριό. Ήταν Χριστιανός ο παππούς του και καλός
άνθρωπος. Στην αυλή είχε χτίσει μια εκκλησία. Ο Τσούλης την έκαμε τζαμί…» Τα
χαλάσματά του στέκονται ακόμη. Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια οικογένεια
εξισλαμισμένων Κρητών, ίσως και σε οικογένεια ενετικής καταγωγής, εκδοχή που
την πρόσεξε και ο Αλεξάκης. Ωστόσο, το «κατηγορητήριο» εναντίον του Τσούλη δεν
τελειώνει με τις γυναίκες που είχε ατιμάσει. Καθώς ήταν καλό παλικάρι και είχε
δίπλα του στρατιά Ορτάκηδων, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Κανένας κανόνας
δικαίου δεν τον σταματούσε και καμιά εξουσία δεν μπορούσε να τον χαλιναγωγήσει.
Για τους γνώστες της ιστορίας της Κρήτης η μη υπακοή σε αρχές και εξουσίες δεν
ήταν εξαίρεση στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου
αιώνα. Οι Γενίτσαροι της Κρήτης ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτοι και ενοχλούσαν
όχι μόνο τους ντόπιους χριστιανούς, αλλά και την ίδια την οθωμανική διοίκηση.
¨Έστηναν δικά τους μπαϊράκια και λειτουργούσαν σαν απόλυτοι και αυτοκέφαλοι
άρχοντες.
Ο Τσούλης, λοιπόν,
δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Ούτε στην Πεδιάδα, ούτε στο Λασίθι. Λεηλατούσε τον
μόχτο των πάμφτωχων αγροτών. Λέγεται ότι πήγαινε στα χωράφια κατά την εποχή του
θέρους και έδινε εντολή να του θερίσουν τα ξένα χωράφια. Ή να του μαζέψουν τις
ξένες ελιές. Για να αποφύγει την οργή των ντόπιων είχε ανακαλύψει ένα έξυπνο
τέχνασμα: πετάλωνε ανάποδα το άλογό του. Οι χωρικοί έβλεπαν τα ζάλα αποτυπωμένα
στο χώμα, τα ακολουθούσαν, αλλά τα σημάδια τους οδηγούσαν αλλού.
Η ενέδρα
Σε όλα τα χωριά
γύρω από τα Λασιθιώτικα βουνά η ιστορία του Τσούλη ακούγεται ακόμη από τους
μεγαλύτερους σε ηλικία. Ωστόσο, υπάρχουν μικρές ή μεγάλες παραλλαγές τόσο στο
τραγούδι όσο και στην προφορική παράδοση. Μερικούς από τους στίχους που δημοσίευσε
ο Αλεξάκης δεν τους άκουσα πουθενά τα τελευταία χρόνια. Και τα ονόματα των
εκδικητών που μπροστάρεψαν τον δυνάστη δεν ακούγονται πλέον. Εφτά Κρητικοί,
σύμφωνα με τον Αλεξάκη, κατέστρωσαν και εφάρμοσαν το σχέδιο της δολοφονίας.
Στην παραλλαγή που κατέγραψα οι δράστες είναι μόνο δυο, ο Τσαούχης κι άλλος
ένας. Να ήταν παρατσούκλι; Το Τσαούχης δεν παραπέμπει σε όνομα Κρητικού. Είναι,
πιθανότατα, μορφή του «Τσαούσης», βαθμός κατώτερου αξιωματικού (υπαξιωματικού)
του τουρκικού στρατού αλλά και συνηθισμένο παρωνύμιο στην Ελλάδα που δήλωνε τον
τραχύ, τον αυταρχικό, τον βάρβαρο. Μου φαίνεται φυσικό να μην δηλώνει ο
ανώνυμος ποιητής το αληθινό όνομα του δράστη και να τονίζει ρητά το «άλλος
ένας» σα να θέλει να συσκοτίσει τα πράγματα και να αποκρύψει την ταυτότητα του
δράστη. Αγανακτισμένοι, λοιπόν, οι δράστες του φονικού πήγαν σε ένα βολικό
τόπο, στο Λάκκο της Χορτασάς, νότια από τον παλιό θαυμάσιο δρόμο που
διατηρούνταν από τα προϊστορικά χρόνια και συνέδεε τη Λύκτο με ένα στρατηγικό
χώρο τον οποίο ήλεγχε. Ήταν η κύρια οδός που χρησιμοποιούσαν οι Καστρινοί όταν
ανηφόριζαν στο Λασίθι. Αλλά και ο δρόμος από τον οποίο περνούσαν οι Λασιθιώτες
για να κατεβάσουν στον κάμπο τα προϊόντα τους. Στάρι και κριθάρι, μήλα και
πατάτες αργότερα, όταν είχε αρχίσει να διαδίδεται αυτό το προϊόν στην Κρήτη
(μετά το 1870). Για τις συνθήκες θανάτου του Τσούλη ακούγονται πολλές εκδοχές.
Ο Αλεξάκης σημειώνει ότι τον σημάδεψαν με την πιστόλα και τον έριξαν κάτω.
Άλλοι λένε ότι πετάχτηκαν στο δρόμο, το άλογο ξιπάστηκε και τον έριξε. Όπως και
να ’χει το πράγμα, το τραγούδι δεν σταματά σε λεπτομέρειες. Παραδίδει το
γεγονός με όλη την ένταση που απαιτείται: Του έκοψαν την κεφαλή, την έβαλαν σε
ένα ντρουβά (τρίχινο σακίδιο μεγάλης αντοχής – σε ευρύτατη χρήση στην Κρήτη
μέχρι και το 1970 περίπου), κρέμασαν το σακίδιο στα σκαρβέλια του ζώου και το
άφησαν ελεύθερο.
Το μακάβριο μαντάτο
Όλα τα ζώα
εργασίας, άλογα και μουλάρια και γαϊδούρια ακόμη, ξέρουν καλά τους δρόμους από
τους οποίους συνηθίζουν να περνάνε. Ξέρουν και να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στο
χώρο στον οποίο σταυλίζονται, αν τύχει και βρεθούν αδέσποτα. Αυτό φαίνεται να
έγινε και με το μουλάρι ή το άλογο του Τσούλη. Με τον ντρουβά κρεμασμένο στο
σκαρβέλι έφτασε στο αρχοντικό των Ασκών.
Σημάδι συμφοράς να
εμφανιστεί το ζώο μονάχο χωρίς τον καβαλάρη του. Όποιος το έβλεπε ήξερε ή
μάντευε τι μπορεί να είχε συμβεί. Και επειδή διηγούνται ότι ένα «μπιστικό» ζώο
δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αφέντη του αν τον δει σωριασμένο στη γη ύστερα από
κάποιο ατύχημα, η εικόνα παραπέμπει σε σκοτωμό.
Στους Ασκούς
περίμενε η Μαριώ η Κοκκινοπούλα, η φιλενάδα του Τσούλη. Ήταν Χριστιανή, από την
οικογένεια των Κοκκίνηδων, Κόκκινων ή Κοκκινάκηδων. Και την είχε εκεί ως
παρακοιμώμενη ο Τσούλης. Ακόμη κι αν την είχε αρπάξει με τη βία, όπως
συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, οι Κρητικοί δεν συγχωρούσαν ποτέ τέτοιες
συμβιώσεις.
Ο πανάρχαιος δρόμος
Ο παλιός δρόμος
σώζεται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, αν και χορταριασμένος σχεδόν σε όλο το
μήκος του. Από τούτο το εξαίσιο κατασκεύασμα έχουν περάσει χιλιάδες άνθρωποι
για μερικές χιλιάδες χρόνια! Πέρασαν οι Λύκτιοι της αρχαιότητας, πέρασαν ίσως
και οι κάτοικοι της προϊστορικής Κρήτης. Από την ίδια «χάραξη», γιατί ήταν
πάντα μονοπάτι που κατά καιρούς επισκευαζόταν. Άλλοι για δουλειές, άλλοι για
τις αρχαίες γιορτές και τα πανηγύρια, όπως κι εκείνο το τετράχρονο παιδί της
δικής μου μνήμης. Κι αν δεν πήγαιναν τότε στους Αγίους Αναργύρους μπορεί να
πήγαιναν στο περίφημο Άντρον, το λατρευτικό σπήλαιο του ιερού όρους, για να
λατρέψουν τον δικό τους θεό. Ο Δίας των ελληνικών χρόνων μπορεί και να
καθοδηγούσε τα βήματά τους, όπως τα καθοδηγούσε αργότερα ένας ασκητής με άγρια
γένια, ο Άη Γιάννης ο Μεσοκαμπίτης…
Ο δρόμος είναι
εκεί κι ας μην χρησιμοποιείται πια. Ξεχασμένος στη μοίρα του κι ας είχε σπεύσει
το ελληνικό κράτος να τον ανακηρύξει «εθνική οδό» λίγο μετά την ενσωμάτωση της
Κρήτης στον εθνικό κορμό. Από τεχνικής πλευράς είναι ακόμη και σήμερα άψογος.
Δείγμα εξαιρετικής μαστορικής τέχνης το ταίριασμα των λίθων στο παλιό
καλντιρίμι, δείγμα υψηλής τεχνικής και τα έργα προστασίας, τα άνδηρα και τα
προστατευτικά τοιχία. Μετά τη διάνοιξη του δρόμου από το Σελλί της Αμπέλου, η
πέτρινη οδός άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται. Όμως, οι παλιοί Λασιθιώτες
εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ξέροντας ότι
με οδοιπορία ολίγων ωρών κατέβαζαν στην Πεδιάδα τα προϊόντα τους.
Μνημεία δεν είναι
μόνο τα «παλάτια» και τα ταφικά συγκροτήματα. Μνημεία, το ίδιο σημαντικά, είναι
και οι αρχαίοι μας δρόμοι. Όσοι απέμειναν ακόμη αλώβητοι. Όσοι σώθηκαν από την
καταστροφική μανία του σύγχρονου θεριού με τις μπουλντόζες, του θεριού που
λέγεται άνθρωπος και «ειδικεύεται» στο να σβήνει τα ίχνη των παλαιότερων
πολιτισμών…
ΠΗΓΗ
Κείμενο -ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως