27 Ιουνίου 2017

Ολοκαύτωμα Μονής Αρκαδίου - Ιστορικές αναφορές «9 Νοεμβρίου1866 »

ΜΕΡΟΣ Α’  

Εκτενές ιστορικό αφιέρωμα του Τίτου Αθανασιάδη, δημοσιογράφου και συγγραφέα όπως  δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ. 

Η από αιώνων λαμπρή ιστορία της Κρήτης καταυγάζεται αυτές τις μέρες από τη φλόγα που ξεπήδησε από τα ερείπια και τις ψυχές των 872 φονευθέντων (από τους οποίους οι μισοί σχεδόν ολοκαυτώθηκαν) Κρητών αγωνιστών, γυναικοπαίδων, γερόντων και ασθενών, που μετέτρεψαν τη Μονή του Αρκαδίου κατά τη διήμερη μάχη της 8 και 9 Νοεμβρίου 1866, σε Θερμοπύλες της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Εκατόν πενήντα χρόνια από τότε, ας αφήσωμε τη μνήμη μας να ανατρέξει στα δραματικά εκείνα γεγονότα, μέσω των στηλών της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ, για να φωτίσωμε ορισμένες πτυχές τους, όχι και τόσο γνωστές στο ευρύτερο κοινό και να υποστηρίξωμε απόψεις στηριζόμενες σε ντοκουμέντα που πείθουν για τον άγνωστο εν μέρει ρόλο, μερικών εκ των πρωταγωνιστών του δράματος, όπως του εκ Ψυχρού Λασιθίου Ισμαήλ Παπαδάκη πασά, εξωμότη από τη νεαρή ηλικία του και σπουδαίου κατόπιν στρατηγού και υπουργού Στρατιωτικών της Αιγύπτου.

Μια ιστορική, προπολεμική, φωτογραφία, πουτραβήχτηκε νομίζω με αφορμή την εκατονταετηρίδα της Επανάστασης του 1821. Μοναχοί του Αρκαδίου και της Αγίας Λαύρας με τα δύο λάβαρα. Το λάβαρο του Αρκαδίου έχει τη μορφή σημαίας και μάλιστα πολεμικής, τρυπημένης και σχισμένης από τις σφαίρες και τα σπαθίσματα του εχθρού. Το λάβαρο της Αγίας Λαύρας είναι εκκλησιαστικό εξάρτημα, το οποίο προφανώς, δεν έχει σχέση με πολεμικά γεγονότα, αφού άλλωστε, στηνπραγματικότητα, δεν υψώθηκε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821 και δεν διεξήχθη καμιά μάχη στο κατά τα άλλα ιστορικό αυτό μοναστήρι, την ημέρα εκείνη. Οι μοναχοί των δύο Μονών αγνοούσαν προφανώς τα πραγματικά περιστατικά μεταξύ 23 και 25 Μαρτίου 1821 στο Νομό Αχαΐας. Τα ανωτέρω επισημαίνονται από το γράφοντα όχι από τοπικιστική διάθεση, αλλά από επιθυμία να συμβάλει στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Όταν ο γράφων αντίκρισε για πρώτη φορά το λάβαρο της Αγίας Λαύρας στο μουσείο της ομώνυμης Μονής εξεπλάγη από την απόλυτα καινουργή εμφάνισή του και τα ακριβά υλικά κατασκευής του.
Ελλήνων ολοκαυτώματα.
Δεν υπάρχει λαός όπως ο Ελληνικός και ιδιαίτερα ο Κρητικός με τόσα εθελούσια για την ελευθερία του ολοκαυτώματα, τα περισσότερα των οποίων σημειώθηκαν κατά τη θυελλώδη περίοδο των απελευθερωτικών αγώνων του, τον 19ο αιώνα.
Δίπλα στα ολοκαυτώματα:
α) Του μοναχού Σαμουήλ και των τριών συντρόφων του στο Κούγκι του Σουλίου την 15η Δεκεμβρίου 1803, β) του Γεωργάκη Ολύμπιου και των 11 συναγωνιστών του στη Μονή Σέκου της Μολδαβίας, την 8η Σεπτεμβρίου 1821 και γ) του Χρήστου Καψάλη με τους 200 και κατ’ άλλους ιστορικούς, 400 Μεσολογγίτες, γέροντες και ασθενείς την 11η Απριλίου 1826, προβάλλουν τα Κρητικά ολοκαυτώματα:
• Των 130 κατοίκων του Βαφέ Αποκορώνου σε σπήλαιο της περιοχής, τον Αύγουστο του 1821, που προτίμησαν να πεθάνουν από την ασφυξία που τους προκάλεσαν οι εύφλεκτες ύλες που τους πέταξαν οι Τούρκοι, παρά να παραδοθούν.
• Των 370 Μυλοποταμιτών, κυρίως του Μελιδονίου, που πέθαναν κι αυτοί από ασφυξία από την ίδια αιτία και για τον ίδιο λόγο, μετά από εγκληματική δράση των Τούρκων στο ομώνυμο σπήλαιο, τον Ιανουάριο του 1824.
• Και των 872 ολοκαυτωθέντων και εν γένει φονευθέντων στο Αρκάδι την 8 και 9 Νοεμβρίου 1866, έξι μήνες περίπου μετά την έναρξη της μεγάλης κρητικής επανάστασης.
Η μοναδικότητα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου.
Το ολοκαύτωμα στο Αρκάδι δεν έχει το προηγούμενό του, από κάθε άποψη, δεδομένου ότι η σχετική απόφαση, μετά από πρόταση του Ηγουμένου Γαβριήλ, δεν ήταν παρορμητική. Αλλά απόφαση ψύχραιμη, που συζητήθηκε και αποφασίστηκε από ομάδα υπευθύνων ατόμων που είχαν σοβαρό ρόλο στην εξέγερση.
Ο Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, Γαβριήλ Μαρινάκης, ηλικίας 40 ετών, από τους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου ήταν άτομο αφοσιωμένο στην Εκκλησία από την παιδική ηλικία του και προικισμένο με νοημοσύνη, φρόνηση, πατριωτισμό και αποφασιστικότητα. Και δεν ήταν ο ηγέτης μόνο της Μονής, αλλά και της ίδιας της επανάστασης σε όλο το Νομό Ρεθύμνης, έχοντας εκλεγεί πρόεδρος της 17μελούς επιτροπής των προκρίτων και οπλαρχηγών των τεσσάρων επαρχιών (Ρεθύμνης, Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και Μυλοποτάμου), τον Μάιο του 1866.
Στην Επαναστατική Επιτροπή μετείχαν άτομα με βαρύ ιστορικό όνομα. Αγωνιστές επαναστάσεων του παρελθόντος, μπαρουτοκαπνισμένοι όλοι τους, αλλά και νέοι με σπουδαίο έργο στην τοπική κοινωνία.
Η εκλογή της Επιτροπής είχε γίνει παρουσία του Χατζημιχάλη Γιάνναρη, απεσταλμένου της Γενικής Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών, Αρχηγού της Επανάστασης στην Κυδωνία και ηγετικής και ηρωικής μορφής όλων των Κρητικών Επαναστάσεων, από το 1858.
Όσα μέλη της Επιτροπής βρίσκονταν στο χώρο της Μονής την 9η Νοεμβρίου 1866 είχαν συγκατατεθεί στο ενδεχόμενο ολοκαυτώματος, εάν ο εχθρός εισέβαλε στο μοναστήρι και φαινόταν ότι τελικά θα το κυρίευε. Γι’ αυτούς ο θάνατος ήταν προτιμότερος από την ατίμωση της αιχμαλωσίας ή της παράδοσης.
Την αποστολή του μπουρλοτιέρη είχε αναθέσει ο Γαβριήλ στον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, ένα παλληκάρι 25 περίπου ετών από το Άδελε του Ρεθύμνου, που όφειλε να τραβήξει την κουμπούρα του και να ρίξει μ’ αυτήν στα βαρέλια της πυρίτιδας που βρισκόταν στην πυριτιδαποθήκη της Μονής.
http://giampoudakis.blogspot.gr/Ο Γιαμπουδάκης θεώρησε μεγάλη τιμή του την αποστολή του αυτή, αποστολή υπέρτατης θυσίας, παρότι ήταν σχεδόν νιόπαντρος και είχε ένα γιο τον Αριστοφάνη (τέτοια ήταν η λατρεία του Γιαμπουδάκη στην αρχαία Ελλάδα και τόσο σημαντικό το κριτικό και σατιρικό πνεύμα του, παρότι σχεδόν αγράμματος, ώστε να δώσει στο πρώτο παιδί του το όνομα του μεγαλύτερου Έλληνα κωμωδιογράφου και κριτικού της πολιτικής ζωής της αρχαίας Αθήνας).
Τρία μέλη, εξάλλου, της επιτροπής, όταν εσήμανε η ώρα της πυρπόλησης της μπαρουταποθήκης, προσήλθαν σ’ αυτήν, αφ’ ενός για να βεβαιωθούν ότι ο Γιαμπουδάκης θα προέβαινε στην αναγκαία ενέργεια και αφετέρου να συναποθάνουν κι εκείνοι μαζί με όλους τους συγκεντρωμένους στο ιερό θυσιαστήριο.
Η προσέλευση στην πυριτιδαποθήκη όσων επρόκειτο να θυσιαστούν ήταν εκούσια. Ουδείς υποχρεώθηκε ή εξαναγκάστηκε να θέσει εαυτόν επί του ιερού βωμού. Στο δίλημμα «θάνατος ή αιχμαλωσία και ατίμωση» η απάντηση ήταν ασυζητητί: «θάνατος».
Φωτιά στο μπαρούτι
Ο ίδιος ο μπουρλοτιέρης των γενναίων ψυχών Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, πριν σύρει την πιστόλα του και ρίξει την «παταριά» στην πυρίτιδα, φώναξε σε όσους βρίσκονταν στο εσωτερικό της πυριτιδαποθήκης ότι όποιος ήθελε μπορούσε να εξέλθει.
Ένας φίλος του Γιαμπουδάκη, ο Ηρακλής Μανελάκης, διηγήθηκε αργότερα ότι ο μπουρλοτιέρης από το Άδελε είπε, απευθυνόμενος στους εντός της πυριτιδαποθήκης: «Αποφάσισα να δώσω φωθιά στο μπαρούτι για να μην πέσωμε ζωντανοί στων σκυλλών τα χέρια. Όσοι θέλουν να βγουν όξω, να βγουν για να μην έχω το κρίμα τους» (σ.σ. το ρήμα «αποφάσισα» που χρησιμοποιεί ο Γιαμπουδάκης έχει την έννοια ότι αποφάσισε να εκτελέσει την πραγματοποίηση του έργου που του είχε ανατεθεί σε περίπτωση που οι Τουρκοαιγύπτιοι εισέβαλλαν στο μοναστήρι, άρχιζαν τη σφαγή και φαινόταν ότι θα επικρατούσαν –αποφάσισε και δεν κιότεψε την τελευταία στιγμή).
Πλην ελαχίστων που εξήλθαν, οι περισσότεροι συνέχισαν να παραμένουν καρτερικά εντός της μπαρουταποθήκης αναμένοντες το τέλος τους. Ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, γέροντες και ασθενείς. Οι πολεμιστές ήταν στον αυλόγυρο και τα «κλάουστρα» (οι στοές με τις καμάρες και τις κολώνες) και μάχονταν τον υπέρ πάντων αγώνα.
Στη συνέχεια ο Γιαμπουδάκης στάθηκε μπροστά στην πόρτα της μπαρουταποθήκης και άρχισε να φωνάζει: «όποιος θέλει την τιμή και την υπόληψή του, νά ’ρθει να καούμε μαζί». Άφηνε δηλαδή την απόφαση της ολοκαύτωσης του καθενός που τον άκουγε στον ίδιο.
Αλλά η απόφαση για θυσία υιοθετείτο από όλο και περισσότερους, όσο περνούσαν οι ώρες, όπως προκύπτει και από ομολογία ενός εκ των διασωθέντων, ονόματι Κ. Παπαδάκη: «Μίαν ώραν πριν εμβώσιν οι Οθωμανοί εις την Μονήν, κοράσιόν τι, φέρον μικρόν φανάριον ηρώτα «ποίος θέλει να έλθη εις το λαγούμι;». «Πολλά κοράσια και γυναίκες επήγαν και εκάησαν θεληματικώς, ίνα μη πέσωσιν εις τας χείρας των αλλοφύλων»1.
Από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι η θυσία των αθάνατων μαρτύρων, με την ανατίναξή τους στην πυριτιδαποθήκη, υπήρξε εκούσια.
Η προετοιμασία.
Άλλο χαρακτηριστικό του ολοκαυτώματος υπήρξε η προετοιμασία του κλίματος για τη θυσία. Σ’ αυτό, τον κύριο λόγο είχε ο Ηγούμενος Γαβριήλ, ο οποίος περιέβαλε την ενέργειά του αυτή με τα εκκλησιαστικά και πατριωτικά θέσμια, ανταποκρινόμενος στις ευθύνες και τα καθήκοντά του ως Ηγούμενου της Μονής και Αρχηγού της Επαναστατικής Επιτροπής Ρεθύμνης.
Έτσι πολύ πρωί, την 8η Νοεμβρίου, ημέρα Τρίτη, τελέστηκε κανονικά η λειτουργία των Ταξιαρχών στον ιερό ναό του μοναστηριού (το μοναστήρι είναι δίκλητο, με το ένα κλίτος να είναι αφιερωμένο στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και το άλλο στον Σωτήρα Χριστό).
Ήταν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας αυτής που ένας από τους εξωτερικούς φρουρούς του μοναστηριού μπήκε λαχανιασμένος στην εκκλησία και κατευθύνθηκε στον Ηγούμενο Γαβριήλ για να του πει στο αυτί ότι «μιλιούνια» τουρκοαιγυπτιακού στρατού είναι σε απόσταση βολής από τη Μονή.
Ο Γαβριήλ άφησε τη συνέχιση της λειτουργίας σε άλλο μοναχό και βγήκε έξω για να διαπιστώσει την πραγματικότητα από τη στέγη των κελλιών της Μονής. Επέστρεψε αμέσως στο ναό και ζήτησε από τους πολεμιστές να εξέλθουν και να κατευθυνθούν στις πολεμίστρες και από τις ικανότερες γυναίκες να σπεύσουν να τους συνδράμουν μεταφέροντάς τους πολεμοφόδια, τρόφιμα και νερό.
Οι άλλοι, γέροντες και γερόντισσες, ασθενείς και μικρά παιδιά παρέμειναν στο ναό όπου συνεχίστηκε κανονικά η λειτουργία.
Οι σπεύσαντες στις πολεμίστρες κάρφωσαν ασφαλώς το μάτι και την προσοχή τους στις γραμμές του εχθρού. Είναι βέβαιο όμως ότι η σκέψη τους φτερούγιζε και πίσω, στην εκκλησία, όπου παρέμεναν οι γυναίκες, οι γονείς και τα παιδιά τους, οπότε το χρέος ότι πολεμούσαν για την πατρίδα, την οικογένεια και τη θρησκεία αποκτούσε πρόσθετη βαρύτητα στη συνείδηση και τον συναισθηματικό κόσμο τους. Από το λίκνο τους, άλλωστε, είχαν διαπαιδαγωγηθεί με το τρίπτυχο αυτό, που εξελίχθηκε με τα χρόνια σε τρόπον τινα κοσμοθεωρία τους.
Η τελευταία λειτουργία.
Κατά την 7η απογευματινή ώρα της 8ης Νοεμβρίου 1866, τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, οι οπλαρχηγοί και οι επίτροποι συνήλθαν στο Ηγουμενείο υπό την προεδρία του Ηγουμένου Γαβριήλ, για να εξετάσουν την κατάσταση και ν’ ανταλλάξουν απόψεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ένας νέος, ονόματι Εμμανουήλ Μελισσώτης, αντιπρόσωπος του Φόδελε Μυλοποτάμου (αργότερα το Φόδελε περιήλθε στην επαρχία Μαλεβιζίου).
http://vivi.pblogs.gr/2010/11/o-hgoymenos-gabrihl-toy-arkadioy-to-1866.htmlΕπρόκειτο για μορφωμένο άτομο που όταν πήρε το λόγο ενθουσίασε τους πάντες με τον πατριωτισμό του και την εκ μέρους του ενίσχυση της άποψης, ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνουν για την πίστη και την πατρίδα, υπέρ των οποίων έπρεπε μέχρι τέλους να πολεμήσουν, παρά να παραδοθούν στον εχθρό. Ανέφερε μάλιστα παραδείγματα θυσιών και αγώνων από την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και ιδιαίτερα από την ιστορία της Κρήτης.
Μετά το πέρας της σύσκεψης αυτής συνέβη γεγονός που μόνο στη βυζαντινή ιστορία ή μυθιστορία μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει προηγούμενό του.
Ο Ηγούμενος Γαβριήλ εξήλθε του Ηγουμενείου και κατευθύνθηκε στον επιβλητικής αρχιτεκτονικής ιερό ναό του μοναστηριού, ενδύθηκε τα ιερά του άμφια και άρχισε την τέλεση του εσπερινού.
Ο αοίδιμος μητροπολίτης Τιμόθεος Βενέρης, έχοντας υπόψη του τις διηγήσεις ολίγων από τους επιζήσαντες, δίδει την εικόνα ναού όχι λαμποκοπούντος, όπως άλλες ημέρες, από το φως των μανουαλιών και των κηροπηγίων, αλλά ισχνά φωτιζομένου από δύο μόνο κανδήλια και περιελθόντος σε κατάσταση μελαγχολίας και πένθους, ως να προετοιμαζόταν για την κηδεία αυτών που έμελλε να φονευθούν τις επόμενες ώρες.
Ο μητροπολίτης Κρήτης κατά τη περίοδο 1934-1941, Τιμόθεος Βενέρης που γεννήθηκε το 1876, επτά χρόνια μετά το πέρας της ατυχούς επανάστασης του 1866-1869, και επηρεάσθηκε τα μέγιστα από τα γεγονότα της, αναφέρει στο βιβλίο του για τον εσπερινό της Τρίτης 8ης Νοεμβρίου 1866, ότι: «γέροντες, γυναίκες και παιδιά εισήλθον μετά δακρύων και ησπάσαντο γονυπετώς την εικόνα του Σωτήρος, της Θεοτόκου και του Αγίου Κωνσταντίνου, σιγή δε νεκρική επεκράτει καθ’ όλην την ώραν της προσευχής». Και προσθέτει: «Η ιερά μυσταγωγία ήρχισε και ετελείωσεν, απάντων μεταλαβόντων των Αχράντων Μυστηρίων».
Η επιβλητική και υποβλητική ατμόσφαιρα παραπέμπει ασφαλώς στην τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας μετά τα μεσάνυχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου 1453, ενώ είχε αρχίσει η 29η Μαΐου, ημέρα Τρίτη (Τρίτη ήταν και η 8η Νοεμβρίου 1866), όπως το θέλει μια πλευρά της Ιστορίας (ως προς την τελευταία λειτουργία). Διότι υπάρχει και άλλη πλευρά, που αναφέρει ως τελευταία λειτουργία πριν την Άλωση, αυτή που τελέστηκε το πρωί της Τρίτης, 29 Μαΐου 1453, στο ναό της εορτάζουσας εκείνη την ημέρα τοπικής Αγίας. Της Αγίας Θεοδοσίας, της αποκαλούμενης «Κωνσταντινουπολίτισσας».
Ίσως μάλιστα οι εκκλησιαζόμενοι στην Αγία Θεοδοσία να ήταν περισσότεροι από αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί πριν μερικές ώρες στην Αγία Σοφία. Διότι ο μεγαλοπρεπής ναός του Ιουστινιανού δεν ήταν πλέον δημοφιλής στους περισσότερους Κωνσταντινουπολίτες, μετά την κοινή λειτουργία Ορθοδόξων και Καθολικών που τελέστηκε σ’ αυτόν την 12η Δεκεμβρίου 1452. Λειτουργία που επιβεβαίωσε – επικύρωσε τη συμφωνία των δύο Εκκλησιών για ένωσή τους υπό τον Πάπα και η οποία υπογράφηκε στη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, πριν από πέντε χρόνια.
Κατά συνέπεια ηρωική τελευταία λειτουργία, με την έννοια της προετοιμασίας για θυσία υπέρ της πατρίδας και της πίστης έχουμε μόνο στη Μονή Αρκαδίου και όχι στην Αγία Σοφία (όπου το πλήθος έσπευσε με την ελπίδα της σωτηρίας του, κατά ορισμένους ιστορικούς) ή την Αγία Θεοδοσία όπου το πλήθος προσήλθε για να τον εορτασμό της, μη πιστεύοντας, προφανώς, ότι εκείνη την ημέρα θα έπεφτε η Πόλη.

Ο τελευταίος ασπασμός.
Μετά το πέρας του εσπερινού, ο Ηγούμενος Γαβριήλ απευθύνθηκε προς τους πιστούς, από την Ωραία Πύλη. Προσπάθησε να τους εμψυχώσει, αλλά και να τους προετοιμάσει για το ενδεχόμενο μοιραίο τέλος, αποδίδοντας στον Θεό τη θέληση ότι επελέγησαν για να θυσιαστούν υπέρ πατρίδος.
«Αλλά καί άν άλλως δόξη Αυτώ (τω Θεώ), άς έχωμεν τήν ευφρόσυνον πεποίθησιν, ότι εξελέξατο ημάς εις θυσίαν άμωμον προς δόξαν του Γένους ημών και ελευθερίαν της φίλτατης πατρίδος μας», είπε ο Γαβριήλ και πρόσθεσε:
«Ας μη θλιβώμεθα το παράπαν καί ας συλλογισθώμεν, ότι ο άνθρωπος είναι άνθος εν τη γη καί χόρτος αι ημέραι αυτού. Μη λησμονώμεν, ότι ως άνθρωποι μέλλομεν να αποθάνωμεν σήμερον ή αύριον. Αν δε σήμερον αποθάνωμεν πολεμούντες, μόνον ολίγας ημέρας χάνωμεν εκ του ταμείου της ζωής ημών. Θα απολαύσωμεν δε δι’ αμοιβήν την ευλογίαν και τας ευχάς των επερχομένων γενεών ες αεί».
Ο γενναίος Γαβριήλ δεν σταμάτησε στο σημείο αυτό. Βλέποντας προφανώς την κατάνυξη και συγκίνηση των έμπροσθέν του Τέκνων, όχι μόνο του Θεού, αλλά και της Πατρίδας, θέλησε να τους παρουσιάσει και τις συνέπειες της μη υποταγής τους:
«Αν αποδειλιάσωμεν, φεισθέντες των ολίγων τούτων ημερών της ζωής ημών, εξ ενός θέλομεν στερηθή της αιωνίου ευλογίας καί θείας μακαριότητος, εξ άλλου δε θέλομεν καταστή χλεύη και περίγελως των εχθρών ημών, δειλοί δε και ευτελείς προ των ομμάτων της ημετέρας Πατρίδος», τόνισε ο Γαβριήλ, υψώνοντας αυστηρά τη φωνή του.
Στη συνέχεια ο Ηγούμενος κάλεσε όλους να μείνουν πιστοί στον όρκο υπέρ της Ένωσης της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα, για την οποία άλλωστε όλη η χριστιανική και ελληνόφρων Κρήτη είχε σηκώσει τα όπλα. Και πρόσθεσε δύο λόγια, θερμά και παρηγορητικά για να εξοικειώσει ακόμη περισσότερο τους παριστάμενους με την ιδέα του θανάτου ως θυσίας προς την πατρίδα:
«Η ιδέα της εκπληρώσεως τούτων, επεσήμανε, και εν τη ώρα του χωρισμού (σ.σ. ενώπιον του οποίου ευρίσκοντο όλοι εκείνη τη στιγμή) τον μεν θάνατον καθιστά γλυκύν, την δε ψυχήν γαληνιαίαν και ευπρόσδεκτον της αιωνίου μακαριότητος».
Και κατέληξε τονίζοντας:
«Τώρα ας ασπασθώμεν αλλήλους, ας ζητήσωμεν συγχώρησιν παρά του Παντοδυνάμου Θεού και παρ’ ημών αυτών. Είτα δε ας τραπώμεν μετ’ αυταπαρνήσεως και θάρρους εις τα έργα του πολέμου και εις την θέσιν, εν ή έκαστος ετάχθη.
»Τους παίδας και τας γυναίκας προτρέπομεν να σπεύδωσιν αφόβως εις την υπηρεσίαν των μαχητών, να φέρωσι φυσέκια, να γεμίζωσι τα όπλα, να καθαρίζωσιν αυτά και ό,τι άλλο εν τιμή και εν χρηστότητι δύνανται».

Πριν δώσει την τελευταία ευλογία του ο Γαβριήλ κάλεσε τους πάντες να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων και να ασπασθούν αλλήλους. Η σκηνή που ακολούθησε ήταν συγκινητική, καθώς όλοι θα είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για τον τελευταίο ασπασμό.
Ως προς την ομιλία του Γαβριήλ δεν νομίζω ότι υπάρχει συγκλονιστικότερος λόγος προς πολεμιστές, προτρεπόμενους με αυτόν να πεθάνουν για την πατρίδα και την πίστη τους.
Τέτοιοι λόγοι δεν ακούσθηκαν, ή τουλάχιστον δεν έχουν καταγραφεί, ούτε στην Αγία Σοφία λίγες ώρες πριν την άλωση από κάποιο Ιεράρχη, διότι πατριάρχης δεν υπήρχε, αφού από διετίας είχε «λακίσει» στην Παπική Εκκλησία, προς την οποία εξάλλου είχε συμφιλιωθεί και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ακολουθώντας την «ενωτική» πολιτική του αδελφού του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου, παραστείς μάλιστα και στην υβριστική για την Ορθοδοξία, κοινή με τους Καθολικούς λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου 1452, που δίχασε βαθιά την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης και την οδήγησε διχασμένη στη μοιραία ημέρα της 29ης Μαΐου 1453. Με μια μάλιστα μερίδα της να προτιμά το «τουρκικό φακιόλιο» από την «παπική τιάρα». Ο Γαβριήλ κράτησε ενωμένη τη μικρή, αλλά ηρωική κοινωνία του, μέχρι τέλους και την οδήγησε στον θάνατο και μέσω αυτού στην αιωνιότητα και την ελευθερία.

Ο ταπεινός μοναχός και ο παραδόπιστος πατριάρχης
Τι θέλω να πω με τα παραπάνω, του 1453, αλλά και τινα άλλα που έχουν σχέση με το 1821, συγκρίνοντάς τα με το Αρκάδι; (Το κάνω διότι πολλοί ιστορικοί παραλληλίζουν το Αρκάδι με τα δύο αυτά γεγονότα). Αυτό λοιπόν που επιθυμώ να διευκρινίσω είναι:
α) Ότι ο ταπεινός Ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης είχε πίστη και ψυχή ανώτερη του υποτιθέμενου Πατριάρχη των ημερών της πτώσης της Πόλης στους Οθωμανούς. Και έμεινε εκεί όπου τον έταξε η Θεία Πρόνοια και η Πατρίδα, για να θερμάνει τις ψυχές των πολεμιστών και αμάχων και να τις προετοιμάσει για τη μεγάλη θυσία.
Δεν υπήρξε δειλός και παραδόπιστος, όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Γ΄, ο Μάμμας, που το έσκασε από την Πόλη για να βολευτεί στα παλάτια του Βατικανού, ενώ η τουρκιά προχωρούσε σαν μυρμηγκιά ακάθεκτη και απειλητική προς την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, τον λαό της οποίας ο μιαρός αυτός κληρικός άφησε στις ώρες του μεγάλου κινδύνου χωρίς θρησκευτικό ηγέτη.
Και β) ότι τις δάφνες της δόξας που διάφοροι «επίσημοι» και «ανεπίσημοι» ιστορικοί έχουν αποθέσει στη Μονή της Αγίας Λαύρας, τις δικαιούται η Μονή Αρκαδίου, καθώς η συμβολή της πρώτης στον εθνικό αγώνα ωχριά μπροστά σ’ αυτήν της Κρητικής Μονής. Άλλωστε ουδέν λάβαρο υψώθηκε και ευλογήθηκε ποτέ από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα. Και ουδεμία μάχη ή προσβολή αυτής από τον εχθρό έγινε την ημέρα της 25ης Μαρτίου 1821.
Αυτό που έκανε ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης και επαναστάτης ήταν να ευλογήσει τις σημαίες των διαφόρων οπλαρχηγών στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Πάτρας την 23η και 24η Μαρτίου 1821 και όχι την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, όπως αναφέρουν οι πλαστογράφοι της ιστορίας. Κατά συνέπεια και το προβαλλόμενο ως λάβαρο της Αγίας Λαύρας μεγαλοπρεπής μύθος είναι, κατασκευασμένος από τους παραχαράκτες της ιστορίας. Άλλωστε, ουδέν περί υψώσεως τέτοιου λαβάρου στην Αγία Λαύρα αναφέρει ο Παλαιών Πατρών στα «Απομνημονεύματά» του, ούτε κάποιος από τους μεγάλους οπλαρχηγούς της Αχαΐας.
Λάβαρο μπαρουτοκαπνισμένο και αγιασμένο από το αίμα των υπερασπιστών του υπήρξε αυτό της Μονής Αρκαδίου που το απέσπασε από το μοναστήρι ως τρόπαιο ένας Τουρκο-Ηρακλειώτης αξιωματικός και μετά τέσσερα χρόνια, διακατεχόμενος ίσως από τύψεις και από τον φόβο της τιμωρίας του από το Θείον, παρέδωσε το ιστορικό λάβαρο σ’ ένα μοναχό, ονόματι Συμεών Γαβρά, της Μονής Αρκαδίου, που βρισκόταν τότε στο Ηράκλειο, για να το επιστρέψει εκεί που ανήκε.
Όποιος επιδιώξει να δει το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, θα βρεθεί προ εκπλήξεως (πολλοί άλλωστε εξεπλάγησαν όταν το παρουσίασε ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, στο γνωστό συλλαλητήριο). Ένα χρυσοκέντητο χοντρό ύφασμα με πούλιες και ακριβά υλικά. Το λάβαρο του Αρκαδίου είναι μπαρουτοκαπνισμένο και τρυπημένο από τις σφαίρες και τα σπαθίσματα των Τούρκων και Αιγυπτίων στρατιωτών. Υπάρχει η βάσιμη υπόνοια ότι το λάβαρο της Αγίας Λαύρας κατασκευάστηκε εκ των υστέρων.
Η δικαίωση του Γαβριήλ
Ο Γαβριήλ υπήρξε από τους κληρικούς για τους οποίους η Ορθοδοξία και η Πατρίδα οφείλουν να υπερηφανεύονται. Ο ίδιος έκανε πράξη το κήρυγμά του, πεθαίνοντας με το σπαθί στο ένα χέρι και το σταυρό στο άλλο και προτρέποντας όλους να σπεύσουν την τελευταία στιγμή στην πυριτιδαποθήκη.
Με την ομιλία του εντός του ναού της Μονής, ο ταπεινός στον χαρακτήρα, αλλά γίγας στο φρόνημα καλόγηρος από τους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, ο αδάμαστος και αδαμάντινος Γαβριήλ, κέρδισε δια μιας τις ψυχές των πολεμιστών και των αμάχων του Αρκαδίου και τις παρέδωσε αυθωρεί στην πατρίδα και στην αιωνιότητα. Στην αθανασία.
Ως προς το τελευταίο μάλιστα δικαιώθηκε απόλυτα, όταν απευθυνόμενος προς αυτούς που βρίσκονταν εντός του ναού, τους τόνιζε ότι η ανταμοιβή της θυσίας τους θα είναι «οι ευχές των επερχομένων γενεών ες αεί!»...
Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Ελαιογραφία του ιταλού ζωγράφου Γκαττέρι
Ο πόθος για την Ένωση κινητήρια δύναμη της Επανάστασης 
ΜΕΡΟΣ Β’  
Αγνωστες και λιγότερο γνωστές παράμετροι
Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης του 1866-1869 που άρχισε με άοπλες συγκεντρώσεις Κρητών επαναστατών τον Απρίλιο και Μάιο του 1866 στην περιοχή των Χανίων και εξελίχθηκε σε ένοπλη σύγκρουση από τα μέσα Αυγούστου 1866.
Αιτία της μετατροπής των άοπλων συγκεντρώσεων σε πολεμική σύγκρουση υπήρξε η άρνηση της Πύλης να ικανοποιήσει τα ειρηνικώς διατυπωθέντα δίκαια αιτήματα των χριστιανών για μείωση της εξουθενωτικής φορολογίας τους, εξίσωσή τους με τους Οθωμανούς, εφαρμογή ισοπολιτείας, απονομή πραγματικής δικαιοσύνης, πάταξη της φοβερής διαφθοράς, κατασκευή έργων κοινωνικής ωφέλειας (δρόμοι, γέφυρες), μη παρέμβαση στις θρησκευτικής φύσεως υποθέσεις των χριστιανών κ.λπ.
Κυριότερη όμως αιτία της Κρητικής Επανάστασης του 1866 υπήρξε η επιθυμία ικανοποίησης του άσβεστου πόθου των Κρητών, αλλά και του εν γένει Ελληνισμού, για ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, από τα σύνορα της οποίας την είχαν αποκλείσει οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον σχηματισμό του νέου ελληνικού κράτους, το 1830, μολονότι η επανάσταση των Κρητών εμαίνετο μέχρι τέλους.
Ο αποκλεισμός της Κρήτης από τα σύνορα του ελληνικού κράτους υπήρξε μια αδικία που πίκρανε βαθιά τους Κρητικούς χριστιανούς και τους οδήγησε σε σειρά επαναστατικών ενεργειών, σε όλο τον 19ο αιώνα, με κορυφαία όλων την τριετή επανάσταση του 1866-69.
Ο Μουσταφάς και η χανούμισσα Ελένη.
Για να καταστείλει η Πύλη την εξέγερση του 1866 εν τη γενέσει της, έστειλε ως βαλή στην Κρήτη (γενικό διοικητή) και αρχιστράτηγο των στρατευμάτων της, τον Μουσταφά Πασά. Έναν πρώην μεγάλο βεζίρη (πρωθυπουργό) στην Κωνσταντινούπολη, που είχε υπηρετήσει και ως βαλής στην Κρήτη, για 23 χρόνια. Αρχικά υπό το σκήπτρο του Αιγύπτιου Μεχμέτ Άλι (κατά την αιγυπτιοκρατία της Κρήτης) και κατόπιν υπό το σκήπτρο του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης.
Μουσταφά Πασά.
Ενώ άλλα πέντε χρόνια περίπου, στη νεότητά του, είχε υπηρετήσει επίσης στην Κρήτη ως ανώτερος αξιωματικός του οθωμανικού στρατού. Η επί 28 σχεδόν χρόνια θητεία του Μουσταφά στην Κρήτη, υπήρξε ο λόγος για τον οποίο του δόθηκε το προσωνύμιο ο «Γκιριτλής» (ο Κρητικός).
Ο Μουσταφάς στάλθηκε στην Κρήτη τον Αύγουστο του 1866, επειδή είχε καταστείλει στο παρελθόν πολλές εξεγέρσεις, κάνοντας χρήση των αγριοτέρων μεθόδων (απαγχονισμοί και στραγγαλισμοί των επαναστατών), αλλά και επειδή γνώριζε πρόσωπα και πράγματα στο νησί. Είχε αναπτύξει σχέσεις με πολλούς προύχοντες των χριστιανών, μιλούσε ελληνικά και μάλιστα την κρητική διάλεκτο και είχε γυναίκα Κρητικοπούλα. Την Ελένη Βολανοπούλλα από τα Σκουλούφια Μυλοποτάμου, την οποία εγκατέστησε στο χαρέμι του ως πρώτη κυρία του1 .
Μαγεμένος κυριολεκτικά από την ομορφιά της και ερωτευμένος μέχρι τέλους μαζί της, της επέτρεψε να παραμείνει χριστιανή και ανήγειρε για χάρη της στην έπαυλή του, στο Ηράκλειο, όπου ζούσε και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε ως μέγας βεζίρης, ναΐσκο, στον οποίο ιερέας μισθοδοτούμενος από αυτόν τελούσε τη θεία λειτουργία, για την Ελένη μόνο. Τη χωριατοπούλα του Μυλοποτάμου με το αγγελικό πρόσωπο.
Εντύπωση πάντως προκαλεί πώς η χριστιανή χανούμισσα, ενώ έκανε ό,τι ήθελε το ανθρωποθηρίο που ονομαζόταν Μουσταφάς, κρατώντας τον αιχμάλωτο της σπάνιας ομορφιάς της, δεν έκανε κάτι ή δεν μπόρεσε να τον εξημερώσει πολιτικά και να μαλακώσει τη βάρβαρη συμπεριφορά του προς τους ομόθρησκους συμπατριώτες της.
Με την Ελένη Βολανοπούλλα, ο Μουσταφάς απέκτησε τρεις γιους οι οποίοι μιλούσαν την κρητική διάλεκτο και περιεβλήθησαν δημόσια αξιώματα του οθωμανικού κράτους. Η υπηρεσία τους όμως στην Κρήτη χαρακτηρίζεται από έντονα αντιχριστιανική συμπεριφορά ως συνέπεια όχι μόνο της μουσουλμανικής πίστης τους, αλλά και της αγωγής που προφανώς έτυχαν από τον πατέρα και όχι από τη μητέρα τους.
Κύριος στόχος το Αρκάδι.
Μόλις ο Μουσταφάς έφθασε στην Κρήτη (31 Αυγούστου 1866) κατέφυγε σε δόλιες, δήθεν ειρηνικές μεθόδους προσέγγισης των χριστιανών προυχόντων, πολλούς από τους οποίους εγνώριζε κατά το παρελθόν, προκειμένου να τους επηρεάσει υπέρ του τερματισμού της επανάστασης. Όταν όμως αντελήφθη, εντός ολίγων ημερών, ότι ματαιοπονούσε, οργάνωσε πολεμική εκστρατεία για την καταστολή της, αρχής γενομένης από την περιοχή των Χανίων, με σημαντικότερη επιτυχία του τη νίκη επί των Ελλήνων εθελοντών και Κρητών επαναστατών στον Βαφέ Αποκορώνου, την 12 Οκτωβρίου 1866, αλλά με βαριές για τον στρατό του απώλειες (700 νεκροί και τραυματίες Τούρκοι).
Μέχρι το Βαφέ οι επαναστάτες είχαν το «πάνω χέρι» στις επιχειρήσεις και η επανάσταση φαινόταν να επεκτείνεται ραγδαίως, ιδίως μετά τη συντριβή του αιγυπτιακού στρατού στις Βρύσες Αποκορώνου την 24 Αυγούστου 1866, λόγος, εξάλλου, για τον οποίο εστάλη εσπευσμένως στην Κρήτη ο Μουσταφάς.
Χωρίς να έχει τελειώσει με την ευρύτερη περιοχή των Χανίων, ο Μουσταφάς αποφάσισε να στραφεί, μετά την επιτυχία του στο Βαφέ, εναντίον των Ρεθυμνιώτικων περιοχών, όπου είχε αναπτυχθεί επίσης ζωηρή επαναστατική δράση και στις βόρειες ακτές των οποίων γινόταν προσεγγίσεις ελληνικών σκαφών για την αποβίβαση Ελλήνων εθελοντών προκειμένου να μετάσχουν στην επανάσταση.
Κύριος στόχος του Μουσταφά στην περιοχή Ρεθύμνης ήταν η Μονή Αρκαδίου διότι αποτελούσε την έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ολοκλήρου του ονομαζόμενου σήμερα νομού Ρεθύμνου.
Επρόκειτο μάλιστα για έδρα σταθερή, ενώ οι έδρες των άλλων επαναστατικών επιτροπών Κρήτης ήταν κινητές (οι περισσότερες). Όπως κινητή ήταν και η έδρα της Γενικής Συνέλευσης Κρητών και της προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης που δημιουργήθηκε αργότερα. Αυτό οφειλόταν στο ότι κανένα μέρος της Κρήτης δεν μπορούσε να εξασφαλίσει στα μέλη των Επαναστατικών Επιτροπών την ασφάλεια που τους παρείχε η Μονή Αρκαδίου.
Πράγματι η Μονή περιβαλλόταν από διώροφο κτίσμα πάχους 1,20 μέτρου, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου. Σ’ αυτό στεγάζονταν το Ηγουμενείο της Μονής, τα κελιά των μοναχών, η τραπεζαρία, ο ξενώνας, οι αποθήκες, η πυριτιδαποθήκη κ.λπ.
Στη στέγη του κτίσματος υπήρχαν τυφεκιοθυρίδες, ως πολεμίστρες, από τις οποίες οι πολεμιστές μπορούσαν να προσβάλουν τον έξωθεν ευρισκόμενο εχθρό.
Μεταξύ του κτίσματος αυτού και της Μονής μεσολαβούσε τεράστιος περίβολος.
Γενικά, η όλη αρχιτεκτονική και η κατασκευή του περιβάλλοντος την ιερά Μονή κτίσματος, έδιδε την εντύπωση φρουρίου, στο οποίο μάλιστα μπορούσαν να καταφύγουν εκτός από τους εν δράσει επαναστάτες και άμαχοι, με σκοπό την προστασία τους.
Κάστρο και καταφύγιο.
Για τον λόγο αυτό, η Μονή Αρκαδίου δεν φιλοξενούσε μόνο την Επαναστατική Επιτροπή Ρεθύμνου και για ένα διάστημα (Μάιος 1866) 1.500 επαναστάτες, αλλά και μεγάλο αριθμό αμάχων, που αυξανόταν με την εξέλιξη και επέκταση της επανάστασης.
Για πολλούς επαναστάτες των πέριξ της Μονής περιοχών, η Μονή Αρκαδίου αποτελούσε θείο δώρο, διότι αντί να στείλουν τις οικογένειές τους στις κορυφές των κρητικών βουνών και στις σπηλιές και τα φαράγγια τους, όπου κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα και το κρύο, για να αποφύγουν την ατίμωση, την αιχμαλωσία και τον θάνατο από τον εχθρό, τις έστελναν στη Μονή, όπου εύρισκαν κατάλυμα και τύγχαναν δωρεάν διατροφής.
Η Μονή δηλαδή εθεωρείτο και πολεμικό κάστρο και καταφύγιο. Ενώ ήταν τόσο πλούσια σε αγροτικά προϊόντα και ζωικό κεφάλαιο ώστε μπορούσε να διαθρέψει καθημερινά και για μεγάλο διάστημα, περισσότερα από 1.500 άτομα. Στις εκτάσεις της Μονής έβοσκαν βόδια, πρόβατα και αίγες, ενώ καλλιεργούνταν σιτηρά, ελιές, ποικιλία λαχανικών και φρούτων, αμπέλια κ.λπ.
Με την πάροδο όμως των ετών και την εξέλιξη της πολεμικής τέχνης και την παραγωγή και χρήση νέων και ισχυροτέρων όπλων και πυροβόλων, η Μονή του Αρκαδίου άρχισε να καθίσταται ευάλωτη. Ιδίως σε εχθρό που θα διέθετε τα σύγχρονα όπλα.
Στα 1866, η Μονή δεν ήταν πια άπαρτο κάστρο, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί στο παρελθόν. Τόσο όμως τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, όσο και ο Ηγούμενος της Μονής δεν το είχαν αντιληφθεί, ούτε το αποδέχτηκαν, όταν τους το επεσήμανε ένας ανώτερος Έλληνας αξιωματικός που έφθασε στην Κρήτη για να ηγηθεί της επανάστασης. Το όνομά του Πάνος Κορωναίος.
Οι φρούδες ελπίδες του Μουσταφά.
Η απόφαση συνεπώς των Τούρκων να καταλάβουν τη Μονή Αρκαδίου, μη φειδόμενοι και ιδικών τους θυσιών (οι τουρκοαιγυπτιακές απώλειες ξεπέρασαν ίσως τους 3.000 νεκρούς και τραυματίες κατά τον Έλληνα πρόξενο στα Χανιά Ν. Σακόπουλο), οφειλόταν στο ότι ο βαλής (γενικός διοικητής) Κρήτης και αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Πύλης στη Μεγαλόνησο, Μουσταφά πασά, πίστευε πως με την κατάληψη της Μονής η επανάσταση σε όλη την περιοχή του Ρεθύμνου (σε όλο το Νομό) θα υποστεί σοβαρό και ενδεχομένως καίριο πλήγμα. Αφού στρατηγείο της επανάστασης στα Ρεθυμνιώτικα είναι η Μονή Αρκαδίου, σκέφθηκε ο Μουσταφά, η άλωσή της θα τερματίσει και τη δράση της Επιτροπής και θα συντελέσει ενδεχομένως στην κατάρρευση της επαναστατικής κίνησης σε όλη την Κρήτη.
Η άποψη του Μουσταφά ότι με την εξουδετέρωση της Μονής Αρκαδίου ως επαναστατικού κέντρου, θα παρέλυε την επανάσταση στα Ρεθυμνιώτικα και ίσως σε όλη την Κρήτη, στηριζόταν στο ότι είχε κάποιο έλεγχο στο Νομό Χανίων, όπου κατέβαλε προσπάθειες, μέσω επηρεαζομένων από αυτόν προκρίτων των Σφακίων, να μην εμπλακούν τα Σφακιά σοβαρά τουλάχιστον, στην επανάσταση. Η γενικότερη αισιοδοξία του Μουσταφά στηριζόταν επίσης στο ότι και στις ανατολικές επαρχίες η επανάσταση δεν είχε σημειώσει σημαντικές προόδους ακόμη.
Η στρατηγική όμως του Μουσταφά, αν και πριν την επίθεση στο Αρκάδι φαινόταν να μην στερείται επιχειρημάτων, μετά το ολοκαύτωμα κατέρρευσε πλήρως, γιατί αντί η καταστροφή της Μονής και ο θάνατος των υπερασπιστών της και των αμάχων να οδηγήσει στην εκπνοή της επανάστασης, επέφερε την αναζωπύρωση και επέκτασή της και στα Χανιώτικα και στα Ρεθυμνιώτικα και στα Ηρακλειώτικα και στις ανατολικότερες λεγόμενες περιοχές, τα Λασιθιώτικα. Η καταστροφή πείσμωσε τους Κρητικούς, που φοβήθηκαν ότι τους περίμενε παρόμοια τύχη με αυτή των μαρτύρων του Αρκαδίου. Και για να την αποφύγουν έπρεπε να πολεμήσουν. Οι ελπίδες του Μουσταφά αποδείχτηκαν φρούδες και το σχέδιό του ναυάγησε. Γι’ αυτό και τον Μάρτιο του 1867 ανεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη.
Μπορούσε όμως η φοβερή καταστροφή που επήλθε στο Αρκάδι να αποφευχθεί;
Κορωναίος, ο αξιωματικός υπόδειγμα.
Στρατιωτικός αρχηγός των επαναστατών ολόκληρου του διαμερίσματος Ρεθύμνης (επαρχίες Ρεθύμνης, Μυλοποτάμου, Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου), διορίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών, ο συνταγματάρχης πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού Πάνος Κορωναίος,  ο οποίος αποβιβάστηκε στον όρμο Μπαλή Μυλοποτάμου, την 24η Σεπτεμβρίου 1866.
Ο Κορωναίος ήταν διαπρεπής αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων και ως αρχηγός της Φάλαγγας των Αθηνών μετέσχε στην επανάσταση εκθρόνισης του Όθωνα το 1862, ενώ πριν είκοσι χρόνια είχε μετάσχει και στην επανάσταση (της 3ης Σεπτεμβρίου 1843) για την παραχώρηση Συντάγματος στους Έλληνες. Το 1853-1856 ο Κορωναίος ήταν επικεφαλής της Ελληνικής Λεγεώνας που πολέμησε κατά των Τούρκων στην Κριμαία.
Επειδή το ελληνικό κράτος δεν είχε να του διαθέσει χρήματα για να πάρει μαζί του στην Κρήτη όσους εθελοντές ήθελε, τους οποίους έπρεπε και να συντηρεί, ο Κορωναίος αναγκάστηκε να πωλήσει σε δημοπρασία ό,τι κινητό διέθετε και να υποθηκεύσει την ακίνητη περιουσία του, προκειμένου να εξασφαλίσει τους αναγκαίους για το εθνικό έργο του πόρους. Ενέργεια τόσο ζηλευτή σήμερα και τόσο χαρακτηριστική για το συναίσθημα της αυτοθυσίας που διακατείχε τους αξιωματούχους του ελληνικού κράτους παλαιοτέρων εποχών.
Μετά την άφιξή του στην Κρήτη, ο Κορωναίος ασχολήθηκε αμέσως και σοβαρά με την άμυνα της Μονής Αρκαδίου που θεώρησε ότι δεν θα ήταν επιτυχής σε περίπτωση προσβολής της από τουρκική πανστρατιά, λόγω των σύγχρονων πολεμικών εφοδίων, ιδίως πυροβόλων, που διέθετε ο τουρκικός στρατός.
Σε σχετική, μάλιστα, συγκέντρωση των μελών της Επαναστατικής Επιτροπής Ρεθύμνης και οπλαρχηγών της περιοχής, αλλά και εθελοντών αξιωματικών που κατήλθαν στην Κρήτη για να μετάσχουν του απελευθερωτικού της αγώνα, ο Κορωναίος ανέπτυξε με στρατιωτικά επιχειρήματα την άποψη ότι η Μονή έπρεπε να εκκενωθεί και οι διαμένοντες σ’ αυτήν άμαχοι να καταφύγουν σε ασφαλέστερα μέρη ή στα βουνά. Παρότι αρκετοί μετέχοντες της σύσκεψης τάχθηκαν υπέρ της άποψης του Κορωναίου, τελικά επικράτησε η γνώμη του ηγούμενου της Μονής Γαβριήλ, ο οποίος υποστήριξε ότι του ήταν αδύνατον να απομακρύνει τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα και τους γέροντες που θεωρούσαν τη Μονή καταφύγιο όχι μόνο για την ασφάλειά τους από τους Τούρκους, αλλά και για τη συντήρησή τους, δεδομένου ότι λόγω της επανάστασης η παραγωγή των βασικών αγαθών διατροφής είχε αρχίσει να μειώνεται αισθητά, ενώ πολλές γυναίκες αρνούνταν να αποχωριστούν τους πολεμιστές συζύγους και πατεράδες τους λέγοντας πως «ό,τι γίνουν οι άντρες μας θα γίνουμε κι εμείς». Αν δηλαδή σκοτώνονταν οι άνδρες τους, θα σκοτώνονταν κι εκείνες.
Τότε ο Κορωναίος ζήτησε να ληφθούν τουλάχιστον, ορισμένα αμυντικά μέτρα έξω από τη Μονή, κατεπειγόντως, ώστε να δυσχερανθεί η επιθετική ενέργεια των Τούρκων και να ενισχυθεί η άμυνα του μοναστηριού. Τα έργα όμως αυτά τελικά δεν εκτελέστηκαν, με όλες τις εξ αυτού συνέπειες.
«Ήρθα να θυσιαστώ, όχι να πιαστώ»
Ο ίδιος πάντως, ο Κορωναίος, απευθυνόμενος στους συγκεντρωθέντες οπλαρχηγούς και τα μέλη της Επιτροπής, είπε: «Ήλθα στην Κρήτη για να θυσιαστώ γι’ αυτήν και για την πατρίδα και όχι να πιαστώ από τους Τούρκους». Και αφού άφησε ως στρατιωτικό διοικητή (φρούραρχο) της Μονής και των επαναστατών και εθελοντών που είχαν συγκεντρωθεί σ’ αυτήν τον εκ Γορτυνίας της Πελοποννήσου ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο, ανεχώρησε με άλλους επαναστάτες και εθελοντές για να περιοδεύσει τα πέριξ χωριά και να στρατολογήσει πολεμιστές που θα υποστήριζαν εξωτερικά το Αρκάδι, στην άμυνά του κατά των Τούρκων, εναντίον των νώτων των οποίων θα εξαπέλυε επίθεση ο ίδιος.
Το σχέδιο όμως της εξωτερικής βοήθειας από τον Κορωναίο και τους πέριξ επαναστάτες δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών της 8ης και 9ης Νοεμβρίου, που εμπόδισαν την προσέγγιση του Αρκαδίου από τους πολεμιστές του γενναίου και έμπειρου Έλληνα συνταγματάρχη, ενώ η ραγδαία και παρατεταμένη βροχή αχρήστευσε και την ελάχιστη αποτελεσματικότητα των περισσοτέρων από τα πεπαλαιωμένα όπλα που έφεραν οι Κρήτες μαχητές.
Στην αδυναμία, εξάλλου, επιτυχούς απόκρουσης της επίθεσης των Τουρκοαιγυπτίων από τους επαναστάτες συνέβαλε και ο αντιπερισπασμός των επιχειρήσεων του στρατιωτικού διοικητή του Μεγάλου Κάστρου Ρεσίτ πασά που εκστράτευσε προς Μαλεβίζι και Μυλοπόταμο και απασχόλησε σοβαρές τοπικές δυνάμεις των επαναστατών ώστε να μη σπεύσουν σε βοήθεια των πολιορκούμενων στο Αρκάδι.
Οι Μαλεβιζιώτες και Μυλοποταμίτες υπό τον Μιχ. Σκουλά προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στον Ρεσίτ τόσο στο στενό της Τυλίσου την 8 Νοεμβρίου, όσο και στους Ασίτες την 9 Νοεμβρίου, με συνέπεια να τον αναγκάσουν να επιστρέψει στο Ηράκλειο. Ο κουρδικής καταγωγής πασάς όμως είχε βοηθήσει αποτελεσματικά τον Μουσταφά. Το πρωί μόνο της 9ης Νοεμβρίου ο εκ των ηγετών των επαναστατών Εμμ. Ψαρουδάκης αποσπάστηκε με 100 παλληκάρια του και επεδίωξε να φθάσει στο Αρκάδι. Δεν τα κατάφερε όμως λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών.
Δαβίδ εναντίον Γολιάθ.
Εκείνο, ωστόσο, που συγκλονίζει τον ερευνητή της μάχης του Αρκαδίου είναι ότι οι υπερασπιστές της Μονής ήταν μόνο 250. Ενώ οι πολιορκητές της, Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες και βασιβουζούκοι (άτακτοι Τουρκοκρήτες και Αλβανοί), ξεπέρασαν τους 16.000! Στη δύναμη αυτή του εχθρού πρέπει να προστεθούν και τα 30 τηλεβόλα του, ένα από τα οποία (η «κουτσαχείλα») ήταν αυτό που προκάλεσε τις μεγαλύτερες καταστροφές και γκρέμισε την πύλη από την οποία όρμησαν στη Μονή οι Τουρκοαιγύπτιοι εισβολείς, το μεσημέρι της Τετάρτης 9 Νοεμβρίου 1866.
Ο αριθμός 250 έχει δοθεί από τον τότε πρόξενο της Ελλάδος στα Χανιά Νικόλαο Σακόπουλο. Ένα εξαιρετικά σοβαρό και υπεύθυνο Έλληνα διπλωμάτη.
Ο Σακόπουλος, σε έκθεσή του προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1866, δεκαεννέα ημέρες δηλαδή μετά την καταστροφή, αναφέρει ότι οι άνδρες, οι ικανοί να φέρουν όπλα, ήταν 250! Ιδού η σχετική παράγραφος της αναφοράς του Σακόπουλου προς τον υπουργό Επαμ. Δεληγεώργη:
«Ευρισκόμεθα εισέτι υπό το κράτος των εντυπώσεων ως μας αφήκε το εν τη Μονή Αρκαδίου αιματηρόν δράμα, το οποίον, όσον μανθάνομεν τας φρικτάς λεπτομερείας του, τόσον καθίσταται εκπληκτικότερον.
»Δεν ήσαν 450 τα εν τη Μονή θύματα, ως έλαβον την τιμήν εν τη τελευταία εκθέσει μου ν’ αναφέρω υμίν, αλλά 966, εξ ών 325 άνδρες, τα δε λοιπά γυναίκες, παίδες και βρέφη. Εκ δε των 325 ανδρών, 250 μόνον ήσαν ικανοί να φέρωσιν όπλα, οι δε λοιποί ήσαν γέροντες ή ασθενείς.
»Εκ του μεγάλου τούτου αριθμού δεν εσώθησαν ειμή 33 άνδρες και 61 γυναίκες και παίδες, οίτινες ρακένδυτοι και καταπληγωμένοι το πλείστον μετήχθησαν εις Ρέθυμνον.»Η θέα των όντων τούτων είναι, λέγουν, οικτρά. Εσώθησαν μετά την καταστροφήν και άλλα τινά άτομα, εκ των εν τη Μονή, πλην ταύτα αδυνατούντα να εξακολουθώσι την εις Ρέθυμνον τετράωρον οδοιπορίαν είτε ένεκα πληγών, είτε ένεκα άλλων σωματικών λόγων εφονεύοντο ανηλεώς καθ’ οδόν.»
Οι 250 εκείνοι ανδρείοι επολέμησαν ηρωικότατα επενεγκόντες μεγάλην βλάβην εις τον εχθρόν κατά την διήμερον πολιορκίαν. Και αυτοί οι Τούρκοι θαυμάζουσι την ανδρείαν των. Τρεις εφόδους εχθρού πολυαρίθμου απώθησαν»2.
Μέχρι την 12:00 ή 12:30 μεσημβρινή ώρα της Τετάρτης, 9ης Νοεμβρίου 1866, όταν άρχισε η εισβολή των τουρκοαιγυπτιακών ορδών στον περίβολο της Μονής Αρκαδίου, μετά την προηγούμενη κατάρριψη της πύλης της, είχαν ριφθεί εναντίον του όλου συγκροτήματος του μοναστηριού, περίπου 1.200 εχθρικά βλήματα και 200 βόμβες της εποχής εκείνης.
Η εκτόξευσή τους γινόταν από τα 30 πυροβόλα που είχε στη διάθεσή του ο εχθρός και τα οποία είχε εγκαταστήσει σε κάποια απόσταση από τη Μονή. Μεταξύ αυτών ήταν και η λεγόμενη «κουτσαχείλα» που είχε μεταφερθεί από το Ρέθυμνο, εσπευσμένως, και ενώ είχε αρχίσει η πολιορκία. Χωρίς την «κουτσαχείλα» δεν είναι βέβαιο αν θα επιτυγχανόταν από τον εχθρό η κατάρριψη της πύλης.
Ύστατη ελπίδα των πολιορκημένων, την κρίσιμη ώρα της εισβολής, ήταν η έκρηξη των γεμάτων από πυρίτιδα λαγουμιών που είχαν ανοίξει οι πολιορκούμενοι στο εσωτερικό κάτω μέρος της πύλης και σε άλλα πιθανά σημεία εισόδου του εχθρού στον περίβολο της Μονής.
Η ραγδαία βροχή όμως της Τρίτης, 8 Νοεμβρίου, και του πρωινού της Τετάρτης (9 Νοεμβρίου) αχρήστευσε την πυρίτιδα.
Την εισβολή των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων ακολούθησαν άγριες μάχες, σώμα με σώμα, που διήρκεσαν επί τετράωρο, ίσως και περισσότερο, μέχρι την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης από τον Γιαμπουδάκη, την 5η ή 6η απογευματινή ώρα.
Νεκροί οι δύο επικεφαλής
Στις μάχες αυτές σκοτώθηκαν οι επικεφαλής των δύο αντιπάλων στρατοπέδων:
•Ο Ηγούμενος Γαβριήλ (για τον οποίο κακώς αναφέρεται από ορισμένους ιστορικούς ότι αυτοκτόνησε) από την πλευρά των πολιορκημένων. Οπότε έμεινε μόνος του, επικεφαλής των επαναστατών ο φρούραρχος, ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος, από τη Γορτυνία Πελοποννήσου, ο οποίος κατήλθε στην Κρήτη ως εθελοντής.
•Και ο αρχηγός των πολιορκητών Σουλεϊμάν μπέης (σύγγαμβρος του Μουσταφά πασά γενικού αρχηγού –αρχιστράτηγου– της εκστρατείας ο οποίος παρέμενε εκ του ασφαλούς στο γειτονικό του Αρκαδίου χωριό, Μέση).
Για την ακρίβεια ο Σουλεϊμάν πασάς τραυματίστηκε σοβαρά, κατά την εισβολή και αποσύρθηκε του πεδίου της μάχης για να μεταφερθεί εσπευσμένως στο Ρέθυμνο για θεραπεία. Πέθανε όμως μετά λίγες ημέρες από το τραύμα του.
Αντικαταστάτης στην ηγεσία των πολιορκητικών δυνάμεων ορίστηκε αμέσως ο αρχηγός των αιγυπτιακών στρατευμάτων, φερίκ (στρατηγός) Ισμαήλ Σελίμ πασά, του οποίου ο βαθμός ήταν ο ανώτατος των στρατηγών (αντιστράτηγος) και ο οποίος έφερε έναν ακόμη τίτλο. Πολιτικό. Ήταν υπουργός Στρατιωτικών της Αιγύπτου!
Ο Γκιριτλής.
Το συγκλονιστικό της υπόθεσης είναι ότι ο Ισμαήλ Σελίμ πασά ήταν Κρητικός. Γι’ αυτό αποκαλούσαν κι αυτόν «Γκιριτλή» (Κρητικό), όπως τον Μουσταφά. Μόνο που ο Ισμαήλ είχε γεννηθεί στην Κρήτη και μάλιστα από χριστιανούς γονείς. Ενώ ο Μουσταφά ήταν αλβανικής καταγωγής, μουσουλμάνος και υπηρέτησε τόσο στον αιγυπτιακό όσο και στον τουρκικό στρατό στην Κρήτη, όπου του ανατέθηκε και η άσκηση του πολιτικού αξιώματος του βαλή (κυβερνήτη) για 23 χρόνια περίπου.
Αρχηγός, λοιπόν, των εχθρικών δυνάμεων που εισέβαλαν στο κτιριακό συγκρότημα της Μονής Αρκαδίου, ένα είδος κάστρου, παραβιάζοντας την πύλη του, μετά από άγριο βομβαρδισμό 30 περίπου ωρών (από τις 6:00 το πρωί της Τρίτης, 8 Νοεμβρίου 1866, μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι της Τετάρτης, 9 Νοεμβρίου) ανέλαβε ο «Γκιριτλής» (Κρητικός) Φερίκ Ισμαήλ Σελίμ πασά, ή κατά Έλληνες ιστοριογράφους, Ισμαήλ Παπαδάκης πασά, από το κρητικό οικογενειακό του όνομα.
Σ’ αυτόν κανονικά πρέπει, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, να χρεωθούν όλες οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον των χριστιανών μαχητών και αμάχων, μετά την 12η μεσημβρινή ώρα της 9ης Νοεμβρίου 1866.
Κάτι τέτοιο όμως, από ουδένα Έλληνα ιστορικό, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζει ο γράφων, έχει καταγραφεί, εκτός υπαινιγμών που διατύπωσαν ορισμένοι.
Αντίθετα, είδαν το φως της δημοσιότητας κείμενα που έχουν ασχοληθεί με την περιπετειώδη ιστορία του Ισμαήλ (ως χριστιανού αρχικά και ως μουσουλμάνου αργότερα), όπως και με την ιστορία του αδελφού του Αντωνίου, των οποίων θα κάνουμε εκτενή μνεία στο σημερινό σημείωμά μας. Σε μερικά από τα κείμενα αυτά έχει δοθεί από ορισμένους συγγραφείς έμφαση στο περιπετειώδες μέρος του βίου του Ισμαήλ, επειδή ίσως τους συνάρπασε, σε τέτοιο βαθμό, που ο Κρητικός εξωμότης να παρουσιάζεται απ’ αυτούς, κατά τρόπο ακόμα και συμπαθητικό, με συνέπεια ο αναγνώστης να καταλαμβάνεται από συναισθήματα αντίθετα προς αυτά που έπρεπε να του δημιουργηθούν.
Η οδυνηρή περιπέτεια της οικογένειας Παπαδάκη.
Για τον βίο του Ισμαήλ πασά Παπαδάκη και του αδελφού του Αντώνιου Παπαδάκη συνέλεξε πληροφορίες ο ιστοριοδίφης Ι. Μ. Καραβαλάκης, μετά από επισταμένη έρευνα που πραγματοποίησε στην Κρήτη και την Αίγυπτο και μετά επίσης από μελέτη όσων έχουν γραφεί για τον Κρητικό στρατηγό της Αιγύπτου. Το αποτέλεσμα των ερευνών του δημοσίευσε στο περιοδικό ΑΜΑΛΘΕΙΑ της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας του Νομού Λασιθίου, το 1972. Ανάτυπο των δημοσιευμάτων του Ι. Μ. Καραβαλάκη (ο οποίος είχε το επάγγελμα του κτηνίατρου), βρήκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα, ο συγγραφέας του παρόντος σημειώματος.
Για τη ζωή του Ισμαήλ, η Ηρακλειώτισα διαπρεπής λογοτέχνης – συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη έχει γράψει το μυθιστόρημα «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Spina nel Cuore», έκδοση ΑΓΡΑ.
Στην φωτογραφία ο Καπετάν Κόρακας με τον γιο του Αριστοτέλη 
στα δεξιά Εύελπις και αριστερά του τον Λασιθιώτη 
Αντώνιο Παπαδάκη -Καμπάνη μεγάλο Εθνικό Ευεργέτη 
και χρηματοδότης της επανάστασης των Κρητικών 1866-69!
Ο συγγραφέας του παρόντος σημειώματος, πάντως, έχει καταφύγει και σε άλλες πηγές. Πιθανότερος χρόνος γέννησης του Ισμαήλ είναι το 1808 ή 1809. Τόπος γέννησής του είναι το χωριό Ψυχρό, στο Οροπέδιο Λασιθίου.
Η οδυνηρή περιπέτεια της οικογένειας στην οποία ανήκε ο Ισμαήλ και η οποία θα μπορούσε να εμπνεύσει ακόμη και τους μεγάλους τραγωδούς της αρχαιότητας, εάν εκτυλισσόταν 2.500 χρόνια πριν, άρχισε το έτος 1823. Τότε ο ιερέας του Ψυχρού, παπα Φραγκιός Καμπάνης, πήρε την παπαδιά και τα πέντε παιδιά του, από τα οποία τρία αγόρια, για να τους μεταφέρει σε ασφαλέστερο μέρος, στο Μονοφάτσι, προκειμένου να αποφύγουν τη σφαγή τους από τα μανιασμένα τουρκοαιγυπτιακά στίφη. Τα τελευταία είχαν ανεβεί στο Οροπέδιο Λασιθίου για να καταστείλουν την εκεί επανάσταση για την απελευθέρωση του Γένους των Ελλήνων που είχε εξαπολυθεί σε όλη την Κρήτη, ταυτόχρονα σχεδόν με την άλλη Ελλάδα, από το 1821.
Η οικογένεια όμως συνελήφθη από τον εχθρό στη διαδρομή. Ο παπα Φραγκιός εσφάγη επί τόπου και τα τρία αγόρια του μεταφέρθηκαν αιχμάλωτα στην Αίγυπτο, όπου εξισλαμίστηκαν. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο αν ο εξισλαμισμός τους ήταν αναγκαστικός ή εκούσιος.
Στο πρώτο από τα παιδιά του, τον Εμμανουήλ (ηλικίας τότε 13 ή 14 ετών), δόθηκε το όνομα Ισμαήλ. Ενώ παραμένει άγνωστο τι μουσουλμανικό όνομα δόθηκε στον Ιωάννη ή Ανδρέα, τον άλλο αδελφό του Εμμανουήλ. Ως προς τον Αντώνιο δεν είναι βέβαιο αν εξισλαμίστηκε. Αν συνέβη αυτό, η όλη συμπεριφορά του αργότερα δείχνει, ότι ο εξισλαμισμός –αν υπήρξε εξισλαμισμός– θα ήταν αναγκαστικός.
Οι εξωμότες
Μετά από πάροδο μερικών ετών (μάλλον μετά πενταετία) δόθηκε αμνηστία στους αιχμαλώτους της Κρήτης και τότε ο Αντώνιος έφυγε για την Ρωσία. Απέτυχε όμως προηγουμένως, να πείσει τους δύο αδελφούς του να τον ακολουθήσουν, οι οποίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν τη ζωή τους ως μουσουλμάνοι, επηρεασθέντες προφανώς από την ευνοϊκή μεταχείριση που είχαν από το καθεστώς του Αιγύπτιου μονάρχη Μεχμέτ Άλυ και του γιου και διαδόχου του Ιμπραήμ (γνωστού στους Έλληνες από τις καταστροφές που επέφερε με τον στρατό του, στην Κρήτη και Πελοπόννησο, για να καταπνίξει την εκεί επανάσταση κατά τη δεκαετία του 1820).

Ευνοϊκή μεταχείριση δεν είχαν μόνο τα δύο αδέλφια που παρέμειναν στην Αίγυπτο, αλλά και πολλά Ελληνόπουλα που είχαν απαχθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύματα, ή έφηβοι και νέοι της μεταεφηβικής ηλικίας τυχοδιωκτικών τάσεων που προσχωρούσαν στο Ισλάμ και εκδήλωναν την πρόθεσή τους να παραμείνουν στην Αίγυπτο και να υπηρετήσουν στο στρατό ή την χωροφυλακή της.
Ο Μεχμέτ Άλυ, γεννημένος στην Καβάλα και γνωρίζοντας τους Έλληνες και Βαλκάνιους λαούς, τους οποίους εκτιμούσε για τη μαχητικότητά τους και τις διανοητικές ικανότητές τους, στρατολογούσε από τις ελληνικές και βαλκανικές χώρες, βιαίως ή εκουσίως, νέους για να επανδρώσει μ’ αυτούς την πολεμική και διοικητική μηχανή της Αιγύπτου.
Τέτοιοι νέοι από την Ελλάδα, την εποχή εκείνη, που κατέλαβαν υψηλά αξιώματα, ήταν ο Εμμανουήλ Παπαδάκης που μετά τον εξισλαμισμό του μετονομάστηκε σε Ισμαήλ και έγινε πασάς. Όπως και ο αδελφός του Εμμανουήλ, κατά πάσα πιθανότητα Ανδρέας, που έμεινε μαζί του στην Αίγυπτο και έγινε διοικητής Χωροφυλακής. Ένας άλλος Κρητικός με το όνομα Κασίμης ή Κασιμάτης, έγινε αργότερα γνωστός στην Αίγυπτο ως Κασίμ πασάς. Και ένας άλλος ονόματι Γαλανός από το Μεσολόγγι, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Ζουλφικάρ πασάς.
Όλοι αυτοί ήταν συνειδητοί εξωμότες. Διότι, και αν ακόμη ως παιδιά υποθέσουμε ότι οδηγήθηκαν βιαίως στον μουσουλμανισμό, όταν μεγάλωσαν και ήρθη η αιχμαλωσία τους, είχαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην πίστη τους, όπως έκανε ο Αντώνιος Καμπάνης ή Παπαδάκης. Αυτοί επέλεξαν τότε να ζήσουν ως μουσουλμάνοι, απολαμβάνοντες τα αγαθά των αξιωμάτων τους, το ανώτερο των οποίων δόθηκε στον Ισμαήλ, από το Ψυχρό Λασιθίου, όταν ορίστηκε υπουργός Στρατιωτικών της Αιγύπτου!
Ο Αντώνιος εθνικός ευεργέτης.
Πιο κατακριτέοι από αυτούς πρέπει να είναι ο Ισμαήλ και ο αδελφός του που έμεινε μαζί του στην Αίγυπτο και σταδιοδρόμησε στη Χωροφυλακή. Αυτό, διότι ο Αντώνιος όταν πήγε στη Ρωσία και αργότερα σπούδασε γεωπόνος και έγινε σπουδαίος επιστήμονας και επιχειρηματίας, ιδιότητες με τις οποίες απέκτησε μεγάλο κύρος και πλούτο, κυρίως όταν ανέλαβε τα τεραστίων εκτάσεων κτήματα του Αλέξανδρου και της Ρωξάνδρας Στούρτζα, τους πρότεινε πάλι να εγκαταλείψουν την Αίγυπτο και τον μουσουλμανισμό και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν.
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα, το πρόσωπο με το οποίο ο Καποδίστριας είχε έντονο συναισθηματικό δεσμό που δεν έφθασε όμως σε γάμο, στήριξε τον Αντώνιο Παπαδάκη-Καμπάνη και έθεσε στη διάθεσή του μεγάλο χρηματικό ποσό, όταν αυτός αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, πάμπλουτος πια, στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1840.
Τον πλούτο του αυτό, ο Αντώνιος Παπαδάκης-Καμπάνης διέθεσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στους φοιτητές του. Στον Α΄ όροφο του κεντρικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών (επί της οδού Ελευθ. Βενιζέλου), δεξιά τω εισερχομένω στην αίθουσα τελετών υπάρχει μαρμάρινη πλάκα επί της οποίας αναγράφονται τα ονόματα των ευεργετών του Πανεπιστημίου. Στην κορυφή τους βρίσκεται το όνομα του Αντωνίου Παπαδάκη.
Στην είσοδο, εξ άλλου, της Πανεπιστημιακής Λέσχης Φοιτητών Αθηνών (γωνία των οδών Ιπποκράτους και Ακαδημίας), αριστερά τω εισερχομένω είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με επιχρυσωμένο ανάγλυφο της κεφαλής του Αντωνίου Παπαδάκη και κείμενο που ακολουθεί και από το οποίο προκύπτει ότι το τεράστιο οικόπεδο στο οποίο οικοδομήθηκε η Φοιτητική Λέσχη είναι δωρεά του εκ Ψυχρού Λασιθίου εθνικού ευεργέτη.
Ενώ και το κτίριο οικοδομήθηκε με χρήματα που κατέλειπε ο Αντώνιος Παπαδάκης στο Ίδρυμα που διαχειρίζεται την περιουσία του, και από το οποίο ευεργετούνται πολλοί νέοι σπουδαστές σήμερα.
Όταν ξέσπασε η Κρητική επανάσταση, το καλοκαίρι του 1866, ο Αντώνιος Παπαδάκης διέθεσε το μέγιστο μέρος της περιουσίας του για την ενίσχυσή της σε όπλα, πυρομαχικά, άλλου είδους εφόδια κ.λπ., ενώ περιελήφθη στην επταμελή «Κεντρική Επιτροπή Αγώνος» (ΚΕΑ), που έδρευε στην Αθήνα, υπό την ηγεσία μιας μεγάλης προσωπικότητας της Κρήτης: του Μάρκου Ρενιέρη.
Στην ΚΕΑ ο Αντώνιος Παπαδάκης είχε την ευθύνη του ταμείου της. Η ΚΕΑ ενεργούσε αντί της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι ήταν ουδέτερη για να μην προκαλέσει την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο Μισιρλής.
Οι ευθύνες του Ισμαήλ για τη σφαγή που έγινε στο Αρκάδι, κυρίως μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης είναι συγκεκριμένες.
Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο οι ιστορικοί μας δεν έδωσαν έμφαση σ’ αυτό.
Ένας λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι, πως όσοι επέζησαν και διηγήθηκαν τα γεγονότα των οποίων υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, αντί να αναφέρουν το όνομα Ισμαήλ πασάς, ανέφεραν τον τίτλο του με την αιγυπτιακή του προέλευση: «Ο Μισιρλή πασάς» (Μισιρλή σημαίνει Αιγύπτιος).
Μισιρλή πασάς όμως την εποχή που έγινε η σφαγή στο Αρκάδι ήταν ένας: Ο Φερίκ Ισμαήλ πασάς. Ο Γκιριτλή (Κρητικός) για όσους τον γνώριζαν.
Ο Ισμαήλ έφθασε κατεπειγόντως στην Κρήτη μετά από απόφαση του τότε αντιβασιλέα της Αιγύπτου, διότι το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη είχε υποστεί πανωλεθρία στις Βρύσες Αποκορώνου, την 24η Αυγούστου 1866.
Ο Αιγύπτιος αντιβασιλιάς ανεκάλεσε αμέσως τον επικεφαλής του Σαχίν πασά και τον αντικατέστησε με τον Κρητικό Ισμαήλ πασά Παπαδάκη, ο οποίος έφθασε στη Σούδα, με 4.000 Αιγύπτιους στρατιώτες, την 4η Σεπτεμβρίου 1866.
«Μόνο ο φερίκ Ισμαήλ πασά μπορεί να καταβάλει την επανάσταση στην Κρήτη», φέρεται να είπε ο Αιγύπτιος αντιβασιλιάς στους συμβούλους του, όταν τον επέλεξε για να ηγηθεί του αιγυπτιακού εκστρατευτικού σώματος και να αντικαταστήσει τον ηττημένο Σαχίν ή Σαήν πασά.
Ο Έλληνας πρόξενος στα Χανιά Νικόλαος Σακόπουλος, στην αναφορά του προς τον προϊστάμενό του υπουργό των Εξωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, με ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1866, σημείωνε:
«Κατά την εβδομάδα ταύτην αφίχθη πάλιν ικανός στρατός, τουρκικός και αιγύπτιος, εις τρόπον ώστε υπολογίζουσιν ότι αι σήμερον εν τη νήσω υπάρχουσαι δυνάμεις, υπερβαίνουσι τας 40.000 ανδρών εκτός των εθελοντών εγχωρίων.
»Έφθασε κατ’ αυτάς και ο Αιγύπτιος υπουργός του Πολέμου, Κρης την πατρίδα, τουρκισθείς κατά την παιδικήν του ηλικίαν και αδελφός, ως λέγουσι, του εν Αθήναις Κρητός Παπαδάκη.
»Ούτος εστάλη ίνα λάβη την αρχηγίαν του αιγύπτιου στρατού προς αντικατάστασιν του Σαήν πασά, ούτινος η ήττα έκαμε την χείριστην εντύπωσιν εις την Αίγυπτον και παρώργισε τον Αντιβασιλέα εις τοσούτον βαθμόν, ώστε, ως λέγουσιν, είπεν ότι ούτος μόνον (σ.σ. ο Ισμαήλ) θέλει καταβάλει την επανάστασιν».
Άρα ο Ισμαήλ πασάς έφθασε στην Κρήτη όχι απλώς ως αντιστράτηγος (φερίκ), αλλά και ως υπουργός Πολέμου (Στρατιωτικών), όπως αναφέρει ο Σακόπουλος. Κατείχε δηλαδή ακόμη το αξίωμα του υπουργού, τον Σεπτέμβριο του 1866, όταν αποβιβάστηκε στη Σούδα.
ΜΕΡΟΣ Δ’
Ως αρχηγός των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Κρήτη, ο Ισμαήλ ήταν αντίπαλος του αδελφού του Αντωνίου, ο οποίος είχε πολιτικό – ηγετικό ρόλο στην Κρητική επανάσταση, ως μέλος της ανώτατης διοίκησης της ΚΕΑ. Και όχι απλώς αντίπαλος, αλλά εχθρός. Όπως βεβαίως ήταν και εχθρός όλων των συμπατριωτών του που είχαν εξεγερθεί κατά του σουλτάνου και της τουρκικής κυριαρχίας επί της Κρήτης.
Μέχρι εκείνη την εποχή, πάντως, τα δύο αδέλφια επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Γιατί όμως ο αντιβασιλιάς της Αιγύπτου επέλεξε τον Ισμαήλ για αρχηγό της εκστρατείας στην Κρήτη;
Αποστέλλεται ένας πολιτικός προϊστάμενος Υπουργείου (υπουργός) μέλος της αιγυπτιακής κυβέρνησης, στην φλεγόμενη από επαναστατικότητα Κρήτη για να καταστείλει την επανάσταση ή να μετάσχει αποφασιστικά στην καταστολή της στο πλευρό του Τούρκου βαλή και αρχιστράτηγου Μουσταφά πασά;
Αποστέλλεται ένας πολιτικοστρατιωτικός ηγέτης, υψηλότατης βαθμίδας, για να μετάσχει μαχών;
Εκ πρώτης όψεως η επιλογή του Ισμαήλ πασά φαίνεται ότι έγινε για δύο λόγους:
1. Διότι ήταν «πλούσιες» οι δάφνες του από όλες τις επιχειρήσεις που είχε μετάσχει στο πλευρό του Ιμπραήμ στη Μέση Ανατολή (κατά των Τούρκων), αλλά και την εν συνεχεία συμμετοχή του σε όλους τους πολέμους της Αιγύπτου. Οι επιτυχίες αυτές, του είχαν προσδώσει τη φήμη άξιου και ικανότατου αξιωματικού, που θα τελείωνε «γρήγορα» με την υπόθεση της Κρητικής επανάστασης. Του μόνου ικανού από τους Αιγύπτιους στρατηγούς να την καταστείλει, όπως ο ίδιος ο Αιγύπτιος αντιβασιλιάς δήλωσε.
Το επείγον της καταστολής της επανάστασης στην Κρήτη, πρέπει να είχε σχέση με τον επόμενο, καθαρά γεωπολιτικό λόγο.
2. Το 1866, όταν άρχισε η Κρητική Eπανάσταση, η κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ βρισκόταν σχεδόν στα τελειώματά της. Είχε αρχίσει η κατασκευή της το 1859 με την προοπτική να τελειώσει σε έξι χρόνια. Διάφορα γεγονότα όμως, όπως εργατικές κινητοποιήσεις και αιφνίδιες αλλαγές καιρικών συνθηκών, κυρίως όμως μια επιδημία χολέρας το 1865, συνέβαλαν στη μετάθεση του πέρατος των εργασιών κατασκευής της στο 1869.
Για την Αίγυπτο, η διώρυγα του Σουέζ ήταν ένα έργο που θα την εκτίναζε αιώνες μπροστά. Είχε αρχίσει να κατασκευάζεται επί Σαΐντ πασά και περατώθηκε επί αντιβασιλέως Ισμαήλ πασά, που είχε αναπτύξει φιλία με τον Κρητικό Ισμαήλ.
Ο αντιβασιλιάς Ισμαήλ σχεδίαζε την περιέλευση της Κρήτης στην αιγυπτιακή διοίκηση, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν κατά τη δεκαετία 1830-1840, διότι λόγω Σουέζ, στα 1866, η Μεγαλόνησος αποκτούσε σπουδαία σημασία για την Αίγυπτο και τους σχεδιασμούς του αντιβασιλιά της, ο οποίος έδειχνε τάσεις μεγαλύτερης ανεξαρτητοποίησης από την Πύλη.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Αιγύπτιος αντιβασιλιάς είχε την πρόθεση να συγκρουστεί με την Τουρκία, όπως έκαναν ο ιδρυτής της Δυναστείας Μωχάμετ Άλυ και ο γιος του Ιμπραήμ, που εξαπέλυσαν πόλεμο εναντίον της, από το 1831 μέχρι το 1840, για τη Συρία.
Ο ρόλος του Ισμαήλ Παπαδάκη.
Είναι πιθανόν στους σχεδιασμούς αυτούς του Αιγύπτιου αντιβασιλιά, ο Ισμαήλ πασάς, ο Γκιριτλής («Κρητικός»), να είχε σημαντικό ρόλο. Ποιος μπορούσε να είναι ο ρόλος αυτός; Μα ποιος άλλος, από αυτόν του διοικητή Κρήτης, όπως ο Μουσταφά πασάς ήταν διοικητής Κρήτης με εντολή του Μωχάμετ Άλυ, στο παρελθόν.
Αναχωρώντας πάντως από την Αίγυπτο για την Κρήτη ο Ισμαήλ, ο «Γκιριτλής», είχε εντολή από τον αντιβασιλιά Ισμαήλ να προσπαθήσει να κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμηση των Κρητικών, προς τους οποίους έπρεπε να επιδείξει διάθεση προσέγγισης και όχι ρήξης. Εκτός εάν… Εκτός εάν δεν γινόταν διαφορετικά. Γιατί έπρεπε να στηριχθεί η πολεμική προσπάθεια του σουλτάνου, ώστε ο αντιβασιλιάς να μην εκτεθεί στην Υψηλή Πύλη, υπό την επικυριαρχία της οποίας τελούσε η ημιαυτόνομη Αίγυπτος.
Παρόμοια «γραμμή» είχε δώσει ο αντιβασιλιάς Ισμαήλ και στον Σαχίν πασά που προηγήθηκε του Ισμαήλ Γκιριτλή στην ηγεσία του αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη. Και ο Σαχίν, μολονότι τήρησε τις εντολές του αντιβασιλιά του στην αρχή, κατόπιν τα έκανε μούσκεμα, εμπλακείς σε άγρια αντιπαράθεση με τους επαναστάτες. Ηττηθείς μάλιστα στις Βρύσες Αποκορώνου, έφθασε στο σημείο να εκλιπαρήσει ανακωχή.
Από όλους πάντως τους αξιωματούχους του αντιβασιλιά της Αιγύπτου, ο καταλληλότερος να φέρει σε πέρας τα σχέδιά του για την Κρήτη ήταν ο συνώνυμός του Ισμαήλ, ο Γκιριτλής. Πρώτον γιατί ήταν Κρητικός. Δεύτερον, γιατί είχε φήμη ικανού πολέμαρχου. Και τρίτον, γιατί κατά τη γνώμη του αντιβασιλιά ήταν έξυπνος πολιτικός και μπορούσε να χειριστεί το Κρητικό Ζήτημα με διπλωματία.
Ο αντιβασιλιάς της Αιγύπτου απέβλεπε στον κατευνασμό των επαναστατών και την προσέγγιση με τους χριστιανούς της Κρήτης, ώστε στις διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο, τις οποίες μεθόδευε, να έχει ως επιχείρημα την ειρηνική, κατά κάποιο τρόπο, καταστολή της επανάστασης, λόγω της υποτιθέμενης συναίνεσης του Κρητικού λαού στην αιγυπτιακή εξουσία, που θα εξασφάλιζε ο Ισμαήλ Παπαδάκης πασά.
Για την απόκτηση εξ άλλου της Κρήτης από την Πύλη, η Αίγυπτος θα κατέβαλε ένα σημαντικό ποσό ως ενοίκιο κάθε χρόνο, όπως συνέβαινε τότε (αυτό συνέβη και με την Κύπρο δώδεκα χρόνια αργότερα –το 1878– όταν η Αγγλία την απέκτησε από την Τουρκία).
Τα σχέδια όμως του Αιγύπτιου αντιβασιλιά ναυάγησαν και μάλιστα γρήγορα. Μόλις ο υπουργός του των Στρατιωτικών έφθασε στην Κρήτη.
Όταν ο Ισμαήλ, ο Γκιριτλής, αποβιβάστηκε στη Σούδα και πληροφορήθηκε τα γεγονότα στις Βρύσες, ότι δηλαδή εναντίον του αιγυπτιακού στρατού επιτέθηκαν οι Κρήτες επαναστάτες, την 24η Αυγούστου 1866, έγινε έξω φρενών και απέδειξε ότι δεν ήταν σε θέση να χειριστεί «έξυπνα» την κρητική υπόθεση.
Αυτό προκύπτει από αναφορά του Έλληνα προξένου στα Χανιά Νικολάου Σακόπουλου, προς τον υπουργό Εξωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1866, δεκατέσσερις ημέρες δηλαδή μετά την άφιξη του Ισμαήλ φερίκ πασά Παπαδάκη στην Κρήτη.
Ο Ισμαήλ απειλεί με «εκδίκηση».
Γράφει σχετικά ο Σακόπουλος στον υπουργό Δεληγεώργη:
«Τον Ισμαήλ πασάν επεσκέφθην την παρελθούσαν Πέμπτην εις το στρατόπεδόν του… κατά το διάστημα καθ’ ό παρέμεινα παρ’ αυτοίς (σ.σ. ήταν παρών και ο Σαχίν πασά, ο ηττημένος στις Βρύσες), εγένετο λόγος περί της εν Βρύσαις μάχης και ο Ισμαήλ πασάς, όστις λαλεί την απλοελληνικήν, μοι εξέφρασε την λύπην του, διατί οι χριστιανοί να προσβάλουν τον αιγύπτιον στρατόν και τους υπό πυρετού πάσχοντας στρατιώτας (σημειωτέον ότι αι Βρύσαις είναι τόπος κατά την παρούσαν ώραν του χρόνου νοσώδης και ο κατασκηνώσας εκεί στρατός προσεβλήθη από πυρετούς) και διατί, αφού εγένετο συνθηκολόγησις μεταξύ αυτών και του αρχηγού του σώματος έγγραφος και αντηλλάχθησαν όμηροι, να κατακρατήσουν οι επαναστάται εκατόν είκοσι σκηνάς και την λοιπήν αποσκευήν, ήτις έμεινεν εις χείρας των ως παρακαταθήκη. Επί τέλους προσέθηκεν (ο Ισμαήλ), ο αιγύπτιος στρατός είχεν άλλας διαθέσεις δια τους χριστιανούς, αλλά τώρα δεν μένει ειμή να λάβη εκδίκησιν» 4.
Πρόκειται για πολύ σημαντικό κείμενο, διότι δείχνει ότι ο Ισμαήλ, ο Γκιριτλής, ήταν ένας «ανάσκιντος γινατσάρης», όπως έλεγαν οι παλιοί Κρητικοί (αναίσχυντος πεισματάρης δηλαδή). Φανατικός φελάχος, μη έχων σχέση με την αγωγή που θα του έδωσε ο μακαρίτης ιερέας, πατέρας του, ο σφαγιασθείς από τους «κιαφίρηδες» (άπιστους) μουσουλμάνους.
Ήταν τόσο μεγάλη η ισχύς του στην Αίγυπτο (υπουργός Πολέμου και στρατηγός γαρ) που μόνος του αποφάσισε ν’ αλλάξει το σχέδιο του αντιβασιλιά του και από την επιδίωξη της φιλίας του κρητικού λαού που είχε εντολή να επιχειρήσει, θα χρησιμοποιούσε τη σπάθη και το όπλο, για να πάρει εκδίκηση.
Τι ήθελε δηλαδή ο φερίκ Ισμαήλ να πράξουν οι Κρήτες επαναστάτες; Μήπως περίμενε να υποδεχθούν τον αιγυπτιακό στρατό με ανθοδέσμες και νταούλια;
Στρατός κατακτητικός ήταν ο αιγυπτιακός και είχε εκστρατεύσει στις Βρύσες όχι για να δροσιστεί, αλλά για να χτυπήσει την επανάσταση στον Αποκόρωνα. Γι’ αυτό και εγκατέστησε εκεί το στρατόπεδό του.
«Οι στρατιώτες ήταν ασθενείς», υποστήριξε στον Σακόπουλο, ο Ισμαήλ.
Εκπλήσσει, έτσι, ο διατυπούμενος και μάλιστα από στρατηγό, έστω και έμμεσα, υπαινιγμός ότι οι αντίπαλοι οφείλουν να ζητούν πιστοποιητικό υγείας του εχθρού για να κανονίσουν αναλόγως την πορεία τους. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Ισμαήλ ότι οι επαναστάτες δεν έπρεπε να κρατήσουν τις σκηνές και λοιπές αποσκευές των Αιγυπτίων και ότι γι’ αυτό θα έπαιρνε εκδίκηση, δεν ήξερε τι έλεγε, διότι κανονικά θα έπρεπε να είχε ευχαριστήσει τους επαναστάτες που αν και νικητές, φέρθηκαν με μεγαλοψυχία στους ηττημένους, αφού δεν τους πήραν τα όπλα. Για να μην πω και τι άλλα αναγκαία εξαρτήματα, ένδυσης κυρίως, θα μπορούσαν να τους πάρουν…
«Εκδίκηση». Αυτή, λοιπόν, ήταν η απάντηση του Ισμαήλ στους επαναστάτες. Και όχι προσέγγιση.
Εκδίκηση εναντίον ποίου; Εναντίον των συγχωριανών και συμμαθητών του! Εναντίον φίλων του! Εναντίον τέως ομοπίστων του, με τους οποίους έψαλλε εκκλησιαστικούς ύμνους στα παιδικά χρόνια τους, για συνοδεία του ιερέα πατέρα του!
Ο Κρητικός Φαραώ.
Τέτοιο ήταν το «ινάτι» του Ισμαήλ, που το κράτησε μέχρι τον Μάιο του 1867, όταν επικεφαλής του φουσάτου των φελάχων του εκστράτευσε εναντίον της γενέτειρας του, του Ψυχρού και ολόκληρου του Οροπεδίου του Λασιθίου.
Οπότε είναι ν’ απορείς γιατί σπουδαίοι και άξιοι καθ’ όλα συγγραφείς μας εξιδανικεύουν την περίπτωση του Ισμαήλ, σε σημείο που κείμενά τους γι’ αυτόν να αποτελούν ακόμη και υποδείγματα σε μαθητές των σχολείων μας!
Προφανώς οι άξιοι και σπουδαίοι αυτοί, με κάθε ειλικρίνεια τονίζω το «σπουδαίοι» συγγραφείς μας, μάλλον δεν ερεύνησαν καλά την περίπτωση Ισμαήλ και παρασύρθηκαν άθελά τους από ορισμένες περιπτώσεις, που αποσπώμενες από το κάδρο όλης της εικόνας μπορεί να παρασύρουν σε λάθος συμπεράσματα.
Προς υποστήριξη της άποψής μου ότι ο φερίκ Ισμαήλ πασά, ο «Γκιριτλής», είχε δύναμη μεγαλύτερη και από τον αντιβασιλιά του, δύναμη Φαραώ, προκύπτει από την έκθεση του Σακόπουλου προς τον υπουργό Δεληγεώργη, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1866, στην οποία ο Έλληνας πρόξενος στα Χανιά τονίζει:
«Την επιούσαν της επισκέψεώς μου, ο Ισμαήλ ήλθε παρ’ εμοί προς αντεπίσκεψιν. Ήθέλησα τότε να φέρω την ομιλίαν εις το περί παραχωρήσεως της Κρήτης εις τον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου θέμα, περί ού πολύν λόγον είχα κάμει μετά του Σαήν πασά, πλην φαίνεται ότι το εν Βρύσαις συμβάν, όπερ βαρέως φέρουσι, μετήλλαξε τας ιδέας του, διό άνευ περιστροφής μοι απήντησεν ότι αυτό τώρα δεν γίνεται».
Με άλλα λόγια ο φερίκ Ισμαήλ πασά, ο «Γκιριτλής», αποφάσιζε ακόμη και για την εξωτερική πολιτική της Αιγύπτου(!), ίσως χωρίς να συνεννοηθεί με τον Αιγύπτιο αντιβασιλιά, διότι η επικοινωνία δεν ήταν τότε ευχερής, λόγω των μεγάλων αποστάσεων και της έλλειψης των σύγχρονων μέσων.
Στην ίδια αναφορά του ο Σακόπουλος αφήνει να φανεί ότι η εκδίκηση των Αιγυπτίων για την οποία του μίλησε ο Ισμαήλ, είχε ήδη αρχίσει.
«Ο αιγύπτιος στρατός, τονίζει ο Έλληνας πρόξενος στα Χανιά Σακόπουλος, εστρατοπεδευμένος έξωθι της πόλεως ελεηλάτησε κατ’ αυτάς την εκκλησίαν του κοιμητηρίου των Ορθοδόξων Άγιον Λουκάν συντρίψας τας αγίας εικόνας και ανατρέψας την Αγίαν Τράπεζαν, τους δε τάφους ανέσκαψεν. Ωσαύτως και ετέραν εκκλησίαν, τον Άγιον Ιωάννην, κείμενον πλησίον του άλλου στρατοπέδου, εσύλησαν οι ίδιοι, έν δε δισκοπότηρον επωλήθη αντί 100 παράδων».
Η σφαγή στο Αρκάδι.
Η εκδίκηση την οποία υποσχέθηκε ο Ισμαήλ πασά στον υπ’ αριθμόν 1 αντιπρόσωπο της Ελλάδας στην Κρήτη, τον πρόξενο στα Χανιά Νικόλαο Σακόπουλο, επρόκειτο να πάρει δραματική διάσταση στη Μονή Αρκαδίου, όταν από τις 12:00 το μεσημέρι της Τετάρτης, 9 Νοεμβρίου 1866, ο Αιγύπτιος υπουργός και στρατηγός ανέλαβε την ηγεσία ολοκλήρου του τουρκοαιγυπτιακού στρατού που εισέβαλε στο ιστορικό, οκτώ αιώνων μοναστήρι.
Όλες οι φοβερές καταστροφές στον ναό του μοναστηριού και οι σφαγές μαχητών και αμάχων έγιναν μεταξύ της 12ης μεσημβρινής και της 5ης ή 6ης απογευματινής που ανατινάχθηκε η πυριτιδαποθήκη, αλλά και μετά την ανατίναξη.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι σφαγείς που εισέβαλαν στον περίβολο πέρασαν από όλα τα κελιά της Μονής και ζητούσαν από τους εντός αυτών πολεμιστές, οι οποίοι τους πυροβολούσαν μέχρι τότε από τους φεγγίτες και τα παράθυρα των κελιών και τις τυφεκιοθυρίδες, να εξέλθουν απ’ αυτά, να πετάξουν τα όπλα τους και να παραδοθούν, υποσχόμενοι, στο όνομα του Αλλάχ, ότι δεν επρόκειτο να τους αφαιρέσουν τη ζωή.
Όσοι τους πίστεψαν και βγήκαν και παραδόθηκαν, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να επιμείνουν στην εντός των κελιών παραμονή τους, διότι τους είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά, σφάχτηκαν ζωντανοί.
Αναφερόμενος στο όργιο των σφαγών των χριστιανών μαχητών και αμάχων εντός της Μονής, ο πρόξενος Σακόπουλος, σε αναφορά του προς τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Δεληγεώργη, αποκαλύπτει μια ακόμη βαρβαρότητα του εχθρού:
«Ερευνήσαντες δε (σ.σ. οι εισβολείς) μεταξύ των πτωμάτων και δια λαμπάδος τιθεμένης εις τους ρώθωνας αυτών, ανακαλύψαντες και τινας απλώς πληγωμένους ή προσποιούμενους τον νεκρόν, τους κατέσφαξαν άπαντας»5.
Τα ξημερώματα της Πέμπτης, 10 Νοεμβρίου 1866, οι αιχμαλωτισθέντες οδηγήθηκαν ενώπιον του Ισμαήλ πασά στη θέση Μελισσόκηπος. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν και εθελοντές από την Ελλάδα, με επικεφαλής τους τον φρούραρχο Αρκαδίου, ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού Ιωάννη Δημακόπουλο, από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου.
Διακρίνονταν όλοι από τη στολή του Έλληνα στρατιωτικού. Από τους έξι αυτούς όμως, μόνο οι τρεις ήταν από την Ελλάδα. Οι άλλοι τρεις ήταν Κρητικοί που τους άρεσε να φορούν την ελληνική στολή. Το θεωρούσαν τιμή τους. Και δεν προσπάθησαν να πουν στους δεσμώτες τους ότι ήταν Κρήτες. Παρότι γνώριζαν ότι οι εθελοντές εκτελούνταν. Ήθελαν να συνοδεύσουν στην αιωνιότητα τους εξ Ελλάδος εθελοντές.
Δύο απ’ αυτούς μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης και ο Νικόλαος Γαληνάκης αναγνωρίστηκαν από Τουρκοκρήτες ατάκτους που ήταν παρόντες στο περιστατικό και είπαν ενώπιον του Ισμαήλ ότι επρόκειτο για Κρητικούς.
Όμως ο Ισμαήλ έκανε πως δεν άκουγε και έδωσε διαταγή να εκτελεστούν. Εκτελέστηκαν με λογχισμούς. Ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης μάλιστα από το χωριό Αμνάτος Ρεθύμνης θανατώθηκε δια λογχισμών ενώπιον της μητέρας του Χαρίκλειας Δασκαλάκη, η οποία έχασε στην επανάσταση του 1866-69 άλλους δύο γιους της, τον Γεώργιο και τον Αντώνιο.
Σύμφωνα με αφήγηση του αυτόπτου μάρτυρα και αιχμαλώτου Κανάκη Ι. Κανακάκη, που καταγράφει στο βιβλίο του ο Τιμ. Βενέρης, μετά τη θανάτωση των έξι αιχμαλώτων – εθελοντών, Τουρκοκρήτες και Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες απέκοψαν τα κεφάλια των θανατοθέντων (τους οποίους αποτελείωσαν με πυροβολισμούς) και τα πέταξαν μπροστά στους άλλους αιχμαλώτους.
Η σκηνή διαδραματίστηκε ενώπιον του Ισμαήλ πασά, ο οποίος δεν αντέδρασε. Αν δεν έδωσε τη διαταγή, προηγουμένως ο ίδιος. Τους νεκρούς ενταφίασαν η Χαρίκλεια Δασκαλάκη και τρεις ή τέσσερις θυγατέρες της που ήταν παρούσες στο δράμα.
Ο «Μισιρλής επέμενε να μας τουφεκίσουνε».
Όπως ανέφερε ο Κανακάκης η μητέρα του εκτελεσθέντος Γαληνάκη, Μακρέ Μαρούλη, η οποία γνώριζε τουρκικά άκουσε διάλογο μεταξύ του Μισιρλή (Αιγύπτιου) πασά, του Ισμαήλ δηλαδή και του πασά του Πολίτικου (από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη) στρατού.
«Ο Μισιρλής επέμενε να μας τουφεκίσουνε (σ.σ. και τους άλλους αιχμαλώτους, δηλαδή, τους άμαχους), διότι είχε χάσει πολύ ασκέρι» (στρατό) (σ.σ. ο εκ Ψυχρού Αιγύπτιος στρατηγός – «χασάπης» ήθελε εκδίκηση) και η Μακρέ Μαρούλη συνεχίζοντας τη διήγησή της είπε:.
«Ο άλλος πασάς του έλεγε ότι δεν είχε το δικαίωμα να αποφασίσει αυτός δια το ζήτημα τούτο, διότι ήτο μόνον βοηθός» (σ.σ. εννοούσε ότι είχε αντικαταστήσει τον επικεφαλής Σουλεϊμάν πασά που είχε τραυματιστεί σοβαρά και αποσύρθηκε από το πεδίο της μάχης).
»Δεν είναι σωστό, του έλεγε (ο εκ Κωνσταντινουπόλεως πασάς), να τουφεκίσουμε ανθρώπους που παραδοθήκανε στο στρατό». Ο Κανακάκης στη συνέχεια της αναφοράς του επεσήμανε ότι στο σημείο που εκρατούντο οι αιχμάλωτοι και όπου ήταν ο Ισμαήλ πασάς με το επιτελείο του, έφθασε προερχόμενος από τη Μέση, απεσταλμένος του πατέρα του Μουσταφά, ο Χασάν μπέης, ο οποίος πλησίασε τον Αιγύπτιο πασά, τον αποκαλούμενο Μισιρλή (τον Ισμαήλ Παπαδάκη δηλαδή) και του είπε ότι δεν πρέπει να εκτελεστούν οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι. Ο σχετικός διάλογος που έχει καταχωρηθεί από τον Τιμόθεο Βενέρη στο βιβλίο του έχει ως έξης:
Γιος Μουσταφά (Χασάν μπέης), απευθυνόμενος προς τον Ισμαήλ πασά: «Που είναι οι λιάπηδες» (εννοούσε τους εθελοντές εξ Ελλάδος).
Μισιρλής πασά (σ.σ. Ισμαήλ Παπαδάκης): «Τους τουφέκισα».
Γιος Μουσταφά: «Μα του βασιλιά την κεφαλή (σ.σ. ήταν όρκος των φανατικών Οθωμανών της εποχής) δεν ξέρω πως θα τα βγάλετε πέρα με τον μπαμπά μου, που μ’ έστειλε να του τσοί πάω» (σ.σ. Η αντικατάσταση της αντωνυμίας «τους» με την κρητική «τσοί», σημαίνει ότι ο διάλογος μπορεί να έγινε στην κρητική διάλεκτο την οποία γνώριζαν και οι δύο. Εκτός εάν το «τσοί» είναι του αφηγητή - μάρτυρα της συζήτησης).
Μισιρλής πασά (σ.σ. Ισμαήλ Παπαδάκης): «Εμένα μου χάθηκε τόσος στρατός και πως ετουφέκισα μερικούς αντάρτες είναι μεγάλο πράγμα! (σ.σ. Ο απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας Καΐρου, ο στρατηγός και υπουργός Ισμαήλ, δεν λαμβάνει υπόψη του τα στρατιωτικά ειωθότα για την εκτέλεση των αιχμαλώτων και επιζητεί την εκδίκηση για την οποία μίλησε στον Σακόπουλο).
Εξάλλου αυτό υπονοεί ο ίδιος με τη φοβερή φράση του: «Εμένα μου χάθηκε τόσος στρατός και πως ετουφέκισα μερικούς αντάρτες είναι μεγάλο πράγμα;».
Ο Κανακάκης συμπληρώνει την αφήγησή του λέγοντας ότι οδηγούμενοι οι αιχμάλωτοι στο χωριό Μέση, όπου είχε διατάξει ο Μουσταφά να μεταφερθούν, «στο δρόμο είδαμε την κεφαλή του Ηγουμένου επάνω σε μια πέτρα. Οι Τούρκοι τον εφτούσανε και μας λέγανε: «Να του μεγάλου σας παπά την κεφαλή!»6.


1 Τιμόθεου Μ. Βενέρη: «Το Αρκάδι δια των αιώνων», έκδοση ΠΥΡΣΟΣ, Αθήνα 1938.
2 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος έκτος, τεύχος Α΄, επιμέλεια Ελευθερίου Πρεβελάκη και Βασιλικής Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη.
4 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος έκτος, τεύχος Α΄, επιμέλεια Ελευθερίου Πρεβελάκη και Βασιλικής Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη.
5. ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος έκτος, τεύχος Α΄, επιμέλεια Ελευθερίου Πρεβελάκη και Βασιλικής Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη.
6. Τιμόθεου Μ. Βενέρη: «Το Αρκάδι δια των αιώνων», έκδοση ΠΥΡΣΟΣ, Αθήνα 1938, σελ. 386-389.

ΠΗΓΗ
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως