27 Δεκεμβρίου 2016

Το ιστορικό πλαίσιο του Κρητικού ζητήματος

Πρόκειται για την πιο τεκμηριωμένη ιστορική καταγραφή του Κρητικού ζητήματος από το (1978 έως το1897) που έχει υποπέσει στην αντίληψη μου.


Μετά τόν ρωσοτουρκικόν πόλεμον (1876 - 1878) και συνεπεία τών αποφάσεων τοΰ συνεδρίου τοΰ Βερολίνου, τό άρθρο 23 τής συνθήκης του Βερολίνου διεκήρυξε, ότι ή Πύλη ύπεχρεούταν να εφαρμόσει αυστη­ρώς αυστηρά στη Κρήτη τόν όργανικόν νόμον του 1868 με τις αναγκαίες τροποποιήσεις. Κατ έφαρμογή των ως ανω, η Πύλη παρεχώρησε στην Κρήτην τον Όκτώβριο 1878 τόν λεγόμενο «Χάρτη της Χαλέπας». 

Ό Χάρτης της Χαλέπας προέβλεπε, ότι ό γενικός διοικητής θα διοριζόταν για μία πενταετία και όταν αν ήταν μουσουλμάνος θα είχε χριστιανό σύμβουλο και αντίστροφα. Ή γενική συνέλευση, που θα απετελείτο απο 49 χριστιανούς και 31 μουσουλμάνους θά συνεδρίαζε για 40 μέχρι 60 ημέρες κατ' έτος, τα δε ψηφίσματα αυτής θα κυρώνονταν υποχρεωτικά, εφόσον δεν αντέβαιναν στις αρχές της τουρ­κικής νοιιοθεσίας και στά κυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου. Στις δημόσιες θέσεις θα προτιμούνταν οί Κρήτες, επίσημης δε γλώσσα της συνελεύσης των δικαστηρίων θά ήταν ή ελληνική. Τέλος, μέρος των εσόδων της νήσου θά προοριζόταν για κοινωφελή έργα και θα παρέχονταν διάφορες φορολογικές διευκολύνσεις στους Κρήτες. Ο Χάρτης της Χαλέπας παραβιάστηκε επανειλημμένα, η δε κατάσταση στο νησί δεν ηρέμησε, επειδή αφενός μεν η Τουρκία δεν είχε πρόθεση να βοηθήσει την εξελικτική πορεία του κρητικού λαού προς την ελευθερία του, αφετέρου δε επειδή οι Κρήτες δεν έδειξαν την κατάλληλη αυτοσυγκράτηση κατά την ασκηση των έστω περιορισμένων δικαιωμάτων, τα οποια τους παρασχέθηκαν. Ο κομματικός αγώνας στην Κρήτη κατά την περίοδο 1880 - 1890 ύπηρξε ομολογουμένως οξύτατος καί δημιούργησε ατμόσφαιρα διχασμού, ή οποία εξυπηρετούσε τα σχέδια εκείνων των δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν με κανένα τρόπο την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Εξάλλου, τα πολιτικά κόμματα στη μητέρα πατρίδα, υιοθετούσαν τις πιο έξαλλες θέσεις ως προς το κρητικό ζήτημα και η σύγχυση που επικρατούσε στην πολιτική μας ζωή δεν βοηθούσε την κατάσταση.


Τό 1889 νέα αιματηρά άναμέτρηση μεταξύ χριστιανών καί μουσουλμάνων στήν Κρήτη, προεκάλεσε μεταξύ άλλων σημαντική διακοίνωσιν της ελληνικής κυβέρνησης προς τις κυβερνήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων, ότι «εάν δεν παρενέβαινον εκείνες για την ειρήνευση στο νησί, η Ελλάδα θά επενέβαινε με τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις». Στις απαντήσεις τους οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αρνιόντουσαν στην Ελλάδα το δικαίωμα της επεμβάσεως, αλλά ζήτησαν από την Πύλη την επαναφορά της τάξης στην Κρήτη και την περιστολή των βιαιοπραγιών του μουσουλμανικού στοιχείου του νησιού. Το 1889 παρατηρείται από πολιτική άποψη πολιτικής ισχύος μία προσέγγιση της Γερμανίας με την Τουρκία, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα να εκδηλωθεί μεγαλύτερη φροντίδα της Μεγάλης Βρετανίας έναντι της Ελλάδας. Αυτή ή διπλωματική δραστηριότητα οδήγησε την Αγγλία να βεβαιώσει ότι δεν επιθυμούσε μεν να ασκήσει οιασδήποτε μορφής έλεγχο στην Κρήτη, αλλά ότι μεριμνούσε για να εξασφαλίσει την ειρήνη και την τάξη στο νησί. Η ενίσχυση, όμως την οποία παρέσχε στον σουλτάνο η προσέγγιση της Γερμανίας και ακριβώς επειδή οι Δυνάμεις δεν συμφωνούσαν για μία από κοινού ενέργεια για το πρόβλημα αυτό, επέτρεπε στην Τουρκία όχι μόνο να μην εφαρμόζει το Χάρτη της Χαλέπας αλλά και να κηρύξει το στρατιωτικό νόμο στο νησί. Τον Απρίλιο 1890 ο διοικητής του νησιού Σακήρ πασάς αντικατεστάθηκε από έκτακτο στρατιωτικό διοικητή, τον Τσεβάτ πασά, ο οποίος ήρε το στρατιωτικό νόμο και παραχώρησε γενική άμνηστία στους πρωτεργάτες της επανάστασης, αλλά στην ουσίας περιόρισε τις ελευθερίες.
Επί μία πενταετία οι χριστιανοί της Κρήτης δεν μετείχαν στα πολιτικά πράγματα, ο δε Τσεβάτ πασάς άσκησε τη διοίκηση με απεριόριστα δικαιώματα. Η πίεση όμως, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας, προς την Πύλη, την ανάγκασε να ακολουθήσει μετριοπαθέστερη στάση και το Μάρτιο του 1895, όταν ο χριστιανός Αλέξανδρος Καραθεοδωρής πασάς διορίστηκε γενικός διοικητής της Κρήτης για πρώτη φορά ύστερα από το 1889, από τότε δηλαδή που είχε ανακληθεί ο Σαρντίνσκυ. 
Η πράξη αυτή του διορισμού του, που δεν ήταν άσχετη όπως αναφέρθηκε με το αρμενικό, θεωρήθηκε καμπή τουλάχιστο ως προς τα πρόσωπα και όχι ως προς τους θεσμούς, που είχαν στην πράξη καταργηθεί, αλλά ήταν ακόμα άγνωστη η τύχη τους. Πριν από τον Καραθεοδωρή είχαν προηγηθεί αρκετοί Τούρκοι πασάδες στη γενική διοίκηση της Κρήτης. Τον Σακήρ πασά είχε αντικαταστήσει ο Τζεβάτ πασάς, άνθρωπος με διαλλακτική στάση, που δεν ικανοποίησε όμως τους Τούρκους και ανακλήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο Μαχμούτ Τζελλαλεδίν πασάς που εφάρμοσε «πολιτική πυγμής», η οποία στην πραγματικότητα έδειχνε άνθρωπο με τυπικές πεπαλαιωμένες τουρκικές μεθόδους. Κατέβηκε συνοδευόμενος από «πλήθος πειναλέων θεσιθηρών και γέμισε το νησί με τρόμο και τις φυλακές με αθώα θύματα. Οι πρόσοδοι του νησιού κατασωτεύτηκαν άσωτα, ο στρατιωτικός νόμος εφαρμόστηκε σε όλη του τη σκληρότητα, αθώα θύματα στάλθηκαν στην αγχόνη και τα στρατοδικεία έστελναν κατά δεκάδες κατάδικους στις φυλακές της Ρόδου και τις ερήμους της Βεγγάζης».
Την κάθοδο του Καραθεοδωρή χαιρέτισαν οι χριστιανοί της Κρήτης με ενθουσιασμό κάτι που επιδίωκε και ο σουλτάνος. Ο Γεώργιος Παπαδοπετράκης σε γράμμα του προς το Γεώργιο Τσόντο (27 Φεβρουαρίου 1895) περιγράφει την ατμόσφαιρα ως εξής: «Από την ημέρα που έγιναν εδώ γνωστές η αλλαγή και ο διορισμός Χριστιανού Διοικητή, τόσο μεγάλη χαρά κατέλαβε το χριστιανικό στοιχείο ώστε εκδήλωσαν τη χαρά τους με συμπόσια όπου έτρεξε άφθονο κρασί και με κατάλληλες τραγωδίες εκδήλωσαν τη χαρά τους, οι δε εδώ πολιτευόμενοι έδειξαν τέτοια χαρά, ώστε σήμερα, όταν είχε διαδοθεί ότι θα φθάσει, έχουν ετοιμάσει σοβαρές υποδοχές μέχρι και λαμπαδηφορίες και έχουν γράψει στις επαρχίες όπου θα έλθουν πάρα πολλοί, ώστε η υποδοχή να είναι πομπωδέστερη».
Το έργο του Καραθεοδωρή ήταν δυσχερέστατο. Τα προβλήματα που του κληροδότησε η σπατάλη του Μαχμούτ πασά στον οικονομικό τομέα ήταν σοβαρότατα. Οι μισθοί πολλών Τούρκων ήταν καθαρές αργομισθίες και ο περιορισμός των θέσεων ήταν το σημαντικότερο μέτρο που έπρεπε να ληφθεί.
Το Μάιο του 1895 ο Καραθεοδωρής συγκάλεσε τη Γενική Συνέλευση. «Οι Σφακιανοί» γράφει ο Παπαδοπετράκης «απέσχαν από τη Βουλή, με έγγραφό τους δε προς τη Γενική Συνέλευση ζητούν τους τέσσερις τους ανέκαθεν εξέλεγαν. Μετά από όλα αυτά η Βουλή εξακολουθεί να εργάζεται τακτικά ενώ οι Σφακιανοί απουσίαζαν». Και πάρα κάτω: «η θέση των Σφακιανών είναι σήμερα πολύ λεπτή, διότι η απουσία τους δεν προκαλεί καμία αίσθηση, περιφρονούνται δε ελεεινότατα, ούτε κάν ένας Σφακιανός δεν λαμβάνεται υπόψει κατά τη διανομή των δημοσίων θέσεων τις οποίες έχουν ορίσει μέχρι τότε σε ποιους θα περιέλθουν». Μέσα σε μια συμβιβαστική ατμόσφαιρα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ο γενικός διοικητής απέσπασε ένα ελάχιστο όρο κοινών αιτημάτων και των δύο κοινοτήτων, που αντιπροσώπευαν ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της Κρήτης, το οποίο υποβλήθηκε στο σουλτάνο. Αλλά αυτό το κλίμα ευφορίας ως προς τις μετριοπαθείς απαιτήσεις θα διαρκούσε λίγο. Ο γενικός διοικητής πιστεύοντας στην προσωρινότητα αυτού του κατευνασμού έσπευσε να διαλύσει τη συνέλευση προτού οι χριστιανοί βουλευτές αφυπνιστούν και ζητήσουν αποκατάσταση των προνομίων που είχαν χαθεί. Ο σουλτάνος δεν έδειξε προθυμία να εκπληρώσει ούτε τις ελάχιστες εκείνες απαιτήσεις, όπως του είχαν διατυπωθεί. Έτσι αποδεικνυόταν ότι η πράξη του να διορίσει χριστιανό διοικητή ήταν μια χειρονομία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Από την άλλη πλευρά και οι τουρκοκρητικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι μια επιτυχία του χριστιανού διοικητή στο έργο της διοικήσεως. Οπωσδήποτε επιθυμούσαν να δυσκολέψουν την ομαλή πολιτική ζωή του νησιού. Τα προσκόμματα αυτά δημιούργησαν μια δυσοίωνη προοπτική. Ο ίδιος ο Καραθεοδωρής, ο οποίος «πριν από μερικά χρόνια έπαθε και έκτοτε παρήκμασε σωματικά και πνευματικά», όπως μας πληροφορεί ο Βυζάντιος, δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να διαχειριστεί τόσο δύσκολες καταστάσεις και να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Πιθανόν ο σουλτάνος στέλνοντάς τον να υπολόγιζε και σ’ αυτό, ευχόμενος, όπως και οι μουσουλμάνοι της Κρήτης, να αποτύχει και να τον ανακαλέσει.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις οργανώθηκε στο Βάμο η Μεταπολιτευτική Επανάσταση, η οποία άρχισε ουσιαστικά με την υπογραφή ενός Υπομνήματος στις Μεγάλες Δυνάμεις και κατέληξε σε πολεμικές επιχειρήσεις, που, αν και δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα, οδήγησαν όμως στη συγκρότηση της «Γενικής Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών», που διαδέχτηκε την «Κεντρική Επιτροπή της Μεταπολίτευσης της Κρήτης», η οποία κατηύθυνε τις ενέργειες των Κρητικών από το φθινόπωρο του 1895 ως τις αρχές του 1896. Οι ενέργειες των «μεταπολιτευτικών» είχαν αρχικά σκοπό να πιέσουν την κατάσταση και όχι να εξωθήσουν τα πράγματα στα άκρα, πράγμα που δεν κατάφεραν ωστόσο, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν αιματηρά γεγονότα σε βάρος του πληθυσμού, υλικές ζημιές και άμεσους κινδύνους. Φαινομενικά, η όλη κίνηση έκανε κακό, στην πραγματικότητα όμως είχε σαν αποτέλεσμα να μεταβληθεί η στάση πολλών και να αναθεωρηθούν οι συντελεστές που διαμόρφωναν την κατάσταση στο νησί.
Η απαρχή έγινε με ένα υπόμνημα που συνέταξε ο Μανούσος Κούνδουρος, ψυχή της κίνησης, ο οποίος υποστηριζόταν από τους Σφακιανούς και τους Αποκορωνιάτες. Το κείμενο του υπομνήματος «είχε συνταχθεί με μεγάλη τέχνη, φρόνηση, περίσκεψη και γνώση των πολιτικών περιστάσεων στην Ευρώπη», όπως γράφει στο ημερολόγιό του ο Ιωσήφ Λεκανίδης, ο οποίος στην αρχή ήταν φιλύποπτος σχετικά με ό,τι προερχόταν από τον Κούνδουρο γιατί φοβόταν μήπως περιείχε παγίδα αγγλικής επινόησης. Ωστόσο ο Λεκανίδης το μελέτησε, το υπόγραψε και στη συνέχεια αναδείχτηκε κορυφαίος παράγοντας των «μεταπολιτευτικών». Με το κείμενο εκείνο που έφερε τον τίτλο «Υπόμνημα εκδοθέν και υπογραφέν την 3η Σεπτεμβρίου στο Κλίμα και τη 10η Σεπτεμβρίου 1895 στην Κράπη προς τους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδας στα Χανιά», οι μεταπολτευτικοί επιδίωκαν ένα είδος μερικής αυτονομίας και όχι την ένωση με την Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν αντίθετοι σ’ αυτή. Απλά έχοντας την πείρα από τις προηγούμενες ατυχείς επαναστάσεις θεωρούσαν ότι η ένωση, για την ώρα τουλάχιστον, ήταν απραγματοποίητη και έπρεπε να μεσολαβήσει κάποιο ενδιάμεσο καθεστώς στο νησί. Τον πρόλογο ακολουθούσαν 50 άρθρα και επιπλέον επεξηγήσεις και διευκρινίσεις. Στην αρχή γινόταν μια εκτενής ιστορική αναδρομή στο πρόβλημα της Κρήτης. Στη συνέχεια περιγραφόταν η τότε κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί ύστερα από την κατάλυση των προνομίων και ζητιόταν η βελτίωση των πολιτικών θεσμών της Κρήτης, σύμφωνα με τις ακόλουθες γενικές γραμμές: Η Εκτελεστική Εξουσία να ανατεθεί σε Κυβερνήτη του ίδιου θρησκεύματος με την πλειοψηφία του κρητικού λαού. Θα τον διόριζε βέβαια ο σουλτάνος για 5 χρόνια, αλλά δεν θα τον ανακαλούσε όποτε εκείνος ήθελε, παρά μόνο αν το ζητούσε ο λαός ύστερα από παράπονα εναντίον του. Στη συνέχεια αναφερόταν σε ένα κεντρικό Συμβούλιο. Κατόπιν έθετε το θέμα τα Νομοθετικής εξουσίας (άρθρα 12-27) και αμέσως ύστερα αναφερόταν στα Οικονομικά. Στο άρθρο 28 γινόταν λόγος για ένα πάγιο ποσό ετήσιου φόρου υποτελείας που θα ανερχόταν σε 15.000 λίρες Τουρκίας. Πέρα από αυτή την υποχρέωση η Κρήτη «αποκτά πλήρη ελευθερία ως προς τη διαχείριση και διάθεση των δημοσίων προσόδων της». Τα άρθρα 36-41 αναφέρονταν στην ένοπλη δύναμη του νησιού. Στη χωροφυλακή θα περιλαμβάνονταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, στην αναλογία του πληθυσμού, ενώ η Τουρκία δεν θα επιτρεπόταν να έχει στρατό περισσότερο από 4.000 άνδρες. Τέλος στο θέμα της δικαιοδοτικής εξουσίας οι αναιρεσείοντες δεν θα προσέφευγαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου καθήκοντα θα εκτελούσε Ακυρωτικό, από 4 εφέτες και τον πρόεδρο του Εφετείου Χανίων, ως προς τις αναιρεσίβλητες αποφάσεις των Πρωτοδικείων. Για τις αποφάσεις του Εφετείου θα ήταν αρμόδιο ένα Ακυρωτικό που θα απαρτιζόταν από μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου. Το άρθρο 47 ζητούσε επίσης ότι «στην ποινική νομοθεσία του Νησιού δεν θα αναγραφόταν η θανατική ποινή».
Η πολύ προσεκτική διατύπωση των αξιώσεων οφειλόταν στους εύλογους δισταγμούς των συντακτών του Υπομνήματος να έρθουν σε σύγκρουση με το πνεύμα που επικρατούσε μέσα και έξω από την Κρήτη, κυρίως στην Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μέσα στην Κρήτη υπήρχε η τάση για καλόπιστη συνεργασία με το χριστιανό διοικητή στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι των ανατολικών επαρχιών ήταν ανέκαθεν οι συντηρητικότεροι, ενώ των δυτικών οι επαναστατικότεροι. Η αντίθεση αυτή ήταν και τώρα προφανής. Αλλά τις ενέργειες της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής μέμφονταν και οι πολιτικοί πρόσφυγες που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Αυτοί, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν μεγάλα ονόματα αγωνιστών της επανάστασης του 1866, θεωρούσαν πρόωρη κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καταλήξει σε επανάσταση. Αλλά και όσοι ήσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, ο Παρθένιος Περίδης, ο Ματθαίος Μυλωνογιαννάκης, ο Βασίλης Ψιλάκης και άλλοι, βρίσκονταν σε προστριβές μεταξύ τους και δεν κατάφερνα να οργανώσουν συστηματικά την αποστολή βοήθειας στο νησί.
Οι πρόξενοι των Δυνάμεων μετά την επίδοση σ’ αυτούς του Υπομνήματος συνέστησαν μόνο την εγκατάλειψη κάθε παραπέρα ενέργειας και την αναχώρηση των αρχηγών της Επιτροπής, δεκαπέντε περίπου ατόμων, για την Ελλάδα. Αλλά και ο υποστηρικτής του κρητικού αγώνα, Παρθένιος Κελαϊδής συνιστούσε, όπως γράφει στο Ημερολόγιό του ο Λεκανίδης «να παραιτηθούμε από το κίνημά μας, αφού προηγουμένως αναθέσουμε την υπόθεσή μας στην Κρητική Βουλή. Αυτό μας κινεί τον οίκτο και τον γέλωτα ταυτόχρονα».
Αλλά και ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές ανέφερε στο Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα ότι, παρόλο που δεχόταν την απομάκρυνση της Επιτροπής, από την άλλη μεριά δεν ήταν βέβαιος αν μια άλλη επιτροπή δε θα αντικαθιστούσε την Επιτροπή του Κούνδουρου. Γενικά η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν υπέρ μιας αυτονομιστικής κίνησης, όπως ήταν η Μεταπολιτευτική Επανάσταση. Η αυτονομιστική κίνηση περιείχε τον κίνδυνο να περιέλθει η Κρήτη σε μια ξένη δύναμη ή να απομακρύνει τους Κρήτες από την Ελλάδα. Αυτό το τελευταίο άλλωστε ήταν και ο ελάχιστος όρος των ξενικών επιδιώξεων. Γι’ αυτό παρατηρήθηκε κάποια διαφορά ανάμεσα στη στάση του Σκουζέ και του γενικού προξένου της Ελλάδας στην Κρήτη Νικολάου Γεννάδη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρούσε κατάλληλο το διεθνές κλίμα για να αναζωπυρωθεί το θέμα της Κρήτης. Ο Γεννάδης συνυπέγραφε την κοινή δήλωση Αγγλίας – Γαλλίας –Ρωσίας και Ιταλίας για τη διάλυση της Επιτροπής. Ο Σκουζές μολαταύτα διαβεβαίωνε τον αντιπρόσωπο των επαναστατών Γ. Αποστολάκη πως η κυβέρνηση δεν είχε σαν σκοπό τη διάλυσης της Επιτροπής, αλλά την ικανοποίηση των συμφερόντων του λαού της Κρήτης. Η υπογραφή του Γεννάδη είχε ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 1895 και η δήλωση στον Αποστολάκη έγινε στις 27 Ιανουαρίου 1896. Αλλά και η δημιουργία ενός τετελεσμένου γεγονότος απορριπτόταν τότε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ζητούσε την επίλυση του Κρητικού ζητήματος με διπλωματικά μέσα και επιδίωκε να μην ενισχυθεί ο τουρκικός στρατός στην Κρήτη αλλά να επαναφέρει το παλαιό καθεστώς.
Όπως ήταν φυσικό οι ενέργειες της Επιτροπής προκάλεσαν την αντίδραση του γενικού διοικητή. Ο Καραθεοδωρής διέταξε τη σύλληψη και φυλάκιση ενός από τα μέλη της Επιτροπής, που ενεχείριζε στους προξένους το Υπόμνημα, πράξη ωστόσο αψυχολόγητη και χωρίς σημμασία, γι’ αυτό και τον απόλυσε σε λίγο. Το Μανούσο Κούνδουρο όμως τον έπαυσε από τη θέση του σαν πρωτοδίκη Βάμου, και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ακόμα διαγράφηκαν από τη δύναμη του Πρωτοδικείου Βάμου και όσοι δικηγόροι έλαβαν μέρος στην Επιτροπή. Επρόκειτο ωστόσο η Διοίκηση να προβεί και σε δυναμικές ενέργειες και έτσι, στις 17 Οκτωβρίου 1895, όταν πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή με την ένοπλη φρουρά της πήγαινε από του Ασκύφου των Σφακιών στην Ασή Γωνιά το Αποκορώνα, έστειλε απόσπασμα χωροφυλακής να την συλλάβει χωρίς όμως να το κατορθώσει. Έτσι η πρώτη αυτή επιχείρηση εναντίον της Επιτροπής αποτέλεσε και την πρώτη αποτυχία της Εξουσίας. Ακολούθησε σοβαρότερη σύγκρουση στο χωριό Επισκοπή και κατόπιν στους Κάμπους, όπου οι Τούρκοι είχαν 156 νεκρούς και τραυματίες. Αν συγκριθεί η πρώτη αψιμαχία ή μάλλον ο αφοπλισμός του αποσπάσματος χωροφυλακής στην Ασή Γωνιά με τη μάχη στις Βρύσες, τα γεγονότα δείχνουν ότι η κατάσταση χειροτέρευε για τους Τούρκους και δικαίως η όλη κίνηση ονομάστηκε «Επανάσταση» ή πιο σωστά εξέγερση, και απέδειξε την ανικανότητα του Καραθεοδωρή να ελέγξει την κατάσταση. Έτσι το Μάρτιο του 1896 ο Βαλής αντικαταστάθηκε από τον Τουρχάν πασά. Ο Καραθεοδωρής, που είχε διαπρέψει σαν διπλωμάτης και εκπρόσωπος της Τουρκίας στο Συνέδριο του Βερολίνου, απέτυχε και έφυγε χωρίς να αφήσει καλές εντυπώσεις πίσω του. Ο Τουρκαλβανός Τουρχάν, που έφτασε για δεύτερη φορά αν και είχε φήμη σώφρονα ανθρώπου και δεν είχε αφήσει κακές εντυπώσεις στο νησί, αντιμετώπιζε αυτή τη φορά την οργή των χριστιανών που έβλεπαν πάλι σαν γενικό διοικητή όχι χριστιανό αλλά μουσουλμάνο. Ο Τουρχάν είχε εφοδιαστεί με φιρμάνι αμνηστίας για τους μεταπολιτευτικούς, που την απέριψαν όμως, αποδοκιμάζοντας έτσι μαζί με το διορισμό μουσουλμάνου γενικού διοικητή την «εξομοίωση της Κρήτης με τα λοιπά βιλαέτια της οθωμανικής αυτοκρατορίας». Ο Τουρχάν, ο οποίος έφερε για βοηθό του χριστιανό κάποιο Γιάγκο Βυθινό εφέντη, είχε πάρει μαζί του και 25.000μ λίρες, ποσό σημαντικό για την εποχή αν αναλογιστούμε ότι η «Μεταπολιτευτική Επιτροπή» καθόριζε τον ετήσιο φόρο της Κρήτης προς την Πύλη σε 15.000 λίρες. Το ποσό αυτό το έλαβε για να διευκολύνει τις άμεσες δαπάνες του Ταμείου της Κρήτης. 
Η αντίδραση των χριστιανών κατά της τουρκικής διοίκησης γενικεύτηκε. Άρχισαν να παραμερίζουν τις μεταξύ τους διαφορές, συνάπτοντας πράξεις «αδελφοποιίας» και αποφάσισαν να συνέλθουν στις 25 Μαρτίου στο Φρε, με αντιπροσώπους από όλο το νησί, για να μελετήσουν περί του πρακτέου.
Στην Ελλάδα η χορήγηση της αμνηστίας ήταν βολική για την κυβέρνηση, που ήθελε να αποφύγει τις επιπλοκές του Κρητικού και νόμιζε ότι τα προβλήματα που προκάλεσε η Μεταπολιτευτική επαναστατική Επιτροπή θα έφταναν έτσι σε κάποια αίσια λύση. Τις μέρες εκείνες του Μαρτίου του 1896 οι Έλληνες είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, και επίσημοι και ανεπίσημοι δύσκολα αντιλαμβάνονταν ότι το Κρητικό γινόταν κρισιμότερο και ότι σε ένα χρόνο θα έφερνε τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση ωστόσο θορυβήθηκε από το διορισμό ενός μουσουλμάνου πάλι στη θέση του γενικού διοικητή, επειδή προέβλεπε ότι η παλιμβουλία των Τούρκων θα προξενούσε αναταραχή στο νησί. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να κάνει διάβημα στην Πύλη και να ζητήσει από τις Δυνάμεις την παρέμβασή τους, για να πεισθούν οι Τούρκοι να συγκαλέσουν Γενική Συνέλευση. Ο Τουρχάν όμως αποφάσισε να τη συγκαλέσει μόλις τον Αύγουστο, ενώ όφειλε να το πράξει στις 4 Μαϊου. Οι βουλευτές ανάμεσα στους οποίους πλειοψηφούσαν τα μετριοπαθή στοιχεία και πολιτεύονταν σύμφωνα με τη θέληση της ελληνικής κυβέρνησης, βλέποντας την εκμηδένηση των καταλοίπων των δικαιωμάτων τους δήλωσαν στην ελληνική κυβέρνηση ότι θα στραφούν και αυτοί σε παράνομη δράση. Ο Γεώργιος τότε ζήτησε την προσωπική επέμβαση του τσάρου για το θέμα της σύγκλησης. Η Πύλη από την πλευρά της ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διάλυση της Επιτροπής. Εκτός από το μέτρο της αμνηστίας, από το οποίο σε τελευταία ανάλυση επωφελήθηκαν οι κατάδικοι του ποινικού δικαίου, θέλησε να μεταχειριστεί και τις «καλές» υπηρεσίες του Πατριαρχείου, ζητώντας τους να δώσει εντολή στους επισκόπους Κισσάμου Δωρόθεο και Κυδωνίας Νικηφόρο «να συστήσουν στους εκεί συγκεντρωμένους (στο Νίππο) επαναστάτες να εγκαταλείψουν την Επανάσταση και να διαλυθούν». Οι συγκεντρωμένοι όχι μόνο αγανάκτησαν εναντίον τους αλλά και αποπειράθηκαν να πυροβολήσουν τον Νικηφόρο.
Ο Κούνδουρος στο μεταξύ είχε αποφασίσει να περάσει στην επίθεση και στα μέσα Απριλίου είχε την πρώτη σύγκρουση με τους Τούρκους στην Επιτροπή. Ακολούθησε η μάχη στα Σελιά όπου οι Τούρκοι νικήθηκαν και πάλι.
Αποφασιστική όμως για την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος στάθηκε η πολιορκία από τους επαναστάτες της τουρκικής φρουράς του Βάμου, επιχείρηση που σύμφωνα με το ημερολόγιο του Κούνδουρου είχε προ πολλού αποφασιστεί και διάρκεσε από τις 4 ως τις 18 Μαϊου 1896.
Στην πολιορκία του Βάμου πήραν μέρος κυρίως Αποκορωνιάτες, Σφακιανοί, Κυδωνιάτες, καθώς και λίγοι Ρεθυμινιώτες και Αγιοβασιλιώτες, που σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες έφτασαν γύρω στους 4.000 άνδρες. Από την πρώτη κιόλας μέρα της πολιορκίας η τουρκική φρουρά περιορίστηκε στο Διοικητήριο. Ταυτόχρονα όμως οι επαναστάτες κατέλαβαν και όλες τις επίκαιρες θέσεις γύρω από το Βάμο για να εμποδίσουν τυχόν βοήθεια στους πολιορκημένους από τους Τούρκους που βρίσκονταν στις Καλύβες. Με το σχέδιο αυτό, που οφειλόταν στον Κούνδουρο, σύντομα η φρουρά της Βάμου θα αναγκάζονταν να παραδοθεί. Άλλωστε και χάρη στις ενέργειες της Εθνικής Εταιρείας, αρκετά πυρομαχικά είχαν φθάσει εκείνες τις μέρες στο νησί. Γενικότερα, παρόλο που ο οπλισμός των επαναστατών ήταν παλιός και ακατάλληλος για επιχείρηση πολιορκίας, εφόσον έλλειπαν εντελώς τα κανόνια, προβλεπόταν σύντομη η παράδοση των Τούρκων εξαιτίας της έλλειψης των τροφίμων κυρίως.
Τις πρώτες μέρες δεν έγιναν εντυπωσιακές συγκρούσεις ανάμεσα στους αντιπάλους. Αρκετά σημαντική ήταν η μάχη της 10ης Μαίου, οπότε οι Τούρκοι από τις Καλύβες με συνδυασμένες κινήσεις προσπάθησαν να καταλάβουν τις επίκαιρες θέσεις γύρω από τον Τσιβαρά, στα Β. του Βάμου, και να υπερφαλαγγίσουν τους επαναστάτες. Αποκρούστηκαν όμως και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Στο μεταξύ στα Χανιά η κατάσταση καθημερινά γινόταν πιο κρίσιμη για τους χριστιανούς, που έβλεπαν να μεγαλώνει η οργή των Τουρκοκρητικών εναντίον τους, για την πολιορκία των ομοθρήσκων τους στο Βάμο. Υπήρχε κίνδυνος σφαγής όχι μόνο για τους χριστιανούς των Χανιών αλλά και των Καλυβών. Έτσι έπειτα από συνεννοήσεις με τον Έλληνα πρόξενο Γεννάδη και το γενικό διοικητή Τουρχάν πασά, 3 χριστιανοί βουλευτές πήγαν στο Βάμο στις 11 Μαϊου για να διαπραγματευτούν με τους επαναστάτες την ειρηνική λύση της πολιορκίας. Έπειτα από άκαρπες συζητήσεις όμως η Βουλευτική Επιτροπή επέστρεψε την επόμενη στα Χανιά χωρίς να πετύχει το σκοπό της. Τούτο οφειλόταν κυρίως στην ακαμψία του Κούνδουρου και στη δυσπιστία της Επιτροπής για τις ειλικρινείς διαθέσεις των βουλευτών. Βέβαια χωρίς αμφιβολία θα υπήρχε περιθώριο και για παραπέρα διαπραγματεύσεις, αν δεν γίνονταν στο μεταξύ την ίδια μέρα στα Χανιά οι πρώτες μεγάλες σφαγές κατά των χριστιανών που είχαν σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 40 χριστιανοί και γύρω στους 10 μουσουλμάνους. Ερωτηματικό παραμένει αν η σφαγή ήταν προμελετημένη ή όχι. Ο βασιλιάς Γεώργιος όμως ανέφερε στον Bourée ότι προετοιμαζόταν από πριν και είχε οργανωθεί ανεξάρτητα από την πολιορκία του Βάμου.
Οι σφαγές στα Χανιά καταπτόησαν τους προξένους των Δυνάμεων, που έσπευσαν να τηλεγραφήσουν στις κυβερνήσεις τους να στείλουν πολεμικά πλοία για να προστατεύσουν τους ξένους υπηκόους, εφόσον υπήρχε κίνδυνος να επεκταθούν οι σφαγές. Πραγματικά τις επόμενες μέρες κατάπλευσαν στα Χανιά από ένα αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, ιταλικό και αυστριακό πλοίο, η αποστολή των οποίων όμως θα περιοριζόταν μόνο στην προστασία των ξένων υπηκόων, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Τελικά έπειτα από επαφές με τις κυβερνήσεις τους οι πρόξενοι εξουσιοδοτήθηκαν να αρχίσουν συζητήσεις με τους πολιορκητές. Από την άλλη μεριά η Πύλη δεν φαινόταν διατεθειμένη να δεχτεί τη μεσολάβηση των προξένων. Φοβόταν την εξωτερική επέμβαση και ήταν αποφασισμένη να στραφεί πάλι στη γνώριμη πολιτική της, την τακτική της βίας. Για το σκοπό αυτό έδωσε διαταγή στο στρατηγό Αβδουλλάχ, που είχε διοριστεί ταυτόχρονα και νέος γενικός και στρατιωτικός διοικητής στο νησί, να σπεύσει στην Κρήτη με αρκετό στρατό.
Στο μεταξύ, οι σφαγές στα Χανιά, όπως ήταν ευνόητο, είχαν προκαλέσει μεγάλη αναταραχή και αγανάκτηση στην Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, αφού συνεννοήθηκε με τον υπουργό των Ναυτικών Λεβίδη, ήταν έτοιμος να στείλει εσπευσμένα πλοία στην Κρήτη. Αντίθετα ο Γεώργιος ήθελε προηγουμένως να γίνει συνεννόηση με τους πρεσβευτές των Δυνάμεων. Τελικά έπειτα από τις συμβουλές των πρεσβευτών δεν στάλθηκαν πολεμικά στο νησί. Η ελληνική κυβέρνηση αρκέστηκε να ζητήσει από τις Δυνάμεις να πιέσουν την Πύλη ακόμα μια φορά για την επαναφορά στην Κρήτη του καθεστώτος της Χαλέπας.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες και η πίεση στην Πύλη θα προερχόταν από τους προξένους στα Χανιά. Προτού όμως αρχίσουν οι συνεννοήσεις με τους πολιορκητές έφτασε ο τουρκικός στρατός στη Σούδα υπό τον Αβδουλλάχ, στις 17 Μαϊου, και κατευθύνθηκε αμέσως στις Καλύβες. Οι ενέργειες του νέου διοικητή διαγράφονταν πλέον σαφώς. Ο Αβδουλλάχ ήταν αποφασισμένος να φθάσει στα άκρα. Ήδη η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί, ευνοούσε πολύ τους Τούρκους, γιατί τις τελευταίες μέρες, αμέσως μετά τις σφαγές, οι περισσότεροι χριστιανοί είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είχαν επιστρέψει κοντά στις οικογένειές τους, με αποτέλεσμα οι τάξεις των πολιορκητών να έχουν αραιώσει σημαντικά. Αντίθετα ο τουρκικός στρατός στις Καλύβες καθημερινά ενισχυόταν, με αποτέλεσμα οι εξορμήσεις του από εκεί να γίνονται ολοένα και συχνότερες. Επιπλέον όμως τις τελευταίες μέρες είχαν παρατηρηθεί και κομματικές διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής, γιατί άλλοι, όπως ο Κούνδουρος, ήθελαν τη συνέχιση της πολιορκίας, ενώ άλλοι παρακινούσαν για τη λύση της. Τελικά ο Κούνδουρος όρισε συνάντηση με τα μέλη της Επιτροπής, στις 18 Μαίου στους Αρμένους του Απόκορώνα, τη στιγμή που οι ενωμένες δυνάμεις των Τούρκων άρχιζαν να προωθούνται από τις Καλύβες στο Βάμο.
Η τουρκική επίθεση έγινε με τρία σώματα. Τα δύο κύρια βάδισαν προς τον Τσιβαρά, όπου γρήγορα εκμηδένισαν την ελάχιστη δύναμη των επαναστατών, ενώ το τρίτο κατευθύνθηκε προς τους Αρμένους, όπου ήδη συνεδρίαζε η Επιτροπή. Παρόλη την αριθμητική τους διαφορά οι χριστιανοί πολέμησαν εναντίον τους στη θέση Αμπέλια, έξω από τους Αρμένους, αλλά τελικά, κινδυνεύοντας να κυκλωθούν, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ήδη είχαν πληροφορηθεί ότι ο Τσιβαράς απειλούνταν. Προτού όμως προλάβουν να πιάσουν νέες θέσεις για απωθήσουν τους εχθρούς, το 1ο σώμα είχε ήδη φθάσει στο Βάμο, όπου ελευθέρωσε τους πολιορκημένους. Ακολούθησαν άγριες σκηνές εκδίκησης. Βεβηλώθηκαν οι εκκλησίες, λεηλατήθηκαν τα σπίτια και πυρπολήθηκε όλο το χωριό. Στη επιστροφή όμως προς τις Καλύβες υπέστησαν και οι ίδιοι φοβερή επίθεση από τους χριστιανούς με σημαντικές απώλειες.
Έτσι έληξε η πολιορκία του Βάμου, που στοίχισε τη ζωή σε 200 περίπου μουσουλμάνους, ενώ οι απώλειες των χριστιανών υπολογίζονταν σε 20 περίπου νεκρούς και 30 τραυματίες. Από καθαρά στρατιωτική άποψη βέβαια οι χριστιανοί δεν είχαν άμεση ωφέλεια. Το γεγονός όμως αυτό καθαυτό συνετέλεσε στην εξάπλωση και στην παγίωση του αγώνα και οδήγησε σε πολιτικές ζυμώσεις που κατέληξαν στη συγκρότηση της «Γενικής Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών». Είχε όμως και γενικότερο αντίκτυπο τόσο στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, που με κοινή επέμβαση ανέλαβαν τη ρύθμιση έστω και περιορισμένα του Κρητικού ζητήματος όσο και στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα μάλιστα ανασυστήθηκε η Κεντρική Επιτροπή των Κρητών και άρχισαν οι έρανοι για την ενίσχυση του αγώνα. Εκτός όμως από την αποστολή πυρομαχικών, παρατηρήθηκε στις αρχές Ιουνίου αθρόα κάθοδος αξιωματικών του ελληνικού στρατού στην Κρήτη. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και δεν ήθελε να ταχθεί ανοιχτά με τους επαναστάτες, δεν εμπόδισε όμως την ενίσχυσή τους από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι τουρκικές βιαιότητες στο νησί. Ιδιαίτερη ένταση είχαν στο Ακρωτήρι, οπότε έπειτα από ενέργειες των προξένων στα Χανιά, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να διατάξει την κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Συνέπεια της παρεμβάσεως των πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη ήταν και η έκδοση από το σουλτάνο ενός ιραδέ (σουλτανικού διατάγματος «θελήσεως»), για σύγκληση της γενικής συνέλευσης, που ωστόσο δεν περιλάμβανε συγκεκριμένη ημερομηνία σύγκλησης, η οποία αφηνόταν στην κρίση του γενικού διοικητή. Με την πράξη αυτή ο σουλτάνος νόμιζε ότι θα μπορούσε να παρακάμψει τις αξιώσεις των Κρητών. Τους προσκαλούσε μάλιστα να καταθέσουν τα όπλα, υποσχόμενος αμνηστία. Η ανοιχτή ημερομηνία για σύγκληση της γενικής συνέλευσης φαίνεται ότι εξαρτιόταν από την κατάθεση των όπλων. Στην προσπάθειά του αυτή να πεισθούν οι Κρήτες βουλευτές ζήτησε και τη μεσολάβηση της ελληνικής κυβέρνησης. Αλλά το ζήτημα ήταν ποιος αντιπροσώπευε τον Κρητικό λαό εκείνη τη στιγμή, οι βουλευτές ή οι επαναστάτες;
Οι Δυνάμεις τελικά αποφάσισαν να ασκήσουν πίεση για να προβεί η Πύλη σε υποχωρήσεις, ζητώντας το διορισμό χριστιανού διοικητή και την εφαρμογή της συνθήκης της Χαλέπας, εκτός φυσικά από τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και την παροχή αμνηστίας. Η Πύλη τότε υποχώρησε και διόρισε διοικητή στο νησί του πρώην ηγεμόνα της Σάμου Γεώργιο Βέροβιτς, αλλά διατήρησε σα στρατιωτικό διοικητή και τον Αβδουλλάχ. Ύστερα από πρωτοβουλία των Αυστριακών υποδείχτηκε στους Έλληνες και τους Κρήτες να δεχθούν τις τουρκικές παραχωρήσεις. Ο Σκουζές ωστόσο ισχυρίστηκε ότι η επίβλεψη των ακτών ήταν δύσκολη, αλλά η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθούσε να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να αποφύγει τη διαρροή εθελοντών και πολεμοφοδίων προς το νησί. Όπως όμως αναφέρθηκε προηγουμένως από τις αρχές Ιουνίου άρχισαν να κατέρχονται στο νησί εθελοντές υπό των Κωνσταντίνο Μάνο και τον Νταφώτη. Ήδη τέσσερις αξιωματικοί αγωνίζονταν στο πλευρό των επαναστατών. Ο Καλομενόπουλος αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός της επαρχίας Αμαρίου του Ρεθύμνου. Ο άλλο τρεις ήταν ο Βάσσος, ο Μουρούζης και ο Μάνος. Από αυτές τις περιπτώσεις ήταν ενδεικτικό πόσο η πειθαρχία στο στράτευμα είχε κλονιστεί. Όσο για τους Κρήτες βουλευτές, όταν ζήτησαν από τους προξένους των Δυνάμεων να πληροφορηθούν αν θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τη συνθήκη της Χαλέπας και πήραν καταφατική απάντηση, προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους επαναστάτες. Έτσι στις 23 Ιουνίου έγινε μεγάλη σύσκεψη στο Φρε του Απόκορώνα, όπου καταρτίστηκε σχέδιο αιτημάτων, ύστερα από εισηγήσεις του Μ. Κούνδουρου και του Ν. Ζουρίδη. Εκεί, ανάμεσα στους παρόντες βουλευτές εκλέχτηκαν εκείνοι που θα αντιπροσώπευαν στη γενική συνέλευση τους επαναστάτης της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής. Ύστερα από τη συνεννόηση αυτή οι χριστιανοί βουλευτές κατάρτισαν δεκαμελή επιτροπή για να επεξεργαστεί σχέδιο πολιτεύματος που θα υποβαλλόταν για έγκριση στο σουλτάνο.
Η Κρητική συνέλευση αντί να συνέλθει στις 29 Ιουνίου, όπως είχε ορισθεί, συνήλθε την 1η Ιουλίου. Την προηγούμενη όμως μέρα της έναρξης των εργασιών της ο τουρκικός στρατός άρχισε πάλι της εχθροπραξίες. Οι συμπλοκές επεκτάθηκαν και στα Χανιά, οπότε οι πρόξενοι ζήτησαν την ανάκληση του Αβδουλλάχ. Οι χριστιανοί βουλευτές δεν προσήλθαν στη συνέλευση, αλλά επέδωσαν τα αιτήματά τους, υπό τη μορφή υπομνήματος στους προξένους και στο γενικό διοικητή. Με το υπόμνημα ζητούσαν την καθιέρωση και εφαρμογή στην Κρήτη καθεστώτος παρομοίου με της Σάμου. Έπειτα όμως από σχετική πίεση των πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολή οι βουλευτές αναγκάστηκαν να προσέλθουν στη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου. Την ίδια μέρα όμως ξέσπασαν ταραχές στο Ηράκλειο με αποτέλεσμα να επακολουθήσει έντονη διαμαρτυρία των πρεσβευτών, και ιδιαίτερα του Ρώσου, στην Πύλη.
Στο μεταξύ στην Αθήνα δηλώσεις του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Curzon σχετικά με το ανέφικτο της Ένωσης, εξαιτίας της αδυναμίας της Ελλάδας, δημιούργησαν έξαψη στα πνεύματα και πλήγωσαν την εθνική φιλοτιμία. Αντιπροσωπεία των επαναστατών έγινε δεκτή και από το Γεώργιο και από τον πρωθυπουργό. Ενώ όμως ο Δηλιγιάννης κράτησε τελείως ουδέτερη στάση απέναντί τους, ο βασιλιάς τους υπέδειξε να παραιτηθούν από την ιδέα της ένωσης, αλλά συμφώνησε για την αποστολή όπλων. Από την πλευρά τους και οι Έλληνες αξιωματικοί συνέχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη. Τη νύχτα στις 26 προς 27 Ιουλίου εννέα αξιωματικοί και είκοσι υπαξιωματικοί, με πολλούς πρώην υπαξιωματικούς και εθελοντές, εγκατέλειψαν τις μονάδες τους και αναχώρησαν για την Κρήτη. Η κυβέρνηση έστειλε τον ταγματάρχη Δημητριάδη με ένα απόσπασμα να τους αναγκάσει να επιστρέψουν πίσω, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η Πύλη διαμαρτυρήθηκε σχετικά. Ωστόσο η ίδια είχε αφήσει να περάσει άπρακτο το δεκαπενθήμερο που είχαν ορίσει οι Κρήτες βουλευτές για να απαντήσει στα αιτήματά τους.
Τον Ιούλιο του 1896 ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδας έκανε για πρώτη φορά, έξω από την καθιερωμένη ως τότε πολιτική, προκλητικές δηλώσεις στους πρεσβευτές της Γαλλία και της Γερμανίας. Με αυτές εξέφραζε την άποψη ότι η Ελλάδα δε φοβόταν, αλλά ευχόταν τις περιπλοκές. Η εξήγηση σ’ αυτή τη στάση είναι ότι η Αγγλία ακολουθούσε τώρα ξεχωριστό δρόμο από τις άλλες Δυνάμεις, γεγονός που ενθάρρυνε το Σκουζέ να προβεί σ’ αυτή τη δήλωση. Στο Λονδίνο όμως η βασίλισσα Βικτωρία συνιστούσε τη διακοπή των αποστολών στην Κρήτη και ο Γεώργιος συμφώνησε, υπό την προϋπόθεση ότι και ο σουλτάνος θα δεχόταν τα αιτήματα των χριστιανών βουλευτών.
Στις 20 Ιουλίου επιδόθηκε η τελευταία διαμαρτυρία των χριστιανών βουλευτών στο γενικό διοικητή Κρήτης. Αμέσως κατόπιν οι βουλευτές έφυγαν κρυφά από τα Χανιά και ενώθηκαν με την Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως που συγκάλεσε γενική συνάθροιση στο Τζιτζιφιέ του Αποκορώνα στις 26 Ιουλίου. Στη συνάθροιση αυτή, που ήταν η μεγαλύτερη από την αρχή της κρίσεως, συνήλθαν οι πληρεξούσιοι και οι αρχηγοί από όλο το νησί και οργάνωσαν επιτροπή με πρόεδρο τον εκατοντάχρονο σχεδόν Κωσταρό Βολουδάκη, που θα εργαζόταν για την κατάρτιση σχεδίου της Επαναστατικής Συνέλευσης. Η πράξη αυτή, που αποτελούσε στην πραγματικότητα έμπρακτη αποκήρυξη της εξουσίας του σουλτάνου, επιδόθηκε στους προξένους.
Λίγες μέρες αργότερα η Πύλη έστειλε στην Κρήτη ως έκτακτους απεσταλμένους το Ζιχνή πασά και τον Οικιάδη μπέη, για να βρουν μια φόρμουλα που θα βοηθούσε στην εξεύρεση λύσης χωρίς όμως να μειωθούν και τα δικαιώματα του σουλτάνου. Οι απεσταλμένοι έφτασαν στα Χανιά την 1η Αυγούστου και, αφού προέβησαν στην αντικατάσταση του Αβδουλλάχ από τον Ιμπραήμ πασά, προσκάλεσαν τους βουλευτές και τους ζήτησαν να ανακαλέσουν τα αιτήματά που έθιγαν τα κυριαρχικά δικαιώματα της αυτοκρατορίας, επειδή υπήρχε το βέτο της ευρωπαϊκής εγγύησης. Οι βουλευτές αρνήθηκαν κάθε συζήτηση και η Επαναστατική Συνέλευση δήλωσε ότι δε θα αναγνώριζε καμία τους ενέργεια. Η επέμβαση όμως των πρεσβευτών της Κωνσταντινουπόλεως, με την κατάρτιση σχεδίου το οποίο, αφού μονογραφήθηκε από τις Δυνάμεις, υποβλήθηκε στο σουλτάνο, έκλεισε αυτό το κεφάλαιο. Στο σχέδιο αυτό περιεχόταν ένα πρόγραμμα παραχωρήσεων, με βάση τα αιτήματα των Κρητών και έγινε δεκτό, αν και οι Τούρκοι απεσταλμένοι, με τους οποίους είχαν υποχρεωθεί τελικά από τις Δυνάμεις οι χριστιανοί βουλευτές να διαπραγματευτούν, είχαν αρχίσει την προσφιλή στην Τουρκία τακτική των παρελκυστικών διαπραγματεύσεων, πράγμα που αντιλήφθηκαν οι Δυνάμεις. Τέλος η μονογραφή του σχεδίου πραγματοποιήθηκε, γιατί μέσα στην παραζάλη των ημερών εκείνων με τις αρμενικές σφαγές της 15ης Αυγούστου 1896, που ήταν το αποτέλεσμα της επίθεσης κατά της Οθωμανικής Τράπεζας του Γαλατά, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να δεχτεί. Τα αιτήματα αυτά συνίσταντο σε α) διορισμό χριστιανού διοικητή από το σουλτάνο και με έγκριση των Δυνάμεων, β) διορισμό χριστιανών υπαλλήλων σε αναλογία δύο τρίτων, γ) σύγκληση Συνέλευσης κάθε δύο χρόνια, δ) δικαίωμα των Κρητικών να ψηφίζουν τον προϋπολογισμό και τους νόμους και ε) αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής και των Δικαστηρίων με τη συνδρομή ξένων οργανωτών. Όλα αυτά με τις εγγυήσεις των Δυνάμεων. Στις 26μ Αυγούστου οι πρόξενοι στα Χανιά έδωσαν στους χριστιανούς βουλευτές το κείμενο των παραχωρήσεων και τον Οργανισμό του νέου πολιτεύματος, τον οποίο αποδέχτηκε η Επαναστατική Επιτροπή, που από τις 17 Αυγούστου είχε εκλέξει οριστικά πρόεδρό της το Μανούσο Κούνδουρο.
Μετά από τη διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος, όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, επικράτησε μία περίοδος ανακωχής ως τον Οκτώβριο. Το δεύτερο δεκαήμερο όμως του Οκτωβρίου έπρεπε να επαναλειτουργήσουν οι δικαιοδοτικές αρχές, αφού είχε λήξει το δικαιοστάσιο. Αλλά η απαίτηση του Γενικού Διοικητικού Συμβουλίου για λειτουργία των δικαστηρίων, σύμφωνα με το νέο Οργανισμό, βρήκε αντίδραση από το γενικό διοικητή, που εκμαίευσε απόφαση της μεγάλης βεζυρίας, αντίθετη προς τη σύμβαση της Χαλέπας και τον τελευταίο Οργανισμό, πράγμα που προκάλεσε έντονη αγανάκτηση του λαού και την έγγραφη διαμαρτυρία στους προξένους πολλών δικηγόρων, προκρίτων και πρώην βουλευτών. Στις 23 Οκτωβρίου το προεδρείο της Επαναστατικής Συνέλευσης με έγγραφό του προσκάλεσε ξανά τους πληρεξούσιους του λαού σε συνεδρίαση, για τις 3 Νοεμβρίου. Η ενέργεια όμως αυτή ανησύχησε τους προξένους και εξερέθισε στο έπακρο τους Τούρκους που προέβησαν στα Χανιά σε δολοφονική επίθεση κατά του αντεισαγγελέα Κριάρη. Αμέσως κατόπιν ο τουρκικός όχλος με τους Βεγγάλιους ζήτησε από γενικό διοικητή Βέροβιτς την απόλυση του δολοφόνου, πράγμα που τελικά αναγκάστηκε να δεχθεί, ενώ την επόμενη μέρα βρέθηκε τοιχοκολλημένη προκήρυξη των Τούρκων που καλούσαν τους ομοφύλους τους σε σφαγές κατά των χριστιανών. Η προκήρυξη αυτή αποτέλεσε και την αφετηρία για το κύμα δολοφονιών που άρχισε σε όλο το νησί. Η έκρυθμη αυτή κατάσταση ανάγκασε την επίσπευση των κανονισμών της Χωροφυλακής και των Δικαστηρίων. Στις 8 Ιανουαρίου ο σουλτάνος επικύρωσε το σχέδιο οργανώσεως της Χωροφυλακής και διατάχτηκε η στρατολογία 80 Μαυροβουνίων υπό τον Άγγλο συνταγματάρχη της Χωροφυλακής Μπορ. Στις 11 Ιανουαρίου συμπληρώθηκε το σχέδιο δικαστικού οργανισμού του νησιού και 3 μέρες αργότερα ολοκληρώθηκαν οι συνομιλίες για συνομολόγηση δανείου από το εξωτερικό.
Από τα μέσα Ιανουαρίου 1897 όμως οι Τούρκοι άρχισαν να ξεσηκώνονται κατά των πολιτειακών μεταβολών. Ο αναβρασμός μεταδόθηκε από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο και κατόπιν στα Χανιά με μια σειρά σφαγών, λεηλασιών, διαρπαγών καταστημάτων και εμπρησμών, κυρίως στα Χανιά. Το διπλωματικό σώμα γνώριζε ότι οι βιαιοπραγίες είχαν υπαγορευτεί από τον υπασπιστή του σουλτάνου, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Cambon, Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολή, για να αποδειχθεί έτσι η αδυναμία των Δυνάμεων και να βρεθεί μία δικαιολογία να σταλούν τουρκικές δυνάμεις στην Κρήτη. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της αυστριακής πρεσβείας πρόσθετε ότι οι Τούρκοι «εκτελούσαν προμελετημένο σχέδιο». Η Πύλη όμως, σε σχετική της διακοίνωση προς τις ξένες πρεσβείες, απέδιδε την κατάσταση αυτή στις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις του Κρητικού Πολιτεύματος, προσπαθώντας έτσι να τις ματαιώσει.
Η κατάσταση έφτασε στα άκρα στις 23 και 24 Ιανουαρίου, οπότε έγιναν φοβερές σφαγές στα Χανιά καθώς και εμπρησμοί στις χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Ο πρόξενος της Ελλάδας ειδοποιώντας για τα συμβάντα ζήτησε από την κυβέρνηση την προστασία των χριστιανών κατοίκων με την αποστολή πλοίων «και στρατού κατοχής», πρόσθεσε μάλιστα ότι «πρέπει να ενεργήσουμε χωρίς την παραμικρή βραδύτητα». Ο Δηλιγιάννης όμως άφησε να χαθεί αυτή η ευκαιρία. Ας σημειωθεί ότι οι Δυνάμεις είχαν αρνηθεί να αποβιβάσουν αγήματα από τα πλοία τους.
Στην Ελλάδα αμέσως μόλις άρχισαν να καταφθάνουν τα τηλεγραφήματα για τις ταραχές και τις σφαγές στην Κρήτη έγινε επερώτηση στη βουλή. Ο υπουργός των Εξωτερικών ενημέρωσε την εθνική αντιπροσωπεία για τις προσπάθειες των Τούρκων να ματαιώσουν τις μεταρρυθμίσεις και τις ενέργειες για μεσολάβηση των προξένων. Ο Δηλιγιάννης έτσι αρκέστηκε να μεταθέσει την ευθύνη για τα Κρητικά πράγματα στις ξένες Δυνάμεις, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση του δεν έκρινε σκόπιμο να αναμιχθεί. Ακολούθησε βίαιη επίθεση της αντιπολίτευσης, η οποία ήδη από το Νοέμβριο του προηγούμενου χρόνου είχε κατακρίνει στη βουλή την κυβέρνηση για την ατολμία της να αποστείλει το στόλο στα Χανιά και να ζητήσει ένωση. Στις 24 του μηνός, ύστερα από επερώτηση του Άθω Ρωμάνου και απάντηση της κυβέρνησης, ο Δημήτριος Ράλλης στη ρύμη του λόγου του απειλούσε με εσωτερική επανάσταση «κατά καθεστώτος το οποίο σε τίποτα άλλο δεν συντελεί παρά να ζημιώνει τα εθνικά συμφέροντα», ενώ οι Στάης και Θεοτόκης μέμφονταν την κυβέρνηση, επειδή δεν ήταν διατεθειμένη να στείλει το στόλο στην Κρήτη. Τελικά μέσα σε ατμόσφαιρα απερίγραπτων εκδηλώσεων ενθουσιασμού ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε να δηλώσει ότι είχαν διαταχθεί να αποπλεύσουν για την Κρήτη δύο πλοία του στόλου.
Από τη συνεδρίαση της Βουλής της 23 Ιανουαρίου είχε γίνει φανερό ότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε ως εκείνη τη στιγμή να ελπίζει σε μία ειρηνική διευθέτηση. Μετά τις σφαγές όμως στα Χανιά που έγιναν γνωστές την επόμενη, και τη γνωστή έκκληση του Γεννάδη, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών έσπευσαν στα ανάκτορα, όπου έπειτα από συνάντηση με το βασιλιά αποφασίστηκε η αποστολή των πλοίων στο νησί. Μετά το μεσημέρι συνεδρίασε η βουλή. Όπως αναφέραμε παραπάνω, και η δήλωση του Δηλιγιάννη για την απόφαση αποστολής των πλοίων φάνηκε ότι προήλθε από την επίθεση του Ράλλη, ενώ στην πραγματικότητα τα πλοία είχαν τεθεί υπ’ ατμόν αμέσως μετά τη σύσκεψη στα ανάκτορα. Συγχρόνως, ενώ η κυβέρνηση δήλωσε στον Τούρκο πρεσβευτή ότι η αποστολή των πλοίων είναι ειρηνική, ο υπουργός των Ναυτικών διέταξε την προπαρασκευή μιας μοίρας τορπιλοβόλων καθώς και την ανάκληση των ΄δυο θωρηκτών «Ψαρά» και «Σπέτσαι», που βρίσκονταν στη Γαλλία για επισκευή. 
Στο μεταξύ στα Χανιά τα γυναικόπαιδα προσπαθούσαν να διασωθούν στα ξένα πολεμικά, ενώ οι χριστιανοί μετά από αγώνα κατάφεραν να εκδιώξουν τους Τούρκους έξω από την πόλη. Η απελευθέρωση ολόκληρης της γύρω πεδιάδας έγινε δυνατή χάρη στη βοήθεια 750 Σφακιανών που έσπευσαν να ενισχύσουν τους 3.000 Αποκορωνιάτες, που πολεμούσαν υπό τον οπλαρχηγό Αντώνη Σήφακα. Στη συνέχεια πυρπολήθηκαν οι τουρκικές ιδιοκτησίες και τα βακούφια και οι χριστιανοί ανακήρυξαν προσωρινή κυβέρνηση για το τμήμα αυτό της Κρήτης, ανύψωσαν την ελληνική σημαία και κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα.
Η επέμβαση της Ελλάδας με την αποστολή πλοίων δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή στην Ευρώπη. Ο ευρωπαϊκός τύπος έγραψε ότι η ελπίδα της ένωσης ήταν μάταιη. Μόνο η Ιταλία εκδήλωσε φιλικές διαθέσεις, καθώς και ο Γλάδστων που έκανε φιλελληνικές δηλώσεις.
Στη φάση αυτή των γεγονότων η κυβέρνηση δεν έστειλε στρατό, αλλά διευκόλυνε την οργάνωση ανεπίσημου σώματος κατά τον εξής τρόπο: Διέταξε δεκαεπτά Κρήτες αξιωματικούς του ελληνικού στρατού να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους και να συγκροτήσουν επαναστατικά σώματα. Ανάμεσα στους αξιωματικούς αυτούς ήταν και μερικοί με ιστορικά ονόματα όπως Κόρακας, Κριάρης και Μανουσογιαννάκης, που σύντομα συγκέντρωσαν γύρω τους εθελοντές αλλά πήραν μαζί τους και πυροβολικό. Από την έκταση των γεγονότων η κυβέρνηση κατανόησε ότι τα δύο πλοία, το θωρηκτό «Ύδρα» και το οπλιταγωγό «Μυκάλη» δεν ήσαν αρκετά. Έστειλε τότε τον «Αλφειό» στα Χανιά και το «Ναύαρχο Μιαούλη» στο Ηράκλειο. Ο μοίραρχος Ράινεκ έλαβε οδηγίες να τεθεί κάτω από τις διαταγές του πρόξενου Γεννάδη στα Χανιά. Ο Γεώργιος δεν φαίνεται να είχε καμιά αντίρρηση για όλες αυτές τις ενέργειες, μολονότι είχε υπόψη του τις αντιδράσεις της Ευρώπης.
Η δράση των ελληνικών πολεμικών περιορίστηκε στην προστασία του άμαχου πληθυσμού, με μόνη εξαίρεση το επεισόδιο του τουρκικού οπλιταγωγού οπλιταγωγού «Φουάτ» που μετέφερε Τούρκους «βασιβουζούκους» (ατάκτους) από το Ηράκλειο στη Σητεία και ανακόπηκε στην πορεία του από το «Ναύαρχο Μιαούλη». Η περιορισμένη δράση των ελληνικών πολεμικών πλοίων οφειλόταν εν μέρει στο συγκεντρωμένο ευρωπαϊκό στόλο στα Χανιά και στις διαταγές που έπαιρναν από το Γεννάδη.
Στις 27 Ιανουαρίου η Αντιπολίτευση ζήτησε μυστική συνεδρίαση για να συζητηθούν τα μέτρα της κυβέρνησης. Η πρόταση απορρίφθηκε, αλλά η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι ανάμεσα σε εκείνους που ψήφισαν την πρόταση ήταν και βουλευτές της συμπολίτευσης. Δύο μέρες αργότερα ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης αποκάλυψε ότι δόθηκε διαταγή στη μοίρα τορπιλοβόλων να αποπλεύσει για την Κρήτη κάτω από την αρχηγία του δευτερότοκου πρίγκιπα Γεωργίου. Κυβερνήτης του πλοίου που επέβαινε ο Γεώργιος ήταν ο υπασπιστής του βασιλιά Βουδούρης. Στην αναχώρηση μάλιστα του πρίγκιπα παραβρέθηκαν και οι βασιλείς. ‘Ήταν η πρώτη πανηγυρική ανάμιξη στο Κρητικό ζήτημα του ονόματος του μετέπειτα αρμοστή του νησιού, που ωστόσο παλαιότερα είχε προταθεί για αρχηγός της επανάστασης, όπως αυτολεξεί έγραφε στις αρχές του 1895 ο Παπαδοπετράκης σε γράμμα του προς τον Γεώργιο Τσόντο: «εάν δε κρίνετε αναγκαίο αρχηγός του όλου κινήματος να είναι ο Γεώργιος».
Η Ελλάδα πίστευε ότι θα αποσπούσε τη συγκατάθεση των Δυνάμεων μπροστά σε ένα τετελεσμένο γεγονός. Η απόψεις όμως των Δυνάμεων ήταν διαφορετικές και σε αντίθεση μεταξύ τους. Η Ρωσία π.χ. υποπτευόταν την αγγλική πολιτική στην Κρήτη. Με την τοποθέτηση μάλιστα του Άγγλου διοικητή Χωροφυλακής πίστευε ότι η Αγγλία επιδίωκε την προσάρτηση του νησιού. Εξάλλου ο Salisbury έγραφε ότι «για να υποστηρίξουμε τους εξεγερθέντες Κρήτες, αυτή τη στιγμή, πρέπει να φιλονικήσουμε με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις». Αμέσως ύστερα από την αναχώρηση του πρίγκιπα Γεωργίου οι πρεσβευτές στην Αθήνα επισκέφθηκαν τον υπουργό των Εξωτερικών και ζήτησαν εξηγήσεις για την ενέργεια αυτή της Ελλάδας. Η ελληνική κυβέρνηση επέδωσε τότε σχετική διακοίνωση με τους διπλωματικούς της εκπροσώπους στο εξωτερικό. Στα δύο βασικά της σημεία η διακοίνωση αυτή ανέφερε ότι με την ενέργειά της αυτή η Ελλάδα ήθελε να αντισταθεί στην αποστολή νέων στρατευμάτων από μέρους της Τουρκίας στο νησί και να εκφράσει την επιθυμία για την ένωση της Κρήτης με την πατρίδα Ελλάδα.
Η Πύλη αντέδρασε, όπως ήταν φυσικό, και ζήτησε την ανάκληση του στόλου, αλλά η ελληνική απάντηση ήταν αρνητική. Η Ελλάδα διατεινόταν ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά γιατί δεν εξέλιπαν οι λόγοι που επέβαλαν την αποστολή του στόλου. Η Πύλη στράφηκε τότε προς τις Δυνάμεις, ζητώντας να εμποδίσουν την Ελλάδα από κάθε επέμβαση στην Κρήτη. Συγχρόνως προέβη σε αποστολή στρατού στα σύνορά της με την Ελλάδα. Αντίστοιχα όμως και η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε δύο σειρές εφέδρων για να τις στείλει στα σύνορα. Οι πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη απέτρεψαν την Τουρκία από την αποστολή νέων στρατευμάτων στο νησί και παρέπεμψαν την αίτησή της στις κυβερνήσεις τους. Η κατάληξη ήταν να αποφασίσουν τη διεθνή κατοχή των τριών πόλεων Χανιών, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η απόφαση αυτή ενόχλησε το Γεώργιο και την κυβέρνηση που την 1η Φεβρουαρίου αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ελληνική κατοχή προλαμβάνοντας τη διεθνή. Έτσι ο βασιλιάς αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη τον υπασπιστή του Τιμολέοντα Βάσσο, συνταγματάρχη του πυροβολικού, με μια δύναμη χιλίων πεντακοσίων ανδρών συγκροτημένων σε 2 τάγματα πεζικού, ένα τάγμα μηχανικού, ένα λόχο ευζώνων και μία πυροβολαρχία. Η κυβέρνηση προσπάθησε στην αρχή να κρατήσει μυστική την αποστολή του στρατού στην Κρήτη. Ο τρόπος πάντως της αποστολής του σώματος ήταν άστοχος. Η κυβέρνηση έπρεπε να στείλει τακτικό σώμα, όπως η Αγγλία στην Αίγυπτο. Αν η δύναμη στρατού μπορούσε να παραμείνει εκεί ως εγγύηση της τάξης, θα είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει παραδεκτό ότι η ειρήνη απαιτούσε την παρουσία της δύναμης αυτής και την κατοχή ίσως ακόμα και την προσάρτηση. Σε περίπτωση ευρωπαϊκής πίεσης για να αποσύρει το στρατό της η Ελλάδα θα μπορούσε να το κάνει με το δικαιολογητικό ότι είχε εκτελέσει την αποστολή της, που ήταν η επιβολή της ειρήνης, και θα αποχωρούσε εύσχημα. Ο περιορισμένος αριθμός του σώματος αποδείκνυε ότι ο σκοπός του δεν ήταν η κατάληψη του νησιού με βία, γιατί παρόλο που είχε αυξημένο αριθμό αξιωματικών, περίπου εκατό, δε θα μπορούσε να διεξαγάγει σημαντικές επιχειρήσεις.
Στο μεταξύ τα πλοία από τη Μήλο κατευθύνθηκαν στην Κρήτη και στις 3 Φεβρουαρίου οι άνδρες αποβιβάστηκαν στον όρμο Κολυμπάρι κοντά στην ιστορική μονή της Κερά-Γωνιάς, στα σύνορα των επαρχιών Κυδωνίας και Κισσάμου. Ο πρίγκιπας Γεώργιος, που δεν κάλυψε την απόβαση με τα τορπιλλοβόλα του, συνάντησε στο πέλαγος το αποβατικό σώμα του Βάσσου, αφού προηγουμένως είχε συνέντευξη με το Βρεταννό ναύαρχο, ίσως για να ειδοποιήσει τους Έλληνες ότι το πέλαγος ήταν ανοιχτό. Όταν ο Curzon ρωτήθηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο πώς ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην Κρήτη απάντησε ότι «αποβιβάστηκε διότι δεν εμποδίστηκε». Η αποστολή του στρατού αργοπόρησε λίγες μέρες, εξαιτίας της αναβλητικότητας του Δηλιγιάννη. Έτσι το σχέδιο του Γεωργίου για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων δεν έγινε την κατάλληλη στιγμή.
Η Ρωσία είχε δείξει ως τότε απροθυμία να πάρει κάποια πρωτοβουλία στην ελληνοτουρκική διαφορά. Όπως εξήγησε ο Μουράγιεφ οι οικογενειακοί δεσμοί του τσάρου με το Γεώργιο εξανάγκαζαν τον πρώτο να μη βλάψει το δεύτερο. Τέλος, μετά από πολλές εκκλήσεις της Αγγλίας, της Γερμανίας, και της συμμάχου της Γαλλίας, ο Μουράγιεφ πρότεινε να διατάξουν οι ναύαρχοι την αποβίβαση στρατού. Στις 3 Φεβρουαρίου αποφασίστηκε ύστερα από έγκριση της Τουρκίας η αποβίβαση στα Χανιά εκατό ανδρών από κάθε Δύναμη. Η διεθνής κατοχή επεκτάθηκε και τις επόμενες μέρες στις άλλες μεγάλες πόλεις. 
Ως προς την απόβαση του Βάσσου η Τουρκία αρκέστηκε σε απλή διαμαρτυρία προς τις Δυνάμεις και την Ελλάδα. Συγχρόνως αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη το Φωτιάδη πασά στη θέση του Βέροβιτς, που ήδη είχε αναχωρήσει από το νησί, ζητώντας γι’ αυτό την άδεια των Δυνάμεων. Έστειλε επίσης τον Ετέμ πασά να εγκαταστήσει το στρατηγείο του σε μια ώρα απόσταση από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και τοποθέτησε ως αρχηγό του επιτελείου του το Σεϊφουλλάχ μπέη, που ήταν στρατιωτικός ακόλουθος της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα. Από τη θέση αυτή θα είχε τη δυνατότητα να κατασκοπεύσει στρατιωτικά την Ελλάδα. Σε λίγους μήνες αυτός θα ήταν ένας από τους εγκέφαλους του επιτελείου σαν εμπειρογνώμονας πάνω στη χώρα.
Η ελληνική κυβέρνηση ωστόσο προχώρησε στην πολιτική διοργάνωση του εδάφους κάτω από την ελληνική διοίκηση με την κατάργηση των ελληνικών προξενείων και τα διορισμό του Γεννάδη ως βασιλικού επιτρόπου πλάι στις δυνάμεις κατοχής. Επιπλέον, παρά την απαγόρευση από μέρους των Δυνάμεων κάθε πολεμικής επιχείρησης σε ακτίνα έξι χιλιομέτρων από το φρούριο των Χανίων, οι Έλληνες διεξήγαγαν στις 7 Φεβρουαρίου μάχη στις Βουκολιές, σε απόσταση 26 χιλιομέτρων από τα Χανιά. Το φρούριο καταλήφθηκε και ανατινάχτηκε. Νέα μεγαλύτερη μάχη δόθηκε την επόμενη μέρα στα Λειβάδια, όπου υπήρχε οχυρός στρατώνας, τον οποίο υπεράσπιζαν έξι χιλιάδες Τούρκοι με 14 ορειβατικά πυροβόλα. Τελικά οι Τούρκοι εξαναγκάστηκαν από τους Έλληνες να τον εγκαταλείψουν και να φύγουν στα Χανιά. Αλλά και ο ίδιος ο Βάσσος βλέποντας τη στάση των ναυάρχων μάλλον εχθρική κατά την Ελλήνων αποφάσισε να μετακινήσει το στρατόπεδό του από τη θέση Πλατανιά στα ενδότερα του νησιού και στις 16 Φεβρουαρίου το μετέφερε στον Αλικιανό.
Στο μεταξύ όμως είχε αρχίσει η προσπάθεια των ξένων Δυνάμεων για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να αποσύρει το στρατό και τα πλοία της. Η πρωτοβουλία προερχόταν από την Αυλή του Κάιζερ, ο οποίος όταν έμαθε την απόβαση του Βάσσου κραύγασε: «Αυτός είναι πόλεμος! Γρήγορα το στόλο μπροστά στον Πειραιά, προτού είναι πολύ αργά». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κάιζερ έτρεφε αισθήματα έντονης αντιπάθειας κατά του αγγλόφιλου Γεωργίου που τα συνδύαζε με απώτερες πολιτικές του βλέψεις σχετικά με την Ελλάδα. Γι’ αυτό ήθελε να ακολουθήσει μια εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντί της, για να μπορέσει να επωφεληθεί από τις επιπτώσεις αυτής της στάσης στα εσωτερικά της χώρας εναντίον του Γεωργίου. Στις 14 Φεβρουαρίου έσπευσε να επισκεφθεί ο ίδιος τους πρεσβευτές στο Βερολίνο για να τους υποβάλει το σχέδιό του για ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Ο Μαυροκορδάτος από την Κωνσταντινούπολη ανέφερε ότι ο Κάιζερ εξωθούσε την Τουρκία σε πολεμικές προπαρασκευές. Η Γαλλία, χωρίς να θέλει να ενεργήσει ανεξάρτητα από τη σύμμαχό της Ρωσία, ενοχλημένη από τα λόγια του Σκουζέ προσπάθησε να πείσει την Αγγλία ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έπρεπε να προχωρήσουν σε αποκλεισμό του Πειραιά. Η Γαλλία πάντως δεν επρόκειτο να δράσει χωρίς τη Ρωσία. O Salisbury από την άλλη μεριά δεν επιθυμούσε τη χρήση υλικής βίας κατά της Ελλάδας και προσπάθησε να συμβιβάσει τις απόψεις μέσα στο υπουργικό του συμβούλιο, μεταξύ του φιλέλληνα τότε Τσάμπερλαιν και των συντηρητικών, οι οποίοι δεν ήθελαν τον ακρωτηριασμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τελικά η Αγγλία πληροφόρησε τις Δυνάμεις ότι δεν θα δεχόταν αποκλεισμό της Ελλάδας, αν στο μεταξύ δεν βρισκόταν λύση για το Κρητικό ζήτημα. Η Αγγλία πίστευε ότι η Κρήτη μπορούσε να ανήκει στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά αφού θα είχε στο μεταξύ μετατραπεί σε προνομιούχο επαρχία. Αντίθετα η Γερμανία δε δεχόταν καμία συζήτηση, αν δεν έφευγαν προηγουμένως τα ελληνικά ένοπλα τμήματα από την Κρήτη. Ο Hanotaux όμως έδωσε στο Γερμανό πρεσβευτή στο Παρίσι να καταλάβει ότι δεν μπορούσε η Γερμανία να φωνάζει, ενώ δεν είχε πλοία στα ελληνικά ύδατα. Στο μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές της Γαλλίας και Αγγλίας προσπαθούσαν να πείσουν τους Τούρκους να δώσουν αυτονομία στο νησί και να αποσύρουν τις δυνάμεις τους. Ο υπουργός των Εξωτερικών της Τουρκίας στις προτάσεις του Γάλλου πρεσβευτή προχώρησε πολύ μακριά προτείνοντας μια μορφή αυτονομίας, που το περιεχόμενό της θα το αποφάσιζαν οι Δυνάμεις. Ο σουλτάνος όμως ακολουθώντας τις γερμανικές και τις ρωσικές συμβουλές δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Η Γερμανία συμβούλευσε προέλαση στη Θεσσαλία, ενώ η Ρωσία συμβούλευσε να μην αρχίσει η Τουρκία πρώτη τις εχθροπραξίες και να βασιστεί στην υποστήριξη των Δυνάμεων. Έπειτα από λίγο ο Τούρκος υπουργός των Στρατιωτικών ανακοίνωσε ότι στις 6 Μαρτίου ο τουρκικός στρατός θα ήταν έτοιμος να χτυπήσει στα σύνορα αν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Τελικά έγιναν δεκτές οι ρωσικές προτάσεις, δηλαδή α) η Κρήτη να μην προσαρτηθεί στην Ελλάδα β) να αυτονομηθεί υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, γ) η ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τις δυνάμεις, έστω και με εξαναγκασμό.
Πριν πάντως φθάσουν οι διπλωματικές εξελίξεις σ’ αυτό το σημείο, ο ελληνικός στρατός και στόλος απειλήθηκαν από τους ναυάρχους των Δυνάμεων. Η ελληνική θέση στο ζήτημα ήταν ότι μόνο την παρεμπόδιση αποβίβασης τουρκικού στρατού είχαν σκοπό να πραγματοποιήσουν και όχι το βομβαρδισμό φρουρίων που ήδη κατείχαν οι Δυνάμεις. Αλλά όλα αυτά ήταν τα προεόρτια του βομβαρδισμού του ελληνικού στρατοπέδου στο Ακρωτήρι από τα πολεμικά των Δυνάμεων την 9η Φεβρουαρίου 1897. Τον άγριο βομβαρδισμό του ελληνικού στρατοπέδου σοφίστηκε και προκάλεσε έντεχνα ο Ιμπραήμ πασάς, ο οποίος δημιούργησε αψιμαχία πάνω στα όρια της ουδέτερης ζώνης, μέσα στην οποία παρασύρθηκαν οι χριστιανοί κυνηγώντας τους Τούρκους. Τότε τα κανόνια των πλοίων των Δυνάμεων άρχισαν να βάλλουν εναντίον των χριστιανών αγωνιστών. Το σήμα της επίθεσης δόθηκε από την ιταλική ναυαρχίδα, αλλά στον κανονιοβολισμό πρωτοστάτησαν όχι και τόσο αποτελεσματικά πυρά από το γερμανικό «Αυτοκράτειρα Αυγούστα», τα ρωσικά και αγγλικά πλοία και ο βομβαρδισμός γενικεύτηκε προς μεγάλη χαρά την Τούρκων που έβλεπαν την Ευρώπη να σφυροκοπάει τους αγωνιζόμενους για την ελευθερία ομόθρησκούς της. Αμέσως έπειτα οι ναύαρχοι επεξέτειναν τη διεθνή κατοχή πέρα από την περιοχή Χανίων στην κοιλάδα της Σούδας, στο Ακρωτήρι και στη Χαλέπα. Αυτό ανάγκασε το Βάσσο να μεταφέρει το ελληνικό στρατόπεδο στο Νεροκάμπο του Αλικιανού, όπου έστησε το αρχηγείο του, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Ο αντίχτυπος από τη φοβερή πράξη των πολεμικών των Δυνάμεων ξεσήκωσε κύμα διαμαρτυρίας σε ολόκληρη την Ευρώπη όπου φοιτητές σε πάμπολλες πόλεις έκαναν διαδηλώσεις, ενώ οι διανοούμενοι και πολιτικοί έγραφαν πύρινα άρθρα και έβγαζαν λόγους στις Βουλές. Από τη δική τους πλευρά οι υπεύθυνοι για την πράξη αυτή μεταχειρίζονταν μέχρι και ασύστολα ψεύδη, όπως ο Curzon στη Βουλή των Κοινοτήτων. Εξάλλου στη γαλλική βουλή ο Hanotaux δήλωνε επιγραμματικά: «επειδή ένας λαός έχει πολλές συμπάθειες στην Ευρώπη, αυτό δε σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να διαταράσσει την ειρήν και να παραβαίνει τις διεθνείς του υποχρεώσεις».
Την ίδια μέρα (9 Φεβρουαρίου) που οι Δυνάμεις κανονιοβολούσαν το Ακρωτήρι, ο Γεώργιος διαμαρτυρήθηκε στο Ρώσο πρεσβευτή και του ζήτησε να διαβιβάσει τη διαμαρτυρία και στους άλλους συναδέλφους του στην Αθήνα. Το κείμενο δημοσιεύτηκε και στις εφημερίδες, όπως δόθηκε από τα ανάκτορα. Μέσα σ’ αυτό ο βασιλιάς χρησιμοποιώντας δριμύτατη γλώσσα γα τις Δυνάμεις έλεγε ότι από χρόνια τριγυρνούσε στις ευρωπαϊκές αυλές εκλιπαρώντας για το ζήτημα της Κρήτης, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και ότι αποφάσισε πιά να προσαρτήσει το νησί στην Ελλάδα. Αν η Αγγλία κατέλαβε την Κύπρο, η Γερμανία το Σλέβικ-Χολστάιν, η Αυστρία τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, χωρίς να τους συνδέει κανένας δεσμός από αυτούς που συνδέουν την Κρήτη με την Ελλάδα, πως η Ελλάδα δε δικαιούνταν να καταλάβει το νησί; Ο Γεώργιος φαινόταν απόλυτος και αποφασισμένος όσο ποτέ άλλοτε. Αυτό ενθουσίασε το λαό που έκανε διαδηλώσεις στην Αθήνα, Τα δυσάρεστα νέα για το βομβαρδισμό το Ακρωτήρι δεν είχαν φθάσει ακόμα. Εξάλλου στις 7 Φεβρουαρίου η πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου αναχώρησε από τον Πειραιά για το Βόλο.
Στις 11 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόταση για έκκληση προς τους λαούς της Ευρώπης σχετικά με τον κανονιοβολισμό, ο βουλευτής Γεώργιος Φιλάρετος έκανε υπαινιγμό περί σκέψεως ηγεμονίας στην Κρήτη. Διέβλεπε στην πολιτική του Γεωργίου προσπάθεια να αποκαταστήσει το γιό του στην Κρήτη.
Ο Γεώργιος, ταραγμένος από τις διεθνείς εξελίξεις στην Κρήτη και τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, κάλεσε στις 12 Φεβρουαρίου το φρούραρχο Αθηνών Μαμούρη και του ανέθεσε να ανακοινώσει στο στράτευμα ότι «ο Βασιλιάς κατά τις παρούσες κρίσιμες περιστάσεις έχει εμπιστοσύνη μόνο στη συνδρομή του Έθνους, των αξιωματικών και εν γένει του στρατού, σε καμία δε ξένη δύναμη».
Στα τέλη Μαρτίου όμως ο Γάλλος πρεσβευτής πληροφορούσε την αγγλική πρεσβεία πως στο στρατό δε θα υπήρχαν 25 αξιωματικοί κάτω από το βαθμό του λοχαγού που να στέκονταν στο πλευρό του βασιλιά, ενώ σύμφωνα με τον Έγκερτον οι περισσότεροι αξιωματικοί ανήκαν στην Εθνική Εταιρεία.
Την κυβέρνηση εξάλλου απασχολούσε το θέμα του βουλευτικού σώματος, κυρίως επειδή ακόμα και κυβερνητικοί βουλευτές την εξανάγκαζαν να δώσει λόγο για την απελπιστική βραδύτητα πολεμικής προπαρασκευής έπειτα και από την ταπείνωση της αδράνειας του στόλου, που επέβαλαν οι ξένοι ναύαρχοι. Τριανταεπτά μάλιστα βουλευτές απέστειλαν στο Γεώργιο διαμαρτυρία, κατηγορώντας την κυβέρνηση για «την ολιγωρία που έδειχνε μέσα σε τόσο δεινές περιπλοκές». Ανάμεσά τους ήταν και ο Σκολούδης, ένας από τους καλούς συμβούλους του Γεωργίου.
Στο μεταξύ οι μάχες συνεχίζονταν σε όλη την Κρήτη, και όχι μόνο στις δυτικές επαρχίες. Ο Αριστείδης Κόρακας πολιορκούσε το Ηράκλειο, ο Νταφώτης ενεργούσε επιχειρήσεις στις Αρχάνες, ενώ ο Γρηγοριάδης είχε στραφεί προς το Ρέθυμνο. Στο Ηράκλειο οι κυβερνήτες των ξένων πολεμικών πλοίων αποφάσισαν να δημιουργήσουν ουδέτερη ζώνη και να περιορίσουν την έξοδο των Τούρκων. Ανατολικότερα, στην Ιεράπετρα, οι επαναστάτες αντιμετώπιζαν, εκτός από τους Τούρκους και τις οβίδες ιταλικού θωρηκτού που ήρθε συνεπίκουρό τους, πράγμα που προκάλεσε αναβρασμό στην Ιταλία. Μεγαλύτερη ένταση παρουσίαζε η κατάσταση στο τμήμα Χανίων όπου ο χριστιανοί προσπαθούσαν να εκδιώξουν του Τούρκους από τον οχυρό πύργο της Μαλάξας. Οι Τούρκοι, επωφελούμενοι από την παρουσία των Ευρωπαίων, εκμεταλλεύονταν προς όφελός τους όλα τα πλεονεκτήματα που τους έδινε η τραγελαφική κατάσταση που επέβαλαν οι ξένοι ναύαρχοι, και μεταχειρίζονταν την ουδέτερη ζώνη χωρίς να υφίστανται ενοχλήσεις από την πλευρά των ξένων. Σημαντική για τα ελληνικά όπλα απέβη η πολιορκία της Κανδάνου, όπου δημιουργήθηκε ζήτημα για την ασφαλή αναχώρηση των Τούρκων, εφόσον οι ξένοι, ο Βιλιότι κυρίως, δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν πρωτοβουλία οι Έλληνες για να μην τους δοθεί η ευκαιρία να αποκτήσουν την αίγλη ως σεβόμενοι τους διεθνείς κανόνες ηθικής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τη διάσωση διενήργησε ο Βιλιότι, ενώ οι Έλληνες περιορίστηκαν στην κατάληψη και στη συνέχεια στην αχρήστευση του οχυρού της Κανδάνου. Στην Ελλάδα όμως, όπως και στην Κρήτη, η δυσαρέσκεια ογκώθηκε για την «ενδοτικότητα» του αρχηγού της μοίρας των πολεμικών Ράινεκ, που υποχωρούσε στις απαιτήσεις των ξένων ναυάρχων, και τελικά αντικαταστάθηκε από το Σαχτούρη. Οι αξιωματικοί του στόλου πρωτοστάτησαν στην αλλαγή αυτή εκδηλώνοντας μία αντάρτικη δυσαρέσκεια απέναντι στο Ράινεκ.
Η εξέλιξη των γεγονότων έγινε αντικείμενο συζήτησης μέσα στο αγγλικό υπουργικό συμβούλιο (12/24 Φεβρουαρίου), όπου ανάμεσα στα άλλα αποφασίστηκε πως οι Κρήτες δε θα υπάγονταν ξανά κάτω από την απευθείας διοίκηση του σουλτάνου. Αποφασίστηκε ακόμα να απαιτηθεί από την Ελλάδα και την Τουρκία να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από την Κρήτη. Οι απόψεις αυτές δεν απείχαν πλέον από τις απόψεις της Ρωσίας, η οποία είχε προτείνει να τεθεί η Κρήτη κάτω από την προστασία των Δυνάμεων, κάτι που ήταν πολύ κοντά στην αυτονομία. Έπειτα από αυτό οι Δυνάμεις έδωσαν οδηγίες στους αντιπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα να προπαρασκευάσουν ταυτόσημες διακοινώσεις για την Ελλάδα και την Τουρκία. Ύστερα από συμβιβασμό οι Δυνάμεις αποφάσισαν τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν στην αυτονομία, και ότι οι Έλληνες έπρεπε να μειωθούν και να συγκεντρωθούν στα φρούρια. Οι διακοινώσεις δόθηκαν στις 18 Φεβρουαρίου /2 Μαρτίου. Ο Κάιζερ υποψιαζόταν την Αγγλία και προτιμούσε κοινή ενέργεια με τη Ρωσία. Έτσι εξηγείται και ο ανθελληνισμός της Γαλλίας που ακολουθούσε ταυτόσημη πολιτική με τη ρωσική και άρα και με την πολιτική του Κάιζερ. Η Αυστρία ακολουθούσε τη Γερμανία και μόνο η Ιταλία ήταν ευνοϊκά διατεθειμένη στις προτάσεις της Αγγλίας. Προβλέποντας όμως οι Δυνάμεις την αντίδραση της Ελλάδας έδωσαν οδηγίες στους ναυάρχους να προετοιμάσουν ένα πρόγραμμα για δράση. Ο ναύαρχοι συμβούλευσαν τον αποκλεισμό της Κρήτης και του Πειραιά, σχέδιο που η Γερμανία ανυπομονούσε να τεθεί σε εφαρμογή. Ο Έγκερτον όμως, πρεσβευτής της Αγγλίας στην Αθήνα, εξέφρασε φόβους για μια τέτοια ενέργεια, που θα σήμαινε εκθρόνιση του βασιλιά και αναπόφευκτο πόλεμο με την Τουρκία. Μόνο μια φιλελεύθερη διοικητική οργάνωση της Κρήτης με βαλή τον πρίγκιπα Γεώργιο και με τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν εκεί ως τοπική ειρηνευτική δύναμη, θα ανακούφιζε την κατάσταση. Εξάλλου, ο Salisbury αρνήθηκε να εξετάσει την πρόταση που έκανε ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Βιέννη για κατάληψη της Αθήνας από τις Δυνάμεις, γεγονός που θα ήταν η καλύτερη λύση για το Γεώργιο, σύμφωνα με την άποψη του πρεσβευτή. Η απάντηση της Τουρκίας στη διακοίνωση των δυνάμεων θεωρήθηκε ως ικανοποιητική, ενώ της Ελλάδας, όπως είχαν προβλέψει περιείχε αξιώσεις ενός δημοψηφίσματος στην Κρήτη και τη διατήρηση των ελληνικών δυνάμεων εκεί, ως ειρηνευτικού σώματος. Οι απαντήσεις που στάλθηκαν στις 22/6 και 24/8 Μαρτίου δημιούργησαν μια γενική απαίτηση για λήψη μέτρων εναντίον της Ελλάδας, ενώ ο Salisbury και ο Hanotaux προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα σύμβολο εξουσίας στην Κρήτη. O Hannotaux, αν και δεν συμφωνούσε με το πρόγραμμα των ναυάρχων, γιατί ήταν πολύ σκληρό, ωστόσο θεωρούσε την αποδοχή του από τις Δυνάμεις ως ουσιώδη. Ο Salisbury συμφωνούσε με τον αποκλεισμό της Κρήτης, όχι όμως και του Πειραιά. Αντιπρότεινε ωστόσο τον αποκλεισμό του Βόλου. Χωρίς το Βόλο ο πόλεμος θα ήταν αδύνατος, εφόσον δεν υπήρχε ακόμα η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Λάρισσας, για να συγκεντρωθεί ο στρατός στη Θεσσαλία και να ανεφοδιαστεί.
Επειδή ο Salisbury βρήκε αντίσταση στο Υπουργικό Συμβούλιο και στην κοινή γνώμη για το θέμα του αποκλεισμού του Βόλου, όταν οι πρεσβευτές τον συνάντησαν για να πληροφορηθούν σχετικά, τους ανακοίνωσε πως το θέμα ήθελε περισσότερη εξέταση. Έτσι η Αγγλία έβαλε σε δοκιμασία τη συνοχή της «Ευρωπαϊκής Συναυλίας» και θεώρησε ότι έμμεσα ευνοούσε την Ελλάδα. Οι υποψίες κυρίως της Ρωσίας και της Γερμανίας μεγάλωσαν, όταν η αγγλική κυβέρνηση επανήλθε στη ρωσική πρόταση για στρατιωτική κατάληψη του νησιού με 10.000 ως 12.000 άνδρες για το συμφέρον όλων των Δυνάμεων, έστω και από μία μόνο Δύναμη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δε σημειώθηκα καμία εξέλιξη πάνω στις προτάσεις αυτές και οι Δυνάμεις περιορίστηκαν σε μία διακήρυξη αποκλεισμού της Κρήτης, σαν προάγγελο παραχωρήσεως αυτονομίας, και την αποστολή 600 ανδρών από κάθε Δύναμη, εκτός από τη Γερμανία και την Αυστρία που δεν έστειλαν.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα μεσολάβησε η παραίτηση του υπουργού Στρατιωτικών Σμολεντς στις 19 Φεβρουαρίου, που βρίσκονταν σε σύγκρουση με το διάδοχο Κωνσταντίνο, και η αντικατάστασή του από το Ν. Μεταξά. Όπως πληροφορούμαστε από τον Έγκερτον, μετά την αλλαγή αυτή, ο έλεγχος του στρατεύματος έφυγε από την κυβέρνηση και τη βουλή και τέθηκε περισσότερο κάτω από την επιρροή του βασιλιά.
Ο Μεταξάς διέταξε αμέσως την κλήση υπό τα όπλα τεσσάρων ηλικιών εφεδρείας, ενώ παράλληλα ο υπουργός Ναυτικών καλούσε μία ηλικία του ναυτικού. Συνέπεσε μάλιστα στις 21 Φεβρουαρίου να ληφθεί στα ανάκτορα τηλεγράφημα συμπαράστασης εκ μέρους εκατό Άγγλων βουλευτών. Οπωσδήποτε η Ελλάδα, ύστερα από τη διακοίνωση των Δυνάμεων της 18 Φεβρουαρίου/ 2 Μαρτίου, αποφάσισε να ανακληθούν τα πολεμικά και να αφεθούν συμβολικά μόνο δύο ατμοδρόμωνες στα Κρητικά νερά. Ο υπουργός των Ναυτικών Λεβίδης διέταξε τον πρίγκιπα Γεώργιο να πλεύσει στον Ευβοϊκό κόλπο και το Σαχτούρη στη Σκιάθο. Η τοποθέτηση των πλοίων σε διαφορετικά σημεία και κοντά στη γραμμή των συνόρων, όπως στη Λευκάδα και στη Σκιάθο, εκκένωσε το Ναύσταθμο από πολεμικά πλοία και έτσι ο αποκλεισμός του Πειραιά δε θα είχε αξία. Συνολικά βγήκαν στη θάλασσα 28 πολεμικά σκάφη.
Στα Χανιά στο μεταξύ ο διευθύνων το ελληνικό προξενείο Μπαρακλής εξαναγκάστηκε από τον Ιταλό φρούραρχο να εγκαταλείψει το έδαφος και να επιβιβαστεί στον «Αλφειό» (25 Φεβρουαρίου). Παρόλα όμως τα πιεστικά μέτρα των Ναυάρχων, το φρόνημα των αγωνιστών δεν κάμφθηκε και ο Κόρακας κανονιοβόλησε στην ανατολική Κρήτη το φρούριο της Σπιναλόγγας. Στο άλλο άκρο του νησιού οι ναύαρχοι συνάντησαν στις 28 Φεβρουαρίου στις Καλύβες του Αποκορώνα παράγοντες της επανάστασης, ανάμεσα σε τρεις χιλιάδες ένοπλους και τους συνέστησαν να καταθέσουν τα όπλα, εφόσον οι Δυνάμεις παραχωρούσαν στο νησί πλήρη αυτονομία. Τελικά όμως έφυγαν άπρακτοι, χωρίς να καταφέρουν να πείσουν τους συγκεντρωμένους, οι οποίοι σε μια έξαρση πατριωτισμού δήλωσαν ότι προτιμούσαν να φυγαδεύσουν τις οικογένειές τους ή ακόμα και να τις σφάξουν και ύστερα να θυσιαστούν παρά να καταθέσουν τα όπλα.
Αμέσως έπειτα, την 1η Μαρτίου οι επαναστάτες προσέβαλαν το Καστέλλι Κισσάμου με αποτέλεσμα, ύστερα από περιπέτειες, να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι δύο πύργους, από όπου αντιστέκονταν, και να περιοριστούν μέσα στο φρούριο του Καστελλίου. Στο ανατολικό επίσης τμήμα της Κρήτης έγιναν μάχες στην Ξηρολιά Ηρακλείου και στο χωριό Γάζι της επαρχίας Μαλεβιζίου. Νέες μάχες έγιναν στις 5 Μαρτίου εναντίον των Τούρκων του Ρεθύμνου που προσπάθησαν να κάνουν έξοδο, αλλά οι μάχες τελικά κατέληξαν σε βάρος τους.
Μία μέρα αργότερα, στις 6 Μαρτίου, οι ναύαρχοι πήραν εντολή να κηρύξουν τον αποκλεισμό και την αυτονομία συγχρόνως. Την ίδια μέρα κυκλοφόρησαν προκήρυξη που υπέγραφαν ο Γερμανός Κέλνερ, ο Άγγλος Χάρρις, ο Αυστριακός Χίνκε, ο Ρώσος Ανδρέγιεφ, ο Γάλλος Ποτιέ και ο Ιταλός Κανεβάρο. Σ’ αυτήν αναφέρονταν ότι «κηρύσσουν προς όλους και γνωστοποιούν στους κατοίκους ότι οι Δυνάμεις αποφάσισαν αμετάκλητα να εξασφαλίσουν την πλήρη αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Ασχολούμενοι να θεραπεύσουν πρωτίστως τα δεινά που έθλιβαν την Κρήτη και να προλάβουν την επάνοδό τους, οι Δυνάμεις επεξεργάζονται εκ συμφώνου το σύνολο των μέτρων που προορίζονται να κανονίσουν σε συμφωνία την λειτουργία του αυτόνομου πολιτεύματος, να επαναφέρουν την ειρήνευση, να εξασφαλίσουν σε όλους χωρίς διάκριση φυλής και θρησκεύματος την ελευθερία, να περιφρουρήσουν τις περιουσίες, να διευκολύνουν με την επανάληψη αγροτικών έργων και συναλλαγών τη βαθμιαία ανάπτυξη τοπικών πόρων. Αυτός είναι ο σκοπός που προτίθενται να επιδιώξουν οι Δυνάμεις και αξιώνουν η γλώσσα αυτή να εννοηθεί από όλους καλώς». Η προκήρυξη έγινε γνωστή στην ελληνική βουλή την ίδια μέρα, 6 Μαρτίου, και αμέσως διακόπηκαν οι εργασίες της για τις 2 Απριλίου. Οι Κρήτες όμως δεν δέχτηκαν την αυτονομία, αλλά απαιτούσαν την Ένωση, ενώ οι ναύαρχοι από τη δική τους πλευρά ζητούσαν την άμεση εξεύρεση ενός διοικητή για την Κρήτη. Η Πύλη όμως δεχόταν σαν διοικητή μόνο ένα άτομο που θα ήταν υπήκοος του σουλτάνου. Από τη δική τους μεριά οι Κρήτες έκαναν δημοψήφισμα κατά της αυτονομίας, αλλά οι Δυνάμεις προχώρησαν στην αποστολή διεθνούς στρατού και συμφώνησαν στην κατανομή του νησιού και των παραλίων. Έτσι οι Άγγλοι κατέλαβαν το Ηράκλειο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Ιταλοί τα Χανιά, οι Γάλλοι τη Σητεία, οι Γερμανοί τη Σούδα και οι Αυστριακοί την Κίσσαμο.
Στις 8/20 Μαρτίου η Αγγλία αποφάσισε να αποσύρουν και η Ελλάδα και η Τουρκία τα στρατεύματά τους πενήντα μίλια από τις δύο πλευρές των συνόρων. Σε περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν θα εξαναγκάζονταν με τη λήψη μέτρων. Την άποψη αυτή η Αγγλία την υπέβαλε στις Δυνάμεις στις 11/23 Μαρτίου. Ο Salisbury αρνήθηκε να λάβει άλλα μέτρα και αυτό οφείλεται στις αναφορές του Έγκερτον από την Αθήνα. Πραγματικά, ο βασιλιάς είχε κάνει υπαινιγμό στον Άγγλο πρεσβευτή ότι ο αποκλεισμός της Ελλάδας θα αποτελούσε έναυσμα πολέμου. Στις 16/28 Μαρτίου ο Γεώργιος τον διαβεβαίωσε ακόμα μια φορά ότι αν γίνονταν ο αποκλεισμός της Ελλάδας, μέσα σε μία ώρα θα διέταζε το στρατό του να διασχίσει τα σύνορα. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι υπουργοί του ήταν αντίθετοι με την αναχώρηση του διαδόχου για τα σύνορα, γιατί η άφιξή του εκεί θα εξήπτε τον ενθουσιασμό όσων ανυπομονούσαν για πόλεμο. Ο Έγκερτον επίσης πληροφόρησε τον Salisbury πως η κατανομή του στρατού στα σύνορα σε έξι ταξιαρχίες δεν έγινε μόνο για λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά για να εκτονωθούν οι πιέσεις προς την κυβέρνηση για πόλεμο, με τη σύνθεση που είχε ο στρατός προηγουμένως. Κάθε ταξιαρχία θα υπαγόταν στις διαταγές ενός αξιωματικού που θα ήταν της εμπιστοσύνης του βασιλιά και της κυβέρνησης.
Οι Δυνάμεις πλέον είχαν αρχίσει να κατανοούν πως η λύση έπρεπε να βρεθεί, όχι με τον αποκλεισμό ή όχι των ελληνικών θαλασσών, αλλά σ’ αυτή την ίδια την Κρήτη. Στις 22 Μαρτίου/ 3 Απριλίου 1897 ο Έγκερτον σε εμπιστευτική συνομιλία του με το βασιλιά του υπέβαλε την ιδέα για τη δυνατότητα αυτονομίας, όπως στην περίπτωση της Βουλγαρίας, που μπορούσε να συμφωνηθεί, χωρίς το όνομα του ηγεμόνα, που θα ήταν ο πρίγκιπας Γεώργιος, να αποκαλυφθεί για προφανείς λόγους. Και συνέχιζε ο Έγκερτον: «στις νύξεις μου μου απάντησε ότι θα ακύρωνε τις διαταγές που είχε δώσει στο Διάδοχο “να προχωρήσει”, πράγμα που σήμαινε ότι θα έφηνα τα άτακτα τμήματα να διασχίσουν τα σύνορα». Τελειώνοντας ο Γεώργιος του υπαινίχτηκε την αυστηρή γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα για την αυτονομία της Κρήτης, αλλά είπε, καταλήγει ο Έγκερτον, ότι το σύστημα της Βοσνίας γινόταν αποδεκτό. Τρεις μέρες ύστερα από αυτή τη συζήτηση οι Δυνάμεις έστειλαν στην Ελλάδα και στην Τουρκία διακοίνωση που κατέληγε στην εξής τελεσίδικη προειδοποίηση: «οι Δυνάμεις έχουν σταθερή απόφαση να διατηρήσουν τη γενική ειρήνη, είναι διατεθειμένες να μην επιτρέψουν σε καμία περίπτωση να μην επιτρέψουν αυτός που θα επιτεθεί να καρπωθεί το ελάχιστο όφελος από την επίθεσή του». Αλλά φαίνεται ότι μία μόνο Δύναμη μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση, και αυτή ήταν η Ρωσία. Ο Γεώργιος παραπονιόταν ότι ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Μουράγιεφ προσπαθούσε να παίξει το ρόλο του Βίσμαρκ στην Ευρώπη και να ταπεινώσει την Ελλάδα. Παρόλα αυτά και η Ρωσία έκλινε στην απόφαση να αφεθούν οι Κρήτες να διαλέξουν τον ηγεμόνα τους, πράγμα με το οποίο συμφωνούσαν και οι άλλες δύο Δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία. Όσο για την Αυστρία, ενώ καταρχήν δεχόταν την ιδέα, την απέρριπτε ωστόσο ως προς το πρόσωπο αυτό να είναι μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Η Γερμανία ήταν ο βασικός παράγοντας εναντίον κάθε συμβιβασμού, γιατί επιδίωκε την ανατροπή του αγγλόφιλου Γεωργίου και την ανάρρηση στη θέση του του Γερμανόφιλου Κωνσταντίνου. Άλλωστε ο Γεώργιος, ενώ δεχόταν να προστρέξει σε όλες τις ευρωπαϊκές Αυλές, «ποτέ δεν θα προσέφευγε στον Αυτοκράτορα της Γερμανίας που τον αποκαλούσε το «χειρότερο εχθρό». Έτσι, ενώ αποδεχόταν το πρότυπο της βουλγαρικής διοίκησης, αισθανόμενος ότι δεν του απέμενε καμία άλλη διέξοδος εκτός από το να αγωνιστεί εναντίον μίας ισχυρότερης δύναμης και τελικά να υποκύψει.
Κάτω από αυτές τις διπλωματικές εξελίξεις, ο πόλεμος ήταν τώρα κάτι περισσότερο από βέβαιος. Ανεξάρτητα από το φιλοπόλεμο πνεύμα που επικρατούσε στην Αθήνα και τον αναβρασμό σε όλες τις τάξεις του λαού, τα γεγονότα ακολούθησαν την αναπότρεπτη πορεία τους, όπως τα είχαν δημιουργήσει το διπλωματικό αδιέξοδο και τα προσωπικά πάθη που χώριζαν τη γερμανική από την ελληνική Αυλή. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο ότι πίσω από τα επιτελικά γραφεία των Τούρκων στο μέτωπο δεν ήταν μόνο η σκιά των Γερμανών εκπαιδευτών του τουρκικού στρατού, αλλά και η αυτοπρόσωπη παρουσία των Γερμανών στρατιωτικών «παρατηρητών» ή ακόμα περισσότερο η προσωπική διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων από Γερμανούς αξιωματικούς.
Η Ελλάδα απομονωμένη προχώρησε για πόλεμο χωρίς να της επιτρέψουν οι Δυνάμεις να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκία πριν από την καταστροφή. Το ίδιο συνέβαινε και από την άλλη πλευρά, όπου ο σουλτάνος ήταν αιχμάλωτος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του. Η Ελλάδα οδηγούνταν μοιραία προς τον πόλεμο…

(Αναφέρεται στα γεγονότα του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 που τα παραλείπω)


…Με την κακή τροπή του πολέμου η κυβέρνηση υπό το Δημήτριο Ράλλη είχε βρεθεί στην ανάγκη να ανακαλέσει από την Κρήτη τον Τιμολέοντα Βάσσο (21 Απριλίου) μαζί με τον επιτελάρχη του Θ. Λυμπρίτη, και μετά από πέντε μέρες ανακαλείται και μία δύναμη τετρακοσίων ανδρών, που την αποτελούσαν δύο λόχοι μηχανικού μαζί με τριάντα αξιωματικούς. Τελικά έφυγε και ο Στάικος μαζί με το υπόλοιπο σώμα, που αποτελούσε το «στρατό κατοχής». Η κυβέρνηση έκανε μεγάλες αντικαταστάσεις αξιωματικών στο μέτωπο, γιατί είχε ανάγκη ανθρώπων που δεν είχαν φθαρεί. Η πράξη αυτή ενείχε και χαρακτήρα καλής θέλησης, αφού η κυβέρνηση αποδεχόταν ανεπιφύλακτα πλέον την πρόταση της 18ης Φεβρουαρίου για αυτονομία της Κρήτης. Ακόμα επιθυμούσε να δώσει μια επιπλέον απόδειξη μεταστροφής, με την αλλαγή του προσώπου του πρωθυπουργού και να ζητήσει τη μεσολάβηση των Δυνάμεων για ανακωχή. Άλλωστε οι Δυνάμεις είχαν καθηλώσει το ελληνικό σώμα στην Κρήτη, αφού απαγόρευσαν κάθε εχθροπραξία και κράτησαν με την εγγύησή τους το νησί ουδέτερο, σε όλη τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής σύρραξης.
Κάτω από τη ρευστή κατάσταση, κατά την οποία τα γεγονότα προέτρεχαν κάθε πρωτοβουλίας, οι Κρητικοί αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι το μόνο θετικό που υπήρχε ήταν η εμμονή των Δυνάμεων στην προκήρυξή τους για αυτονομία. Ο Κούνδουρος, αναφέρει ο Λεκανίδης, ότι του παράγγειλε «ότι δεν φρονεί πλέον ότι πρέπει να συγκαλέσει επί του παρόντος τη Συνέλευση, αλλά την περαιτέρω πορεία πρέπει να καθοδηγεί η Προκήρυξη των Μεγάλων Δυνάμεων». Το αναφέρει άλλωστε και ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του. Προσθέτει πάντως, σχετικά με την κατάθεση των όπλων, που ζητούσαν οι Δυνάμεις, μη τυχόν και αλλάξουν γνώμη, ύστερα από την ήττα της Ελλάδας, σχετικά με το θέμα της αυτονομίας. Εξάλλου οι Τούρκοι «εξακολουθούν παρά την αυστηρή απαγόρευση των Ευρωπαίων να εξέρχονται από την πόλη του Ηρακλείου και να κάνουν επιδρομές, ενισχυόμενοι και από τον Τουρκικό στρατό κατά της ζωής και της περιουσίας των Χριστιανών».
Στις τρεις όμως συνελεύσεις, που ακολούθησαν, φάνηκε το ρήγμα των διισταμένων απόψεων και αναφορικά με την ακολουθητέα στάση στο δίλημμα: Αυτονομία ή Ένωση. Αρχικά, με τις εκλογές πληρεξουσίων, ορίστηκε το χωριό Σπίλι (Αγίου Βασιλείου) για τη συνάντηση των πληρεξουσίων των ανατολικών και δυτικών επαρχιών που θα ήταν, ύστερα από τη διάλυση του στρατοπέδου των ενωτικών (στις 16 Μαίου), αποφασιστική για την αποδοχή της μιας ή της άλλης άποψης. Τη συγκαλούσε ο επίσκοπος Λάμπης Σφακίων.
Η συνάθροιση στους Αρμένους την 26η Ιουνίου αποφασίστηκε να ονομαστεί Συνέλευση. Υπήρξαν προφανείς οι αντιθέσεις κυρίως από τους αντιπροσώπους του Ακρωτηρίου, που ήθελαν μάλιστα να μεταφερθεί εκεί η Συνέλευση. Τελικά όμως αποφασίστηκε να μεταφερθεί στις Αρχάνες. Οι αντιπρόσωποι του Ακρωτηρίου ήταν συνδεδεμένοι με το υποβολείο της Αθήνας που συνιστούσε τη συνέχιση του ενωτικού αγώνα.
Στις Αρχάνες, στις 30 Ιουλίου, συγκροτήθηκε και πάλι η Συνέλευση. Θετικό έργο της ήταν η υποβολή στους ναυάρχους ενός ψηφίσματος (12 Αυγούστου 1897), στο οποίο γινόταν αποδεκτή η Αυτονομία. Αρχικά το είχε συντάξει ο Μανούσος Κούνδουρος. Κύριο αίτημα του ψηφίσματος ήταν η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί για λόγους που εξιστορούνται με τρόπο πειστικό. Το ψήφισμα δεν ήταν εύκολο να  βγει από μία Συνέλευση διαιρεμένη. Αντί του επισκόπου Κισσάμου και Σελίνου Δωροθέου, που ήταν πρόεδρος στους Αρμένους, στις Αρχάνες ήταν πρόεδρος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να φέρει προσκόμματα για να αποτρέψει το ψήφισμα, αλλά την άλλη μέρα, 13 Αυγούστου, καθαιρέθηκε από τα καθήκοντά του ως προέδρου.
Τρίτη Συνέλευση, με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, έγινε στο Μελιδόνι του Μυλοποτάμου (16 Οκτωβρίου), όπου οι παλαιοί αντίπαλοι της Αυτονομίας προσχώρησαν στην ιδέα της αποδοχής της. Με τρία ψηφίσματα προς τους ναυάρχους, εκτός από την Αυτονομία, ζητούσαν την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού και, στο τρίτο ψήφισμα, ξένο κυβερνήτη, «διότι μόνο Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα έχει το αναγκαίο κύρος για να υποστηρίξει με τελέσφορο τρόπο την Αυτονομία του τόπου κατά ενδεχόμενη επέμβαση και επιβουλή της Πύλης». Ακριβώς για να αποφύγουν την ανάρρηση ξένου, οι Ρώσοι πρόβαλαν τον όρο να είναι ορθόδοξος ο ηγεμόνας. Έτσι θα ήταν δύσκολο να βρεθεί ηγεμόνας ξένος παρόλες τις ανησυχίες της Αγγλίας μήπως βρεθεί κάποιος Σλάβος. Υπήρχε σκέψη για τον Ελβετό Droz, που γνώριζε ελληνικά, για ένα Μαυροβούνιο, για κάποιο γόνο της οικογένειας Υψηλάντη, μόνιμο κάτοικο Ιταλίας, ακόμα και για τον Καραθεοδωρή και το Φωτιάδη, αν αυτού δεν ήταν Τούρκοι υπήκοοι. Τελικά όμως οι Δυνάμεις επέβαλαν τον Έλληνα πρίγκιπα Γεώργιο.

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως