15 Ιουλίου 2017

Τα βουνά των Σφακίων στους βενετικούς χρόνους.

Μνήμες του τοπίου:  Τα βουνά των Σφακίων στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας.   
της Καλλιόπης Γερωνυμάκη 
Σημ: Το άρθρο αυτό είναι καταρχήν προορισμένο για το προσεχές φύλλο της τοπικής εφημερίδας «Τα Σφακιά». Κινείται λοιπόν στο πνεύμα μιας παρουσίασης εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα. Πρόκληση και πρόθεση είναι να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού. Ακόμη περισσότερο, ενός κοινού με μνήμες και βιώματα από τη συγκεκριμένη περιοχή.   
    Η ιστορία των Σφακίων είναι πριν απ’όλα η εντύπωση του τοπίου τους. Το ορεινό παραπέτασμα που στήνουν τα Λευκά Όρη κατηφορίζει μέσα από τα φιδωτά φαράγγια ως τη θάλασσα του Λιβυκού Πελάγους. Βέβαια η μορφολογία αυτή – η απότομη κατακρήμνιση των βουνών στη θάλασσα - δεν αποτελεί ίδιον της Κρήτης. Τη συναντούμε σε πολλές παράκτιες περιοχές της Μεσογείου: από τις βόρειες αφρικανικές ακτές και την Ιβηρική Χερσόνησο ως τη Σαρδηνία, την Κάτω Ιταλία και τη Δαλματία.

Το βουνό, άλλοτε ως χώρος απομόνωσης, κι άλλοτε ως χώρος εξόρμησης, μετέδωσε στους κατοίκους του ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ήταν η νομαδική ζωή με τις μετακινήσεις της από τα θερινά στα χειμερινά βοσκοτόπια και πάλι πίσω. Ήταν η αποξένωση από την επίσημη εξουσία του αντίπαλου δέους, της πεδιάδας. Ήταν ακόμη η αναζήτηση των πόρων επιβίωσης μέσα από μια κοινωνική οργάνωση ξεχωριστή, στην οποία τον πρώτο λόγο είχαν οι φατρίες αγωνιζόμενες για την υπεράσπιση της τιμής τους.
Όμως, όλες αυτές οι ‘κοινωνίες των βουνών’, όπως θα τις ονομάζαμε, δεν είναι διόλου στατικές ανά τις εποχές. Το ίδιο το περιβάλλον του βουνού, που φαινομενικά ‘κλείνει’ τους ορίζοντες, ταυτόχρονα ωθεί τους κατοίκους του να περιπλανηθούν. Η ίδια η έλξη ή αντίστοιχα η απειλή του πεδινού πολιτισμού, έσπρωξε τους ορεινούς πληθυσμούς προς τις πεδιάδες και τη θάλασσα, για να διαλέξουν τελικά την πειρατεία ή την οργανωμένη ζωή.
Από το πανόραμα της μεσογειακής ορεινής ζωής, αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε στις κορυφογραμμές των Σφακίων. Ο φακός μας είναι εστιασμένος στα χρόνια της Βενετοκρατίας (περ. 1211- 1669). Το ερώτημα που μας ενδιαφέρει σε αυτή την περίπτωση είναι το εξής: σε ποιο βαθμό και με τι τρόπο μια κατεξοχήν θαλάσσια δύναμη διείσδυσε στην κοινωνία των ορεσίβιων Σφακιανών; Πώς διευθέτησε τις σχέσεις μαζί τους; Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις σχέσεις, επικεντρώσαμε την προσοχή μας στους πόρους του βουνού, ως αφετηριακά σημεία για να ανιχνεύσουμε γεγονότα και συμπεριφορές.
Στην Κρήτη, η Βενετία βάσιζε την εξουσία της σε μια παραλλαγή του φεουδαλικού συστήματος. Δηλαδή, η κατοχή γης διαμόρφωνε τις κοινωνικές και οικονομικές διαστρωματώσεις ανάμεσα στους ντόπιους υπηκόους αλλά και τους Ενετούς αποίκους του νησιού. Βέβαια, το εισηγμένο από τη Δύση φεουδαλικό σύστημα αδυνατούσε να ενσωματώσει τόσο τις μη καλλιεργήσιμες ιδιοκτησίες, όσο και ολόκληρο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων στα Λευκά Όρη. Εκεί, μετά την κατάκτηση, οι εξελίξεις πήραν διαφορετική τροπή. Από διοικητική άποψη, τα Σφακιά αποτελούσαν ιδιαίτερη ζώνη, δηλαδή δεν υπάγονταν στην κεντρική διοίκηση του διαμερίσματος των Χανίων. Στην περιοχή μετέβαινε ένας προνοητής, συνοδευόμενος από δέκα στρατιώτες και διέμενε στο φρούριο της Χώρας Σφακίων. Η σκιώδης παρουσία των Βενετών στην περιοχή επιβεβαιώνεται τόσο από την έκκεντρη θέση του φρουρίου του Αγίου Νικήτα (Φραγκοκάστελλο), όσο και από τα παράπονα των ίδιων των κατοίκων για τα κρούσματα κακοδιοίκησης. Έχοντας κατά νου αυτά τα στοιχεία, μπορούμε τώρα να μελετήσουμε το περιβάλλον ως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των ντόπιων και της βενετικής πολιτείας. Και πρώτα απ’όλα το δάσος.
Για τα πυκνά δάση των Λευκών Ορέων μας μιλούν περιηγητές όπως ο Ιταλός Cristoforo Buondelmonti, που ταξίδεψε στην Κρήτη την άνοιξη του 1415. Διαβάζουμε: «Και στη γωνία αυτού του νησιού υψώνεται το λεγόμενο Λευκόν όρος, από  όπου κυλούν πολλά ποτάμια· και στους  σκιερούς δρυμούς του φυτρώνουν και αναπτύσσονται τόσα πολλά κυπαρίσσια, όσα δύσκολα θα φανταζόταν κανείς, από τα οποία εξάγονται κάθε χρόνο σανίδες σε όλη την οικουμένη». Πράγματι, οι πυκνές εκτάσεις των κυπαρισσιών και των πεύκων τροφοδοτούσαν τα αστικά κέντρα του νησιού με ξυλεία για τις ανάγκες των δημόσιων έργων και τη ναυπήγηση των πλοίων. Οι ίδιοι οι Σφακιανοί κατασκεύαζαν μικρές βάρκες και αργότερα πλοία στο μικρό αυτοσχέδιο επίνειο του Λουτρού· ακόμη εξήγαγαν ξυλεία λαθραία, όποτε το επέτρεπαν οι συνθήκες.
 Ωστόσο, οι βενετικές αρχές επηρέαζαν την εκμετάλλευση του ξύλου κατά καιρούς. Για παράδειγμα, το 1414, ένα απόρρητο διάταγμα απαγόρευε την εξαγωγή ακατέργαστου κυπαρισσιού. Το διάταγμα ανέφερε ρητά πως ο κίνδυνος έλλειψης ξυλείας λόγω της συνεχούς υλοτόμησης και των πυρκαγιών ήταν αισθητός. Κι όμως, όπως είδαμε, η εικόνα αυτή δε συμφωνεί με τη μαρτυρία του Buondelmonti ένα χρόνο αργότερα.    
Η επόμενη παρέμβαση των Βενετών στο θέμα των δασών πραγματοποιήθηκε μόλις το 1639, όταν δηλαδή η απειλή μιας οθωμανικής κατάκτησης πλησίαζε και οι πολεμικές προετοιμασίες εντείνονταν. Οι ταρσανάδες (ναυπηγεία) των κρητικών πόλεων άρχισαν να εξοπλίζονται με ντόπια ξυλεία, της οποίας η εισφορά έγινε υποχρεωτική. Με αυτό τον τρόπο, οι σκελετοί των πλοίων έπαψαν να εισάγονται προκατασκευασμένοι από τη Βενετία, για να περικοπούν τα έξοδα της μεταφοράς. Αυτή η ευκαιριακή πολιτική από την πλευρά των Βενετών δεν μας εκπλήσσει, αφού σχολιάσαμε ήδη τη δομή της κυριαρχίας της.
Η καλλιέργεια του αμπελιού απέδιδε στη Βενετία το πρώτο σε σημασία εξαγώγιμο προϊόν της, το κρασί μαλβαζία. Η φήμη του έφθανε μέχρι την Αγγλία, όπου εξακολουθούσε να εξάγεται με έντονους ρυθμούς μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Για άλλη μία φορά, μας λείπουν οι λεπτομέρειες για την αμπελοκαλλιέργεια στα Σφακιά. Θα θέλαμε όμως να ξέρουμε αν η διαταγή για το ξερίζωμα των αμπελιών που επέβαλλε η Γαληνοτάτη το 1584 στην Κρήτη, επηρέασε την οικονομία τους. Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε πως από τότε άρχισε να εντατικοποιείται η καλλιέργεια της ελιάς; Οι αρχειακές πληροφορίες είναι αποσπασματικές.  
Το μιτάτο ήταν η παραγωγική βάση της οικογένειας, αλλά συνάμα ως τέτοιο επηρέαζε όχι μόνο τις οικονομικές σχέσεις αλλά και την κοινωνική ιεράρχηση στο εσωτερικό της σφακιανής κοινότητας. Αυτή η διάσταση θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα της – τη βεντέτα, τη ζωοκλοπή, την ακροβασία στα όρια της παραβατικότητας. Προς το παρόν, θα εξετάσουμε την κτηνοτροφική δραστηριότητα από καθαρά υλική άποψη. 
Ο αριθμός των μιτάτων δεν ήταν μικρός· ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε πως η γραβιέρα είχε με τη σειρά της ένα διεθνές εμπορικό κοινό στη Βενετία, την Αγγλία, τη Γαλλία και αλλού. Το κρέας προοριζόταν περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση και ανάλογα με το είδος του κοστολογούνταν διαφορετικά. Το 14ο αι., το κρέας του ευνουχισμένου κριού ήταν το ακριβότερο και ακολουθούσε το αρνάκι. Το πιο υποτιμημένο κρέας όμως ήταν εκείνο του αίγαγρου. Το κρέας αυτό, αφού παστωνόταν, στέλνονταν με καραβιές στο Χάνδακα για να σιτίσει των πλήθος των ανθρώπων που εργάζονταν στα δημόσια έργα ή στις αγγαρείες.
Έξω από τα όρια αυτών των εμπορικών συναλλαγών, στο συνοριακό οροπέδιο του Ομαλού το κλίμα των σχέσεων ήταν αυτή τη φορά εχθρικό. Οι αρχές είχαν χαρακτηρίσει το οροπέδιο καλλιεργήσιμη ζώνη και τα αγροτικά τεμάχια αντιστοιχούσαν σε νόμιμους ιδιοκτήτες. Παρ’όλα αυτά, οι Σφακιανοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την περιοχή ως εποχικό βοσκότοπο, εμποδίζοντας την αγροτική εκμετάλλευση. Έτσι, το οροπέδιο έγινε θέατρο ανταγωνισμού μεταξύ των φεουδαρχών και των κτηνοτρόφων αλλά και σύνορο δύο οικονομικών συστημάτων με διαφορετικές κοινωνικές αξίες.
Στήσαμε λοιπόν με αδρές γραμμές το σκηνικό·  μας λείπουν όμως οι άνθρωποι που έζησαν μέσα σε αυτό. Αν περιγράψαμε ορισμένες από τις όψεις της οικονομικής ζωής, τώρα είναι ώρα να μάθουμε για τα κοινωνικά διακυβεύματα που κρύβονται πίσω από αυτές. Με λίγα λόγια, να μάθουμε για την ταυτότητα των Σφακιανών ορεσιβίων, όπως τη φαντάστηκαν οι ίδιοι ή οι κατακτητές τους. Για όλα αυτά τα θέματα θα επανέλθουμε στο επόμενο φύλλο.

Τα βουνά των Σφακίων στους βενετικούς χρόνους

Ποια ήταν η σφακιανή «κοινωνία του βουνού»;
(Μέρος Δεύτερο).
     Το Σεπτέμβριο του 1669, πέντε βενετικά πλοία σήκωναν άγκυρα από το λιμάνι του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), με προορισμό τη Βενετία. Ο πόλεμος με τους Οθωμανούς είχε πια τελειώσει,  και οι Βενετοί, μετά την ήττα τους έσπευδαν να στείλουν ολόκληρο το κρατικό αρχείο της αποικίας τους στη μητρόπολη. Μέσα σε εκείνη τη συγκυρία, η διάσωση των φακέλων είχε κριθεί απαραίτητη, καθώς η Γαληνοτάτη ήλπιζε ακόμα σε μια προσεχή επανακατάληψη του νησιού. Παρά τις τρικυμίες, τα τρία από αυτά τα πλοία επρόκειτο να φθάσουν σώα στην Κέρκυρα και στη Βενετία. Και μαζί με αυτά ένα πολύ μεγάλο μέρος της γνώσης μας για τη βενετοκρατούμενη Κρήτη.
      Αν και οι φάκελοι των Βενετών αξιωματούχων διασώθηκαν από τη λήθη, λίγα μπορούν να μας πουν για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι σε μια απομακρυσμένη περιοχή της αυτοκρατορίας, όπως ήταν τα Σφακιά. Οι επίσημες πληροφορίες για την περιοχή προέρχονται μόνο από περιόδους κοινωνικών ταραχών και συνήθως είναι φιλτραρισμένες μέσα από τα συμφέροντα των Βενετών στην περιοχή. Όμως πώς ζούσε στ’αλήθεια η σφακιανή κοινωνία; Γύρω από ποιες συνήθειες και αξίες οργάνωνε την ύπαρξή της; Τα ταξιδιωτικά κείμενα καθώς και τα λιγοστά χειρόγραφα που διασώθηκαν αντιγραμμένα χέρι με χέρι απαντούν σε μερικά από τα ερωτήματά μας.
     Καταρχήν, οι θέσεις και οι ονομασίες πολλών σημαντικών σφακιανών οικισμών μας εντυπωσιάζουν για την αντοχή τους στο χρόνο. Στα μέσα του 17ου αιώνα, το Χρονικό του Βενετού Antonio Trivan απαριθμούσε τα παρακάτω είκοσι χωριά: Castel Sfachia, Giorgici, Comittadhes, Paciano, Limgià, Vurà[< Βουβά], Frasca, Francocastello, Calocassia, Cabia, Aschifu, Anapoli, Agiogiani, Tripites, Scalla, Agià Rumeli, Aradhena, Samargià, Cabo, Agio Dimitri. Αν άλλες πηγές της ίδιας περιόδου αναφέρουν μόνο δέκα από αυτά τα χωριά, είναι ίσως επειδή εστιάζουν στη διοικητική τους σπουδαιότητα. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες για τη δημογραφική κατάσταση των Σφακίων είναι περιορισμένες. Το 1608, ένας Βενετός αξιωματούχος απαριθμούσε 3.000 κατοίκους στην περιοχή, από τους οποίους οι 1.000 ήταν άνδρες ικανοί να πολεμήσουν ή να δουλέψουν. Ο αριθμός δεν είναι μεγάλος· την ίδια εκείνη χρονιά, ο συνολικός πληθυσμός της Κρήτης, αγγίζοντας μια πρόσκαιρη ευημερία, ανερχόταν σε 220.000 σύμφωνα με τις κρατικές απογραφές.
     Γύρω στο 1546, ένας Γάλλος φυσιολάτρης και βοτανολόγος, ο Pierre Belon, ξεκίνησε για μια μεγάλη περιοδεία στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ασία. Ο πρώτος του προορισμός ήταν η Κρήτη. Σταθμεύοντας για λίγες μέρες στα Σφακιά, επισκέφθηκε μαζί με  κάποιους ντόπιους ευγενείς ένα σφακιανό γλέντι. Αργότερα, στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1553 με βασιλική αρωγή στο Παρίσι, σημείωνε: « Στο χωριό του ευγενούς Τζοάν Αντόνιο Μπαρότζο, όχι μακριά από τη χώρα των Σφακίων, είδαμε τους χωρικούς των γύρω χωριών, συγκεντρωμένους σε μια γιορτή, άλλους με τις κόρες τους και άλλους με τις συζύγους τους, τόσοι που η παρέα ήταν μεγάλη. Και αφού είχαν πιει καλά, άρχισαν να χορεύουν μέσα στον πιο μεγάλο καύσωνα, όχι στον ίσκιο, αλλά στον ήλιο, παρότι ήταν η πιο καυτή ημέρα του Ιουλίου. Οι χωρικοί αυτοί, αν και φορτωμένοι με όπλα, δεν έπαυσαν να χορεύουν μέχρι τη νύχτα». Και λίγο παρακάτω συμπλήρωνε: «Οι κάτοικοι αυτού του χωριού [ενν. τα Σφακιά] είναι οι πιο πολεμοχαρείς και εξαιρετικοί σκοπευτές στο τόξο […]· επίσης θέλουν τα δικά τους τόξα να είναι πιο γερά από εκείνα των κατοίκων σε άλλα μέρη». Επιπλέον, ο ίδιος συγγραφέας έγραφε πως οι Σφακιανοί προτιμούσαν να εκτελούν τα άλματα τους ζωσμένοι με το τόξο και τη φαρέτρα τους, που περιείχε περίπου 150 βέλη.
     Στην πράξη, αυτές οι επιδείξεις ανδρείας και πολεμικής ετοιμότητας πήγαζαν από την ενασχόληση με την κτηνοτροφία, την αδιάκοπη μετακίνηση στα βουνά και τη συνεχή έκθεση σε κινδύνους. Η ποιμενική οικογένεια ήταν μια μικρή παραγωγική μονάδα, η οποία στηριζόταν στην αυτοκατανάλωση όλων των κτηνοτροφικών προϊόντων από το κρέας έως το μαλλί. Ασφαλώς, τα κοπάδια, σαν οικονομική βάση, ήταν μια αβέβαιη περιουσία: μπορούσε να χαθεί τόσο εύκολα, όσο εύκολα μπορούσε να πληθύνει, αφού ήταν ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένη στη φυσική ή την ανθρώπινη απειλή. Έτσι, μια οικογένεια με πολλά αρσενικά παιδιά ήταν πιο ικανή να εξασφαλίσει την επιβίωσή της ή ακόμη και να πλουτίσει. Χρειαζόταν κοντά της όλα τα άρρενα μέλη της, όχι μόνο για εκτρέφει περισσότερα πρόβατα. Εκπαιδευμένοι στο τόξο, οι άνδρες ήταν σε θέση να υπερασπίζονται καλύτερα τα βοσκοτόπια της ή την πρόσβαση σε διαφιλονικούμενους φυσικούς πόρους, όπως το πόσιμο νερό.
     Κατ’ επέκταση, η σημασία των ανδρών στη σφακιανή κοινωνία εκφραζόταν μέσα από την οργάνωση σε φατρίες ή γένη, δηλαδή σε μεγάλες οικογένειες που συνδέονταν με ισχυρούς δεσμούς αίματος. Τα πιο γνωστά γένη τα συναντούμε στις πηγές από τον 16ο αιώνα και εξής. Ήταν οι Καψοκαλύβηδες, οι Νομικοί, οι Παπαδόπουλοι, οι Πάτεροι, οι Ψαρομήλιγγοι, οι Μέδικοι, οι Κόντηδες. Οι ίδιες αυτές οικογένειες προσδιόριζαν την καταγωγή τους με ιδιαίτερο τρόπο, καθώς αυτοπαρουσιάζονταν ως παρακλάδια του αρχοντικού οίκου των Σκορδύληδων.
Οι Σκορδύληδες, σύμφωνα με την ιστορικά βάσιμη, πλην όμως μυθοποιημένη, παράδοση, ήταν μια από τις δώδεκα αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντίου που είχαν εγκατασταθεί στην Κρήτη το 1092 ή το 1182. Ένα επίσημο έγγραφο του 1192, μας μαρτυρεί ότι το βυζαντινό κράτος είχε παραχωρήσει στην αρχοντική οικογένεια την περιοχή της Ανώπολης. Τα όριά της φαίνεται πως έφταναν μέχρι τον οικισμό του Πατσιανού, δηλαδή το τότε ανατολικότερο σύνορο των Σφακίων. Οι επίγονοι του οίκου εξακολούθησαν να κατοικούν την περιοχή τουλάχιστον μέχρι το 1669, διατηρώντας το οικονομικό και κοινωνικό τους κύρος. Άλλωστε πολλοί από αυτούς έλαβαν μέρος σε κρητικές εξεγέρσεις κατά των βενετικών αρχών.
Επομένως, καθεμία φατρία διεκδικούσε με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα μία γεωγραφική ζώνη κυριαρχίας, από την οποία αντλούσε πόρους επιβίωσης αλλά και σύμβολα κατοχύρωσης της τιμής των αρσενικών μελών της. Μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων οι ζωοκλοπές και οι βεντέτες ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Για άλλη μία φορά, οι οικογενειακές μνήμες της κοινότητας για αυτά τα θέματα έμειναν στην πλειοψηφία τους άγραφες. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα είμαστε σε θέση να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για τις αντιπαλότητες των Σφακιανών οικογενειών από δύο έγγραφα χρονολογημένα το 1435. Πρόκειται για τη διευθέτηση του ανταγωνισμού μεταξύ δύο εύπορων συγγενικών οικογενειών, των Βαλεριανών (Σερηγιάννηδων) και των Σκορδύληδων.
 Η διχόνοια είχε ξεσπάσει μετά από τις αμοιβαίες καταπατήσεις των περιοχών βόσκησης γύρω από την περιοχή Διχαλωτό Λαγκό (σημ. Σφακιανός Λαγκός), ένα φαράγγι ανάμεσα στη Χώρα Σφακίων και τους Κομητάδες. Οι αυθαιρεσίες εξελίχθηκαν σε αρπαγές ζώων και πολύ γρήγορα οδήγησαν στο φόνο του Ανδρέα Σκορδύλη από τους αδερφούς Πέτρο και Νικόλαο Σερηγιάννη. Προκειμένου να δώσουν τόπο στην οργή, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να λύσουν τη διαμάχη με έναν γάμο, δηλαδή με συμπεθεριό. Στο εξής, οι δυο βοσκότοποι θα ήταν κοινό κτήμα τους. 
Πάντως, στο έγγραφο της συμφωνίας του γάμου, υπάρχουν ορισμένα σημεία που μας βάζουν σε σκέψεις. Κάθε μία από τις δύο οικογένειες υπογράφει συνοδευόμενη από τους ανθρώπους της και τους συγγενείς της, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Η επανάληψη αυτής της φράσης θυμίζει ίσως τη σημασία που είχε η συσπείρωση των οικογενειών σαν πράξη συνεργασίας και συνυπευθυνότητας απέναντι σε όλες τις δυσχέρειες. Ένα δεύτερο ενδιαφέρον σημείο παρουσιάζεται στο κλείσιμο της συμφωνίας: «Λοιπόν δια τούτο συμφωνήσαμε τα δύο μέρη και υπογραφόμεστε και τα δύο μέρη όλοι και συγγενείς και ξένοι του καθενός και πρωτόγεροι και δια τούτο κάνομε δύο όμοια απαράλλακτα να κρατή ο καθένας το ένα δια πάντα και ασφάλεια καθεμιανού». Άραγε η μνεία των πρωτόγερων δεν μας υποψιάζει για την ύπαρξη γεροντικού συμβουλίου, αποτελούμενου από τους αρχηγούς ορισμένων οικογενειών; Κι αν πράγματι υπήρχε, πώς λειτουργούσε; Τελικά, ίσως οι μηχανισμοί του εθιμικού δικαίου να ήταν υπόθεση πιο περίπλοκη απ’ όσο θα φανταζόμασταν αρχικά.
Σε αρκετές ορεινές κοινωνίες, φαινόμενα όπως ο φατριασμός, η ισχύς των άγραφων νόμων και τα κρούσματα της βίας διαπερνούν το βάθος των αιώνων. Με την πάροδο του χρόνου η άυλη προφορική παράδοση χάθηκε, στήνοντας εμπόδια στο έργο των ιστορικών.
Για το λόγο αυτό, καθώς πλησιάζουμε στο τέλος, και παρά τα όσα θίξαμε, το αρχικό μας ερώτημα παραμένει. Ποια ήταν η σφακιανή «κοινωνία του βουνού»; Χρειάζεται χρόνος για να πάρουμε απαντήσεις. Στο μεταξύ μπορούμε να εξετάσουμε ένα άλλο ζήτημα: τη ζωή των Σφακιανών, αυτή τη φορά όμως μέσα από τα συμφραζόμενα που δημιουργούσε η υποτέλεια σε μια επίσημη εξουσία, τη βενετική.

Τα βουνά των Σφακίων στους βενετικούς χρόνους 
Οι πρώτοι αιώνες της συνύπαρξης (1211-1374). Μια αµφίβολη εξουσία 
(Μέρος Τρίτο)
Τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα, η ακτή όπου ήταν χτισµένο το µικρό εκκλησάκι του ΑγίουΝικήτα ήταν έρηµη και ακατοίκητη. Το µοναδικό νοητό σηµάδι ζωής κοντά στον πλούσιο υδροβιότοπο ήταν το χωριό Καψοδάσος, πάνω στη συνοριακή γραµµή που είχαν χαράξει οι Βενετοί για τα Σφακιά. Ενάµιση αιώνα µετά την κατάκτηση, µόνο ένα µικρό φρούριο στη Χώρα Σφακίων πρόδιδε την κυριαρχία τους. Ολόκληρη η επαρχία αποτελούσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια µέσα στο διαµέρισµα των Χανίων και απολάµβανε καθεστώς ηµιανεξαρτησίας.
Όµως τι σήµαινε επί της ουσίας η έλευση των Βενετών στην Κρήτη το 1211 για τη σφακιανή κοινωνία; Πώς επηρέασε το άγραφο εθιµικό δίκαιο που είχε εδραιωθεί µέσα στα χωριά;
Για τη Γαληνοτάτη, η βασικότερη µορφή πολιτικού ελέγχου στην κρητική ενδοχώρα ήταν η διανοµή των καλλιεργήσιµων κτηµάτων (φέουδων) σε Βενετούς εποίκους. Ωστόσο στα Σφακιά, τα φαράγγια, τα δάση και τα βοσκοτόπια έκλειναν τις διόδους ελέγχου στις βενετικές αρχές.
Όπως είδαµε στο προηγούµενο άρθρο µας (φ.144), τις ισορροπίες ισχύος στα χωριά τις καθόριζαν οι µεγάλες φατρίες µε τους αρχηγούς τους.
Στη βάση αυτής της εξουσίας βρισκόταν βέβαια ο αρχοντικός κλάδος των Σκορδύληδων µαζί µε τα παρακλάδια του.
Ήταν οι “αρχοντορωµαίοι”, ιδιοκτήτες των µεγάλων γεωγραφικών εκτάσεων που είχαν κληρονοµήσει από το βυζαντινό κράτος.
Κατά µήκος ολόκληρου του νησιού, οι ντόπιες αριστοκρατικές οικογένειες αντέδρασαν αµέσως µόλις η Βενετία άρχισε να αναδιανέµει τα κτήµατα σε δικούς της υπηκόους, πραγµατοποιώντας διαδοχικούς εποικισµούς. Ξεσηκώνοντας τους κολλήγους και τους ελεύθερους αγρότες, οι τοπικοί άρχοντες συγκρούονταν συχνά µε τις αρχές· ή τουλάχιστον µέχρι να εξασφαλίσουν περισσότερα προνόµια µέσα στη νέα τάξη πραγµάτων.
∆εν ήταν λίγες οι φορές που οι Σκορδύληδες, Καψοκαλύβηδες και Ψαροµήλιγγοι, έλαβαν µέρος σε τέτοιου είδους εξεγέρσεις, µέσα και έξω από την επαρχία.
Ήδη το 1211, ο Στέφανος Σκορδύλης ήταν συνεργός στην επανάσταση των Αγιοστεφανιτών, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστές οι λεπτοµέρειες της εµπλοκής του.
Πιο έντονη ήταν η παρουσία των Σφακιανών στην επανάσταση του Λέοντα Καλλέργη (1341-1347).
Από την Ανώπολη στασίασαν οι γόνοι των Σκορδύληδων, Κώστας Καψοκαλύβης, Εµµανουήλ Ψαροµήλιγγος και Μιχαήλ Ψαροµήλιγγος. Αν και η αρχική εξέγερση εξέπνευσε πολύ γρήγορα, η Ανώπολη έγινε ανάχωµα των Ψαροµήλλιγων και εστία εξάπλωσης της επανάστασης σε πολλές περιοχές του Ρεθύµνου, προτού κατασταλεί οριστικά.
Στην ηµιαυτόνοµη ζώνη των Σφακίων ποιο ήταν ακριβώς το κίνητρο των “αρχοντορωµαίων”για να εµπλακούν στις εξεγέρσεις που ξεσπούσαν σε άλλα τµήµατα του νησιού;
Με τη συµµετοχή τους στις εξεγέρσεις, µήπως αυτές οι ισχυρές οικογένειες επιδίδονταν σε έναν αγώνα που θα προέκτεινε τη δύναµή τους έξω από τα όρια της επαρχίας; Άραγε οι Σκορδύληδες διεκδικούσαν εκτάσεις γης σε άλλα σηµεία του νησιού ή µια θέση στο αστικό συµβούλιο των Χανίων, όπως συνέβαινε µε άλλους αρχοντικούς οίκους του νησιού;
Φυσικά από το 1211 µέχρι το 1367 τα κινήµατα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη δεν είχαν όλα τον ίδιο χαρακτήρα. Ο ανταγωνισµός των εγχώριων αριστοκρατών µε τους Βενετούς, κάλυπτε µία µόνο πλευρά της αντιπαράθεσης. Ένα άλλο µεγάλο αίνιγµα παραµένει η βαθύτερη ιδεολογία των επαναστατηµένων ντόπιων κατοίκων κατά τη διάρκεια των κινηµάτων. Είναι άγνωστο
δηλαδή το αν και κατά πόσο ωθούνταν από τις βυζαντινές τους καταβολές ή την πίστη τους στην ορθοδοξία ή ακόµα και από τα τοπικά τους ήθη για να συγκρουστούν µε µια δύναµη λατινική, καθολική.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα που µας βάζει σε σκέψεις είναι η αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-1367), το πιο απειλητικό κτύπηµα που δέχθηκε η µητρόπολη. Όταν το 1366, οι αποστάτες Καλλέργηδες µαζί µε περίπου πενήντα δυσαρεστηµένους Βενετούς φεουδάρχες, διέφευγαν στην Ανώπολη επιχειρώντας να καταλύσουν τη βενετική εξουσία, κράδαιναν το λάβαρο του βυζαντινού αυτοκράτορα και κήρυσσαν τη θρησκευτική ισότητα µεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών.
Ποιο αντιλατινικό αίσθηµα συσπείρωνε τους Βενετούς εποίκους τρίτης και τέταρτης γενιάς µε τους Κρητικούς; Ποιες ήταν άραγε οι βαθύτερες προθέσεις τους;
Βέβαια, στην περιοχή των Σφακίων, άλλα βραχύβια κινήµατα πήγαζαν εξίσου από τη σύγκρουση µε τους τοπικούς αξιωµατούχους, τις φορολογικές πιέσεις συνδυάζοντας ακόµη και την απλή επιθυµία για εξουσία, λεηλασίες και λάφυρα.
Για παράδειγµα, το 1319, ένα µεµονωµένο επεισόδιο που παραβίαζε το εθιµικό δίκαιο στα Σφακιά, έµελλε να προκαλέσει νέα αναστάτωση στις αρχές.
Όταν ο φρούραρχος του κάστρου της Χώρας Καπουλέτος ατίµασε µια νεαρή κο- πέλα από τον οίκο των Σκορδύληδων, η οικογένεια συσπείρωσε τον ντόπιο πληθυσµό για να πάρει εκδίκηση. Λίγο αργότερα, το 1333, η Ανώπολη ξεσηκώθηκε αντιδρώντας στους υψηλούς φόρους που ζητούσαν οι αξιωµατούχοι για να αντιµετωπίσουν τους πειρατές στα παράλια.
Η αλυσίδα των µεγάλων κινηµάτων, που απλώνεται από το 1211 έως το 1367, οδηγεί σε ένα άλλο χρονικό ορόσηµο για τα Σφακιά.
Το έτος 1371, έτος που εγκρίθηκε επίσηµα η κατασκευή του φρουρίου του Αγίου Νικήτα. Όµως η απόφαση δεν είχε παρθεί εξ ολοκλήρου από τους Βενετούς αξιωµατούχους, ούτε πήγαζε µόνο από το φόβο των συχνών επαναστάσεων. Υπήρχε µια προϊστορία.
Στην πραγµατικότητα, η πρώτη έκκληση για το έργο είχε γίνει το 1340 από τους φεουδάρχες που κατοικούσαν στην πόλη των Χανίων.
Όµως ο απεσταλµένος τους στη Βενετία, κάποιος Tomaso Vizzamano, επέστρεψε στα Χανιά άπρακτος: η Γερουσία δεν ήταν διατεθειµένη να χορηγήσει χρήµατα για αυτό το σκοπό.
Γιατί ζητούσαν οι ντόπιοι ευγενείς κτηµατίες να πραγµατοποιηθεί ένα τέτοιο έργο; Αν και οι Σφακιανοί είχαν εξεγερθεί πολλές φορές, µάλλον υπήρχε κάτι πιο σοβαρό που τους φόβιζε:οι σφακιανές οικογένειες ήταν αποκοµµένες από τη δική τους σφαίρα εξουσίας. Εξάλλου είχαν περάσει µόλις επτά χρόνια (1333) από τότε που οι Σφακιανοί είχαν απαντήσει στη βαριά φορολογία µε µια εξέγερση.
Από την άλλη πλευρά, όλα τα κινήµατα είχαν εκδηλωθεί στο δυτικό τµήµα της επαρχίας, µε επίκεντρο την Ανώπολη και το φαράγγι της Σαµαριάς. Τι έκανε λοιπόν τόσο απαραίτητη την ύπαρξη ενός φρουρίου στα ανατολικά;
Προκειµένου να κατανοήσουµε καλύτερα αυτή τη γεωστρατηγική επιλογή, χρειάζεται να παρατηρήσουµε και τις εξελίξεις στην απέναντι πλευρά, στα νησιά της Γαύδου (Gozzo) και της Γαυδοπούλας (Antigozzo). Η Γαύδος πιθανότατα φιλοξενούσε διάφορους φυγόδικους ή οπλισµένους επαναστάτες, κατά τη διάρκεια των κρητικών εξεγέρσεων. Από τα µέσα του 13ου αιώνα, καθώς η Βενετία µοίραζε τις ζώνες κυριαρχίας στο νησί.
Τα νησιά ήταν προορισµένα να δοθούν ως φέουδα σε ιδιώτες Βενετούς εποίκους, σαν συµπλήρωµα της αστικής τους περιουσίας. Η τακτική της εκµίσθωσης δεν συνέφερε τη Γαληνοτάτη µόνο επειδή απέφερε έσοδα στα κρατικά ταµεία.
 Οι ιδιοκτήτες της Γαύδου απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία, µε το σκεπτικό ότι θα εγγυόνταν τον έλεγχο της ευρύτερης παράκτιας και θαλάσσιας ζώνης.
Ωστόσο, τα νησιά δεν µετατράπηκαν ποτέ σε στρατιωτικά αναχώµατα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι πειρατές της Σικελίας και της Μπαρµπαριάς, µπορούσαν να προσαράζουν ανενόχλητοι εκεί, για να κρυφτούν ή να προετοιµάσουν τις νέες επιθέσεις τους. Εκτός από δορυφόροι των Σφακίων, τα νησιά ήταν δυο µικρές ψηφίδες µέσα στο πολεµικό µωσαϊκό ολόκληρης της Μεσογείου. Και τα πληρώµατα στις βενετικές γαλέρες δεν το λησµονούσαν ποτέ αυτό.
Τελικά, θα χρειαζόταν να περάσουν τριάντα χρόνια µέχρι να αναθεωρήσει την απόφασή της η Γερουσία. Οι Προβλεπτές που επέστρεφαν µετά τη θητεία τους από την Κρήτη στη Βενετία παραπονιόνταν συνεχώς για την έλλειψη αµυντικής οργάνωσης. Έτσι το διάταγµα για την πραγµατοποίηση του έργου συντάχθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1371.
Το 1374 η κατασκευή του κάστρου είχε πλέον ολοκληρωθεί. Τώρα πια, το φρούριο της Χώρας Σφακίων συµπληρωνόταν στα ανατολικά από την καστελλανία του Φραγκοκαστέλλου, η οποία περιλάµβανε τα χωριά Κολοκάσια και Πατσιανός.
Πολύ σύντοµα, οι ντόπιοι κάτοικοι αντικατέστησαν το αρχικό όνοµα του φρουρίου µε τη λέξη Φραγκοκάστελλο. Στον ιστορικό χώρο του Βυζαντίου, ο χαρακτηρισµός Φράγκος είχε υποτιµητική σηµασία µετά το 12ο αιώνα, γιατί συνδεόταν µε τη βάρβαρη συµπεριφορά των ∆υτικών κατά τις Σταυροφορίες. Ίσως ακόµη η ονοµασία Φραγκοκάστελλο να απηχούσε για άλλη µια φορά την υπερηφάνεια αλλά και την βαθιά αντίθεση προς τα δυτικά ήθη. Άλλωστε η περιφρόνηση φαίνεται δικαιολογηµένη, εφόσον είχαν προηγηθεί οι αποτυχηµένες απόπειρες των κατοίκων του Πατσιανού και του Καψοδάσους να παρεµποδίσουν το κτίσιµο.
Η ολοκλήρωση του φρουρίου µοιάζει να σφραγίζει συγχρόνως το τέλος µιας πρώτης περιόδου εντάσεων στις σχέσεις των Σφακιανών µε την ξένη δύναµη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το φρούριο του Φραγκοκάστελλο αφέθηκε στην εγκατάλειψη από τις αρχές. Επιστολές γεµάτες από παράπονα για τα σοβαρά περιστατικά στα Σφακιά έπαψαν να φθάνουν στη µητρόπολη. Όµως ένα νέο κύµα αναταραχών έµελλε να ξεσπάσει
στις αρχές του 16ου αιώνα. Οι Σφακιανοί θα δοκίµαζαν τώρα τους ρόλους του ληστή, του πειρατή και του (λαθρ)εµπόρου, πλάι σε µια θαλάσσια αυτοκρατορία που άρχιζε να παρακµάζει λίγο πριν παραδώσει τη σκυτάλη της εξουσίας στους Οθωµανούς. Περιγράφοντας τους ρόλους αυτούς, θα αναγγείλουµε τους τίτλους τέλους για τη σύντοµη περιήγησή µας στο βενετικό παρελθόν.

Της Καλλιόπης Γερωνυµάκη - Πτυχιούχου Φιλοσοφικής Παν/µίου Αθήνας - Μεταπτυχ. Φοιτήτριας

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από
Μνήμες του τοπίου: τα βουνά των Σφακίων στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. http://arthrografein.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html

http://www.ensfakia.gr/newspapers/ta%20sfakia%20ver.%20146.pd



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως