17 Ιουνίου 2016

Τα ίχνη του μινωικού πολιτισμού στην μεσόγειο

Νωπογραφίες Περιοδευόντων Μινωικών Εργαστηρίων

ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ 
Periplus CD
● Εμπόρια ή Αποικίες σε Αίγυπτο και Λεβάντε ● Νωπογραφίες Περιοδευόντων Μινωικών Εργαστηρίων ● Το Βατερλώ τού Leonard Woolley ● Κρητοαιγυπτιακοί Δεσμοί ● Διαφορές Μινωικής και Ανατολίτικης Κοινωνίας και Τέχνης

Αίγυπτος: Αλεξάνδρεια, Ναύκρατις, Αύαρις,

Σάις, Πηλούσιον, Μέμφις και Θήβες,

που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ σε αυτά τα Χρονικά και τις Περιηγήσεις, ή σε ανάλογες περιπτώσεις που έχεις να παρουσιάσεις ένα θέμα και χρειάζεσαι τεκμηρίωση, ξέρεις σε γενικές γραμμές εκ των προτέρων τι ψάχνεις να βρεις καθώς αναζητείς στοιχεία. Κάποιες άλλες φορές, όμως, ο μίτος που έχεις ανά χείρας για να μην χαθείς στον λαβύρινθο της Ιστορίας σε οδηγεί σε απροσδόκητες διεξόδους, “σε λιμένας πρωτοειδωμένους”· και τότε γεννιέται η επιθυμία “να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά… / σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, / να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους”, όπως μας συμβουλεύει ο Καβάφης στην Ιθάκη του. Πρόκειται για τις ευτυχέστερες στιγμές μιας έρευνας. Ακριβώς αυτό συνέβη όταν από τα αιγαιακά εμπόρια ή εμπορεία στον ιστορικό χώρο τής Μεσογείου βρέθηκα να ακολουθώ περιοδεύοντες Μινωίτες καλλιτέχνες σε τόπους μακρινούς!
Είχα νιώσει την ανάγκη να παραθέσω περισσότερα στοιχεία περί αυτών των εμπορίων όταν μίλησα στο προηγούμενο Χρονικό για τη Ναύκρατι, συνειδητοποιώντας πως έχω ήδη χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο αρκετές φορές σε συνδυασμό με αποικίες και εμπορικούς σταθμούς. Όμως, τα εμπόρια ούτε αποικίες ήταν ούτε και εμπορικοί σταθμοί, παρόλο που σχετίζονταν και με τα δυο. Γράφοντας στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Κόσμου περί Εμπορίων και εμπορικών σταθμών, ο Ηλίας Πετρόπουλος επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα:
Ο όρος εμπόριον ως είδος εγκατάστασης ή οικισμού εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία σχετικά αργά, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών, ως εμπόριον νοείται ο τόπος δράσης τού εμπόρου, δηλαδή του ταξιδευτή με τα εμπορεύματα. Η λέξη έμπορος ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση εν και τη λέξη πόρος, που σημαίνει δρόμος και μάλιστα διά θαλάσσης. Η λέξη αυτή εμφανίζεται στην Οδύσσεια του Ομήρου δύο φορές. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο επικός ποιητής εννοεί προφανώς έναν ταξιδευτή ιδιώτη για επαγγελματικούς λόγους. Ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η λέξη εμπόριον προέκυψε από τη λέξη έμπορος. Η λέξη αυτή είναι δυστυχώς άγνωστη στις πινακίδες τής [μυκηναϊκής] Γραμμικής Β και αυτό προκαλεί μεγάλη εντύπωση, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί και στο εύλογο συμπέρασμα ότι πρόκειται για επινόηση μεταγενέστερων χρόνων. Από τη σχετική έρευνα έχει προκύψει το πόρισμα ότι τελικά η λέξη ή ο όρος εμπόριον (με την έννοια της εγκατάστασης ή του οικισμού και όχι της απλής εμπορικής συναλλαγής ή ανταλλαγής προϊόντων) για πρώτη φορά, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, εμφανίζεται στο έργο τού Ηροδότου, στα μέσα δηλαδή του 5ου αιώνα π.Χ. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη αυτή απαντά αναγεγραμμένη σε μία επιγραφή (γνωστή ως επιγραφή τής Πιστύρου) που ήρθε στο φως σχετικά πρόσφατα σε έναν οικισμό τής σύγχρονης βουλγαρικής (αρχαίας θρακικής) ενδοχώρας, πλησίον τής Φιλιππούπολης
Εμπόριον < Έμπορος < εν + πόρος = ο ευρισκόμενος σε δρόμο διά θαλάσσης
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το τέταρτο βιβλίο [των Ιστοριών] τού Ηροδότου, τη Μελπομένη, στον Εύξεινο Πόντο υπήρχαν αρκετά εμπόρια, όπως ακριβώς τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο αρχαίος ιστορικός… Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες αναφορές διασκορπισμένες στα υπόλοιπα οκτώ βιβλία τού Ηροδότου. Πρόκειται για εμπόρια που βρίσκονται εκτός παρευξείνιου χώρου, και συγκεκριμένα εντοπίζονται στη Μεσόγειο. Εξ όλων αυτών σοβαρό προβληματισμό προκαλεί η περίπτωση της Ναύκρατης, την οποία ο αρχαίος ιστορικός μνημονεύει και ως πόλη και ως εμπόριον. Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί πολλές επιστημονικές μελέτες, δίχως ωστόσο να μπορούμε μέχρι σήμερα να προσδιορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα το χαρακτήρα τού οικισμού αυτού κατά τη διάρκεια της πρώιμης ιστορίας του. Ο όρος που συνήθως λαμβάνεται ως αντίθετος του εμπορίου είναι η αποικία, η οποία θεωρείται ότι αποτελούσε μια ολοκληρωμένη μορφή εγκατάστασης κατά τα πρότυπα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, δηλαδή με σαφή πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση. Η αποικία προφανώς είχε χτιστεί με προσχεδιασμένο πλάνο δράσης και με την ευλογία τού θεού (ή των θεών) μέσω χρησμού, καθώς και με κάθε επισημότητα από την πλευρά τής μητρόπολης, διέθετε αγροτική χώρα και νόμισμα… Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόριον ήταν και ένας οικισμός με αρκετά οργανωμένη πολιτεία και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωτο-πόλις ή πρωτο-οικισμός, με την έννοια ότι μπορούσε να αποτελέσει το προστάδιο της ίδρυσης μιας αποικίας ή μιας πόλης.
Ζωφόρος που απεικονίζει ποτάμι στην Θήρα/Σαντορίνη

Τα εμπόρια, κατά τη Wikipedia, ήταν περιοχές που οι έμποροι μιας χώρας είχαν στη διάθεσή τους για την προώθηση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων στο έδαφος μιας άλλης χώρας. Περίφημα εμπόρια στην Αίγυπτο, εκτός της Ναυκράτεως, ήταν μεταξύ άλλων η Ααρις και η Σάϊς, όπου πήγε ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλων το 590 π.Χ. για να αποκτήσει τις γνώσεις των Αιγυπτίων. Αντίστοιχα εμπόρια υπήρχαν και στο Λεβάντε, σαν τον Λιμένα (Al-Mina) και το Ποσείδιον (Bassit) στη Συρία. Η Σάις (Sais ή Zau στα αρχαία αιγυπτιακά) βρισκόταν στο δυτικό Δέλτα τού Νείλου και πολιούχος της ήταν η θεά Neith. Οι Έλληνες, όπως λ.χ. οι Ηρόδοτος, Πλάτων και Διόδωρος Σικελιώτης, την ταύτιζαν με την Αθηνά και ως εκ τούτου θεωρούσαν δεδομένη την αρχέγονη σχέση της με την Αθήνα. Κατά τον Διόδωρο, η Σάις χτίστηκε από την Αθηνά πριν από τον κατακλυσμό που υποτίθεται πως κατέστρεψε την Αθήνα και την Ατλαντίδα. Τότε αφανίστηκαν και όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ αντίθετα οι αιγυπτιακές επέζησαν. Στον Τίμαιο και τον Κριτία τού Πλάτωνα (γύρω στο 395 π.Χ.), ένας ιερέας εμπιστεύεται στον Σόλωνα την ιστορία τής Ατλαντίδας, με τη στρατιωτική της επιδρομή εναντίον Ελλάδας και Αιγύπτου, αλλά και τη συντριβή και τον όλεθρό της ως επακόλουθο φυσικής καταστροφής.(α)

Taureador (ταυροκαθάψια): σπάραγμα νωπογραφίας από την Αύαρι, 16ος αιώνας π.Χ.
Η Αύαρις ή Άβαρις (Avaris, η σύγχρονη Tell el-Dab’a), πρωτεύουσα της Αιγύπτου υπό τον ζυγό των Χαναναίων Υξώς, βρισκόταν και αυτή στο Δέλτα τού Νείλου στα βορειοανατολικά. Η θέση της στην καρδιά των εμπορίων τής Αιγύπτου την είχε καταστήσει σπουδαίο διοικητικό και εμπορικό κέντρο. Οι ανασκαφές εκεί αποκάλυψαν ένα πολυσύχναστο λιμάνι ανεφοδιασμού 300 και πλέον πλοίων στη διάρκεια μιας εμπορικής σεζόν. Τα τεχνουργήματα σε τμήμα των ανακτόρων, ενδεχομένως ναό, περιλαμβάνουν προϊόντα από όλες τις περιοχές τού Αιγαίου. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως υπήρχαν μέχρι και μινωικού τύπου τοιχογραφίες, παρόμοιες με εκείνες που βρέθηκαν στην Κρήτη, στο ανάκτορο της Κνωσού. Πιθανολογείται πως ήταν στενές οι επαφές με τους τότε ηγεμόνες τής Αιγύπτου, όποιοι και αν ήταν αυτοί, και το μεγάλο οικοδόμημα με τις νωπογραφίες έδινε τη δυνατότητα στους Μινωίτες να έχουν θρησκευτική ζωή με τις τελετές τους στην Αίγυπτο. Κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Yves Duhoux, θα πρέπει να υπήρχε και μινωική αποικία σε κάποιο νησί στο δέλτα τού Νείλου.
Εκτός του Αιγαίου, μόνον τρία μέρη διαθέτουν αδιαμφισβήτητα ίχνη μινωικού πολιτισμού: το ένα είναι η Αύαρις στην Κάτω Αίγυπτο, ενώ τα άλλα δυο, το Kabri και η Alalakh, βρίσκονται στο Λεβάντε. Το Kabri, στην Παλαιστίνη, κοντά στα σύνορα του Λιβάνου, ξεχωρίζει για τις μινωικού τύπου νωπογραφίες του. Το καλοκαίρι τού 2009 αποκαλύφθηκαν εκεί και άλλες τοιχογραφίες αιγαιοπελαγίτικης τεχνοτροπίας. Προφανώς οι Χαναναίοι ηγεμόνες τής πόλης προτίμησαν να τη συνδέσουν με τη μεσογειακή κουλτούρα και να μην υιοθετήσουν συριακές και μεσοποτάμιες μορφές τέχνης όπως είχαν κάνει άλλες πόλεις τής Χαναάν. Η Alalakh ήταν μια πόλη-κράτος τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου στην περιοχή όπου επρόκειτο να ιδρυθεί στα τέλη τού 4ου π.Χ. αιώνα η Αντιόχεια των Σελευκιδών. Η αρχική εγκατάσταση εκεί δημιουργήθηκε πριν από το 2000 π.Χ. που χτίστηκε το πρώτο ανάκτορο. Η Alalakh καταστράφηκε μάλλον από τους Λαούς τής Θάλασσας στον 12ο αιώνα π.Χ, όπως και τόσες άλλες πόλεις στα παράλια της Ανατολίας και του Λεβάντε, δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ και τη θέση της πήρε κατά την εποχή τού σιδήρου ο κοντινός Λιμήν (Al-Mina).
Al-Mina (“Το Λιμάνι” στα αραβικά) είναι το όνομα που έδωσε ο αρχαιολόγος Leonard Woolley σε αυτόν τον αρχαίο εμπορικό σταθμό στις εκβολές τού Ορόντη. Κατά τον Woolley, ήταν πρώιμη ελληνική εμπορική αποικία που ιδρύθηκε λίγο πριν από το 800 π.Χ. σε άμεση αντιπαράθεση με τους Φοίνικες νοτιότερα. Οι μεγάλες ποσότητες ελληνικών αγγείων εκεί επιβεβαιώνουν τις στενές σχέσεις που είχε εξ αρχής ο Λιμήν με την Εύβοια, ενώ τα συριακά και φοινικικά κεραμικά αντανακλούν το πολιτιστικό αμάλγαμα που ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό των εμπορίων. Η διένεξη για το αν ο Λιμήν θα πρέπει να θεωρηθεί πόλη συριακή, με ντόπια αρχιτεκτονική και αγγειοπλαστική και με ελληνική παρουσία, ή αν επρόκειτο για ελληνικό εμπορικό σταθμό, δεν έχει ακόμη κατασταλάξει. Η πόλη απετέλεσε διαμετακομιστικό κόμβο εμπορίου και των πολιτιστικών επιδράσεων που το συνοδεύουν με την Ουραρτού και την Ασσυρία μέσω της συντομότερης διαδρομής των καραβανιών. Η κεραμική μεταγενέστερων περιόδων, μετά από το 700 π.Χ., δείχνει τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας ως τον 4ο αιώνα π.Χ., με αγγεία που εισάγονταν από τη Μίλητο και με επιδέξιες ντόπιες απομιμήσεις τους, προφανώς από Έλληνες αγγειοπλάστες. Ο Λιμήν είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τον ρόλο των πρώτων Ελλήνων που έφτασαν στην Ανατολή κατά την έναρξη της ανατολίζουσας περιόδου στην ιστορία τής ελληνικής τέχνης. Σύμφωνα με μια υπόθεση του Robin Lane Fox, το ελληνικό όνομα του Λιμένα θα πρέπει να ήταν Ποταμοί Κάρων που μνημονεύει ο Διόδωρος Σικελιώτης, συνδέοντάς το με τη λέξη karu (“εμπόριον”) σε ασσυριακή επιγραφή, και άρα θα μπορούσε να αποδοθεί ως “Ποταμοί Εμπορίων”.
Ο Woolley είχε ταυτίσει τον Λιμένα με το Ποσείδιον που αναφέρουν οι Ηρόδοτος και Στράβων, αλλά πιο πρόσφατες μελέτες τοποθετούν το δεύτερο στο Ras al-Bassit, 53 χιλιόμετρα βόρεια της Λαττάκειας (ελληνιστικής Λαοδίκειας) στα παράλια της Μεσογείου. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν μικρό οικισμό τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου, όταν ήταν ενδεχομένως προπύργιο της Ουγκαρίτ νοτιότερα. Σε αντίθεση όμως με την Ουγκαρίτ, η Bassit επέζησε από τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και πέρασε στην εποχή τού σιδήρου. Είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Φοινίκη και την Κύπρο, ενώ η εκεί ελληνική παρουσία πιστοποιείται από τον 7ο αιώνα π.Χ. Κατά την ελληνιστική περίοδο το Ποσείδιον επεκτάθηκε και η ακρόπολή του οχυρώθηκε.
Στον Λιμένα ο Woolley βρέθηκε το 1936, ύστερα από τις ανασκαφές του στην Ουρ τής Μεσοποταμίας, όπου έφερε στο φως πολυτελείς σουμεριακούς βασιλικούς τάφους. Αποφάσισε να εργαστεί στα παράλια της Μεσογείου επειδή ενδιαφερόταν να ιχνηλατήσει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτισμών τού Αιγαίου και της Μεσοποταμίας, θέλοντας να ρίξει φως, όπως έγραψε, “στην ανάπτυξη του κρητικού πολιτισμού και τις διασυνδέσεις του με τους μεγάλους πολιτισμούς τής Εγγύτερης Ασίας”. Απογοητευμένος που δεν είχε βρει πόλη τής εποχής τού μπρούντζου στην Al-Mina, έστρεψε σύντομα το ενδιαφέρον του στην αρχαιότερη και πιο αστικοποιημένη περιοχή τής Alalakh, όπου εργάστηκε πριν και μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1937-39 και 1946-49). Φαίνεται όμως πως η “ματιά” του κάθε άλλο παρά “αμερόληπτη” ήταν, γιατί και αυτός ήταν “διοπτροφόρος” με “ασιατικά μυωπικά γυαλιά”. Τα στοιχεία για τις “διασυνδέσεις” που τον ενδιέφεραν ήταν φυσικά εκεί. Όμως, έχοντας ήδη στο μυαλό του ένα επεξεργασμένο σενάριο και προφανώς την κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Arthur Evans στην Κρήτη, οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Αν η Ουρ υπήρξε το δικό του Άουστερλιτς, η Alalakh κατέληξε να γίνει το Βατερλώ του! Η αδυναμία του να ερμηνεύσει σωστά τα ευρήματά του θα πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις Αρχαιολογικές Σχολές και να γίνει μάθημα για κάθε εξίσου κοντόφθαλμο μελετητή.(β)

Οι Lawrence (αριστερά) και Woolley στην Καρχεμίδα
  • (β) Ο Sir Charles Leonard Woolley (1880-1960), γνωστός για τις ανασκαφές του στην Ουρ, δεν ήταν κανένας συνηθισμένος αρχαιολόγος. Θεωρείται από τους πρώτους “σύγχρονους” αρχαιολόγους, που χρίσθηκε μάλιστα “ιππότης” το 1935 για τη συμβολή του στην επιστήμη του. Άρχισε την καριέρα του το 1906 όταν ο Arthur Evans τον πρότεινε ως εθελοντή ώστε να προχωρήσουν οι ανασκαφές σε μια ρωμαϊκή εγκατάσταση της βόρειας Αγγλίας, αν και αργότερα παραδέχθηκε: “Ποτέ δεν σπούδασα αρχαιολογικές μεθόδους, ούτε καν από βιβλία… και δεν είχα ιδέα πώς να κάνω κάποιο τοπογραφικό σχέδιο ή μια κάτοψη”. Συνεργάστηκε με τον Thomas Edward Lawrence, τον μετέπειτα διάσημο “Lawrence τής Αραβίας”, στην ανασκαφή τής χεττιτικής Καρχεμίδος (της ελληνιστικής Ευρωπού) το 1912-14. Η εργασία του στην Ουρ, που άρχισε το 1922, οδήγησε στην ανακάλυψη των βασιλικών τάφων και ενέπνευσε την Agatha Christie να γράψει το μυθιστόρημα Έγκλημα στη Μεσοποταμία. Η συγγραφέας μάλιστα παντρεύτηκε αργότερα τον βοηθό του, Max Mallowan. Ο Woolley ήταν ένας από τους αρχαιολόγους που πρότεινε πως ο “μέγας κατακλυσμός” τής Βίβλου δεν ήταν παρά μια τοπική πλημμύρα. Το σχετικό στρώμα που εντόπισε στην Ουρ ήταν “μήκους 400 μιλίων και πλάτους 100 – αλλά για τους κατοίκους τής κοιλάδας ήταν όλος ο κόσμος”…
Έχοντας ήδη στο μυαλό του ένα επεξεργασμένο σενάριο και την προφανώς κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Arthur Evans στην Κρήτη, ο Leonard Woolley οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Αν η Ουρ υπήρξε το δικό του Άουστερλιτς, η Alalakh κατέληξε να γίνει το Βατερλώ του! Η αδυναμία του να ερμηνεύσει σωστά τα ευρήματά του θα πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις Αρχαιολογικές Σχολές και να γίνει μάθημα για κάθε εξίσου κοντόφθαλμο μελετητή.

Το ανάκτορο της Κνωσού σε αναπαράσταση
Στο κείμενό του Μινωίτες τεχνίτες ταξιδεύοντας στο εξωτερικό: Οι νωπογραφίες στην Alalakh και η δαπεδογραφία σε κονίαμα στο Tel Kabri (δυτική Γαλιλαία), ο Γερμανός αρχαιολόγος Wolf-Dietrich Niemeier εξηγεί:
Η μοναδικότητα και η φαινομενικά αιφνίδια εμφάνιση του κρητικού ανακτορικού συστήματος στο Αιγαίο αποδίδεται συχνά στις διασυνδέσεις και τις επιδράσεις των αρχαιότερων προηγμένων πολιτισμών τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Στην Alalakh… ο Woolley πίστεψε πως είχε βρει αυτό που έψαχνε: στο ανάκτορο του Yarim-Lim αναγνώρισε “αναμφίβολες διασυνδέσεις” με τη μινωική Κρήτη. Παρόμοιες δομικές τεχνικές… καθώς και νωπογραφίες “πανομοιότυπες στην χρήση των χρωμάτων, την τεχνική και την τεχνοτροπία” στην Alalakh και την Κνωσό τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι “δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και νωπογραφιών της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα” και ότι “τείνουμε να πιστέψουμε πως είχαν προσκληθεί ειδικοί μάστορες, μέλη των Συντεχνιών των Αρχιτεκτόνων και των Ζωγράφων, που ταξίδεψαν δια θαλάσσης από την Ασία (πιθανόν από την Alalakh) για να οικοδομήσουν και διακοσμήσουν τα ανάκτορα των Κρητών ηγεμόνων”.
“Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και νωπογραφιών της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα… Τείνουμε να πιστέψουμε πως είχαν προσκληθεί ειδικοί μάστορες, μέλη των Συντεχνιών των Αρχιτεκτόνων και των Ζωγράφων, που ταξίδεψαν δια θαλάσσης από την Ασία για να οικοδομήσουν και διακοσμήσουν τα ανάκτορα των Κρητών ηγεμόνων”. (Leonard Woolley)


Επιτιθέμενος ταύρος και ελιά, ανάγλυφο στην Κνωσό
Το κύριο επιχείρημα του Woolley γι’ αυτήν τη θεωρία, που υιοθέτησαν επιφανείς μελετητές[!],(γ) ήταν ότι “το ανάκτορο του Yarim-Lim προηγείται κατά έναν και πλέον αιώνα των κρητικών δειγμάτων με την ίδια τεχνοτροπία”… Ωστόσο, μετά από μακρά δημόσια συζήτηση περί “Χρονολόγησης της Alalakh”, η χρονολογία τού Woolley [“πάνω-κάτω μεταξύ 1780 και 1730 π.Χ.”] αποδείχθηκε υπερβολικά μεγάλη. Ο Yarim-Lim τής Alalakh δεν ήταν – όπως ο Woolley είχε νομίσει – ο Yarim-Lim Α΄ τής Yamhad, σύγχρονος του μεγάλου Χαμουραμπί τής Βαβυλώνας, αλλά ένας νεότερος αδερφός τού βασιλιά Abban τής Yamhad που του είχε δώσει την Alalakh ως πριγκιπάτο επικαρπίας…(δ) Οι χρονολογίες που πρότειναν πρόσφατα διάφοροι μελετητές κυμαίνονται πάνω-κάτω μεταξύ 1650 και 1575 π.Χ. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική… τα στοιχεία κάθε άλλο παρά τεκμηριώνουν τη θεωρία τού Woolley για αρχιτέκτονες από την Εγγύς Ανατολή που εργάστηκαν στην Κρήτη… Οι ορθοστάτες τής Alalakh είναι κατά περίπου 300 χρόνια μεταγενέστεροι των ορθοστατών τής πρώτης φάσης τού παλαιού ανακτόρου τής Φαιστού… Σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Yarim-Lim παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μινωικά μοτίβα που εμφανίζονται στην ίδια εποχή ή και νωρίτερα στην Κρήτη. Επιπλέον, η αίσθηση της κίνησης που είναι ευδιάκριτη στα σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Yarim-Lim αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό και έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της Εγγύς Ανατολής.
  • (γ) Ποιος είπε πως ο… διοπτροφόρος καϋμάν κροκόδειλος είναι απειλούμενο είδος; [!]
  • (δ) Η Yamhad είχε τρεις βασιλιάδες με το όνομα Yarim-Lim και υπήρχαν, φυσικά, πολύ περισσότεροι συνώνυμοι τοπικοί ηγεμόνες, όπως αυτός της Alalakh. Ο Woolley – ειδικά αυτός! – θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεχτικός προτού γράψει πως “η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και νωπογραφιών της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα”
    Νωπογραφία παπύρων στην Θήρα
Το πιο δυνατό επιχείρημα του Woolley για άμεση σύνδεση των τοιχογραφιών τής Alalakh με εκείνες της Κρήτης ήταν πως και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με γνήσιες νωπογραφίες σε υγρό ασβεστοκονίαμα. Όμως είναι αυτό ακριβώς το γεγονός που καθιστά σαφώς αναξιόπιστη τη θεωρία τού Woolley περί της καταγωγής τής κρητικής νωπογραφίας από την Εγγύς Ανατολή. Έως πολύ πρόσφατα οι νωπογραφίες τής Alalakh αποτελούσαν το μοναδικό γνωστό παράδειγμα γνήσιας νωπογραφίας στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Στην Κρήτη, η γνήσια νωπογραφία είναι γνωστή τουλάχιστον από το 1900 π.Χ. περίπου. Έτσι φαίνεται πως η γνήσια νωπογραφία πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη, προφανώς επειδή ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών καλλιτεχνών. Άρα, η τεχνική, η τεχνοτροπία και η εικονογραφία των σπαραγμάτων των νωπογραφιών τού ανακτόρου τού Yarim-Lim στην Alalakh δείχνουν πως οι ομοιότητές τους με τις κρητικές τοιχογραφίες κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που αρχικά πίστεψε ο Woolley.
“Η αίσθηση της κίνησης που είναι ευδιάκριτη στα σπαράγματα των τοιχογραφιών αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό και έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της Εγγύς Ανατολής… Η τεχνική, η τεχνοτροπία και η εικονογραφία δείχνουν πως οι ομοιότητές τους με τις κρητικές τοιχογραφίες κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που πίστεψε ο Woolley… Kabri και Alalakh δεν έχουν απλώς μεμονωμένα μινωικά μοτίβα που είναι ξένα στη ‘Μεγάλη Χαναάν’ αλλά παρουσιάζουν μιαν αμιγώς μινωική εικονογραφία και τεχνική. Η μόνη εξήγηση είναι πως φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Μινωίτες τεχνίτες.” (W.-D. Niemeier)

Τελετουργικό περιρραντήριο από χαλαζία, Κάτω Ζάκρος
Υπάρχουν πολλά στοιχεία πως τα κρητικά καλλιτεχνήματα ήταν περιζήτητα στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Στις πινακίδες τής Mari μνημονεύονται κρητικές εισαγωγές… Η αναγνωρισμένη αξία των κρητικών προϊόντων φαίνεται στα κείμενα της Mari από το γεγονός ότι δυο από αυτά επιδόθηκαν από τον βασιλιά Zimri-Lim τής Mari σε άλλους Μεσοποτάμιους μονάρχες. Όπως καταδεικνύουν αγγεία από τις Καμάρες που βρέθηκαν στην Ουγκαρίτ, την Qatna, τη Βύβλο, και το Hazor, αυτή η εξαίρετη αγγειοπλαστική έχαιρε υψηλής εκτίμησης στο Λεβάντε. Έτσι, τουλάχιστον από τον 19ο π.Χ. αιώνα και μετά, η Κρήτη, στο πλαίσιο των σχέσεών της με το Λεβάντε, δεν ήταν μόνο δέκτης αλλά είχε εξελιχθεί σε ισότιμο εταίρο που παρήγαγε έργα τέχνης για τα οποία υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Εγγύς Ανατολή.(ε) Τα εν λόγω κρητικά καλλιτεχνήματα έφταναν με κάποιο είδος ανταλλαγών ή εμπορίου στο Λεβάντε. Όμως, όπως παρατήρησε και ο Woolley, “δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ενός ανακτόρου πάνω σε πλοίο, ούτε και η ‘μυστηριώδης τέχνη’ τής νωπογραφίας είναι εμπόρευμα”.(ς) Οφείλουμε συνεπώς να ανασυνθέσουμε το ακριβώς αντίθετο σενάριο από αυτό που πρότεινε ο Woolley, δηλαδή Κρήτες τεχνίτες να ταξιδεύουν στην Alalakh για να ζωγραφίσουν τις εκεί νωπογραφίες;
  • (ε) Αγνοώ τη λεβαντίνικη συμβολή στον μινωικό πολιτισμό και, δυστυχώς, ο Niemeier δεν δίνει πληροφορίες επί του θέματος. Αυτό που ξέρω καλά είναι πόσο υπόχρεοι και ωφελημένοι ήταν οι Κρήτες μαθαίνοντας από τους Αιγύπτιους (βλέπε Χρονικό 2). Φαντάζομαι επίσης πόσο θα είχαν ωφεληθεί και οι Αιγύπτιοι αν δεν ήταν τόσο ψηλομύτες ώστε να επιτρέψουν στον εαυτό τους να διδαχθούν από τους Κρήτες…
  • (ς) Ανάλογο ήταν το επιχείρημά μου για να δείξω την αναγκαιότητα της ελληνικής παρουσίας στην Ιβηρία: “Αυτό που τα φοινικικά πλοία ήταν αδύνατο να μεταφέρουν και, συνεπώς, καθιστούσε την ελληνική παρουσία απολύτως αναγκαία στην Ιβηρία, ήταν ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τα αρχιτεκτονικά πρότυπα, οι ταφικές συνήθειες των Ελλήνων, και ούτω καθεξής” (βλέπε Χρονικό 7).

Στη “Μεγάλη Χαναάν”… υπάρχουν δυο τόποι που μπορούν να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία για το πρόβλημα: Qatna και Tel Kabri.(ζ) Σπαράγματα των τοιχογραφιών των ανακτόρων στην Qatna παρουσιάζουν… αιγαιοπελαγίτικα χαρακτηριστικά. Το Tel Kabri βρίσκεται σε έναν από τους σπουδαιότερους εμπορικούς δρόμους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, που μεταγενέστερα ονομάστηκε Via Maris [Δρόμος των Φιλισταίων]…(η) Στα ανάκτορα του ντόπιου ηγεμόνα ένα κατώφλι φέρει κονίαμα και είναι ζωγραφισμένο με… τεχνικές και σχέδια δαπέδων παρόμοια των μινωικών ανακτόρων, αλλά όχι της αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Υπάρχουν ενδείξεις πως οι τοίχοι τού δωματίου ήταν επίσης καλυμμένοι με ζωγραφιστό κονίαμα από το οποίο, δυστυχώς, σώζονται μόνον ελάχιστα σπαράγματα. Το δάπεδο με το κονίαμα είναι ζωγραφισμένο με την τεχνική τής γνήσιας νωπογραφίας (true fresco)… που απαντάται επίσης στην κρητική και θηραϊκή νωπογραφία, όχι όμως με την tempera και το fresco secco. Τα χρώματα της δαπεδογραφίας είναι… πανομοιότυπα με εκείνα της κρητικής και θηραϊκής τοιχογραφίας… Αρχικά το πάτωμα… ήταν απομίμηση πέτρινου πλακόστρωτου… Στην Κρήτη πατώματα με ζωγραφισμένο ασβεστοκονίαμα που απομιμούνται πλακόστρωτα δάπεδα είναι γνωστά από [το 2000 π.Χ. περίπου]. Άλλα τμήματα του δαπέδου στο Kabri ήταν διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται αλυσίδες στυλιζαρισμένων γραμμικών λουλουδιών ίριδας ενός χαρακτηριστικού μινωικού τύπου που απαντάται αρχικά σε νωπογραφίες και την αγγειογραφία [κατά το 1700-1500 π.Χ.] Αυτό το είδος διακοσμητικού μίγματος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μινωικής νωπογραφίας… Το δάπεδο στο Kabri καθώς και τα σπαράγματα των νωπογραφιών των ανακτόρων τού Yarim-Lim στην Alalakh δεν έχουν απλώς μεμονωμένα μινωικά μοτίβα που είναι ξένα στη “Μεγάλη Χαναάν” και τα οποία θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως στοιχεία που διείσδυσαν ή ενσωματώθηκαν, φτάνοντας εκεί μέσω της μεταφοράς μοτίβων, αλλά παρουσιάζουν μιαν αμιγώς μινωική εικονογραφία καθώς και τεχνική. Η μόνη εξήγηση που υπάρχει είναι πως φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Μινωίτες τεχνίτες…

  • (ζ) Μεγάλη Χαναάν: “η περιοχή ανάμεσα στην πεδιάδα Amuq [στα πέριξ τής μεταγενέστερης Αντιόχειας] προς βορρά και τις ερήμους προς νότον και ανατολάς κατά τη μέση και ύστερη εποχή τού μπρούντζου… φαίνεται να απαρτίζει έναν εν πολλοίς ομοιόμορφο πολιτισμό με τοπικές παραλλαγές.” (Ruth Amiran).
  • Τις ανασκαφές στο Kabri διηύθυναν οι Aharon Kempinski και Wolf-Dietrich Niemeier.
  • (η) Δυστυχώς για τους Ισραηλινούς Εβραίους, το ιστορικό όνομα της οδού ήταν Δρόμος των Φιλισταίων επειδή διέσχιζε την Φιλισταϊκή πεδιάδα, όπου βρίσκεται και η Λωρίδα τής Γάζας. Το Via Maris “αλιεύτηκε” στη λατινική μετάφραση της Καινής Διαθήκης – “via maris”, δηλαδή “παραθαλάσσια” – παρόλο που δεν προσδιόριζε κάποιον δρόμο (δεν υπήρξε ποτέ καμιά ρωμαϊκή οδός με αυτό το όνομα). Η μετονομασία έγινε για να εκδιωχθούν οι Παλαιστίνιοι από την πατρίδα τους ακόμη και με όρους αρχαιολογίας…
Έχουμε στοιχεία για ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον εξοπλισμό των ανακτόρων στους κόλπους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής (στην οποία ανήκε και η μινωική Κρήτη κατά κάποιον τρόπο ως το δυτικότερο μέλος). Το ότι οι Κρήτες ταξίδευαν όντως στη λεβαντίνικη ακτή αποδεικνύεται από μια πινακίδα των αρχείων τής Mari που μνημονεύει κάποιον Κρήτα αγοραστή κασσίτερου στην Ουγκαρίτ από πράκτορες των ανακτόρων τής Mari. Μια παράδοση της μυθολογικής ποίησης της Ουγκαρίτ είναι άκρως ενδιαφέρουσα σε συνάρτηση με το θέμα μας. Η θεά Anat, λέει, στέλνει τον θεϊκό αγγελιαφόρο διά θαλάσσης στον θεό τής χειροτεχνίας, Kothar wa-Khasis, που μεταφέρεται από τον θρόνο του στο Kptr (που σχεδόν όλοι το διαβάζουν ως Caphtor = Κρήτη)(θ) ώστε να χτίσει ένα υπέροχο ανάκτορο για τον θεό Βάαλ και να το κοσμήσει με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Κατά τον Arvid Schou Kapelrud, ο Kothar “είναι ο αρχι-οικοδόμος και αρχι-σιδηρουργός καθώς βρίσκεται στις αυλές τής Εγγύς Ανατολής τής εποχής αυτής, ένας μάστορας με υψηλή εξειδίκευση”. Στην χαναανική μυθολογία ο θεός τής χειροτεχνίας κλήθηκε από την Κρήτη για να κοσμήσει τα ανάκτορα των θεών με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Στην πραγματικότητα οι ηγεμόνες τού Tel Kabri (Rehov) και της Alalakh (και άλλων πόλεων, ενδεχομένως της Qatna) ζήτησαν από τους ηγεμόνες τής Κρήτης να τους στείλουν τεχνίτες για να διακοσμήσουν τα ανάκτορά τους με νωπογραφίες. Όπως έδειξε ο Carlo Zaccagnini, η αποστολή εξειδικευμένων εργατών είναι πλήρως επιβεβαιωμένη στο πλαίσιο των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των ηγεμόνων τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, με τα ταξίδια αυτά να εντάσσονται στη δυναμική και τον επίσημο μηχανισμό τής πρακτικής ανταλλαγής δώρων.
  • (θ) Το “KPTR” ίσως να αντιστοιχεί στο “Caphtor”. Όμως η εξίσωση του τελευταίου με την Κρήτη αποτελεί το ελάχιστα πιθανό σενάριο. Το βιβλικό τοπωνύμιο ίσως να αναφέρεται στα εξής μέρη: α) Πηλούσιον στο δέλτα τού Νείλου, β) Κιλικία, γ) Κύπρος, και δ) Κρήτη (βλέπε Χρονικό 5). Η Αίγυπτος συγκεντρώνει και στην περίπτωσή μας τις περισσότερες πιθανότητες επειδή σε όλες τις αναφορές στον Kothar εκτός τής παραπάνω ποιητικής παράδοσης, ο θρόνος του βρίσκεται στο “HKPT”, που διαβάζεται ενδεχομένως ως “Hikaptah”, ή “Οίκος τής ka (ψυχής) τού Ptah”, ήτοι Μέμφις. Οι Έλληνες πρόφεραν αυτό το Hikaptah ως Αίγυπτος, εξ ου και το όνομα της χώρας σε πολλές γλώσσες.
Μινωική ζωφόρος, νωπογραφία από την Αύαρι
Μετά από τις νωπογραφίες που είχαν βρεθεί σε Alalakh και Kabri, οι μινωικές τοιχογραφίες στην Αύαρι κατά τις ανασκαφές τού Manfred Bietak “δημιούργησαν στη στιγμή μεγάλη αίσθηση, καθώς ανάμεσα στις σκηνές που απεικονίζονται σε αυτές περιλαμβάνονται θεαματικές αναπαραστάσεις με ταυροκαθάψια που τόσο στενά έχουν συνδεθεί με τη μινωική λατρεία και κουλτούρα”, όπως γράφουν οι Wolf-Dietrich και Barbara Niemeier σε ένα άλλο κείμενό τους περί Μινωικών Νωπογραφιών στην Ανατολική Μεσόγειο.
“Ήδη από το 1990, προτείναμε πως οι νωπογραφίες στο Kabri και την Alalakh φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες μάστορες, και το ίδιο έκαναν [λίγο αργότερα] ο Bietak και η Ναννώ Μαρινάτου αναφορικά με τις νωπογραφίες στην Αύαρι”. Ένα μικροπρόβλημα μεταξύ αυτών των αρχαιολόγων αφορά τη χρονολόγηση των εν λόγω νωπογραφιών. Επιθυμώντας ίσως να μη δυσαρεστήσουν κανέναν, “ο Bietak και η Μαρινάτου κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ‘μινωικές τοιχογραφίες υπήρχαν στην Αύαρι τόσο κατά την ύστερη περίοδο των Υξώς όσο και στην πρώιμη της 18ης [Τουθμωσικής] δυναστείας’. Ο ίδιος ο Bietak θεωρούσε πιθανό πως ‘και μετά τη δυναστική αλλαγή θα παρέμειναν ζωντανές οι εμπορικές… σχέσεις ανάμεσα στην Αύαρι και την Κρήτη… και θα συνεχίστηκαν και κατά τη 18η δυναστεία, ακόμη και μετά από την πτώση των Υξώς.’ Υπάρχουν όντως αρκετά ιστορικά στοιχεία πως το είδος των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων που κρύβονται προφανώς πίσω από αυτές τις νωπογραφίες επιβιώνουν των καθεστωτικών αλλαγών. Κατά τον Bietak, ‘ο βασιλιάς Αχμόσης, ο ιδρυτής τής 18ης δυναστείας, ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων.’ Φαντάζεται και το ενδεχόμενο κάποιας πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στον Αχμόση και τη ‘Μινωική Θαλασσοκρατορίαστο πλαίσιο της οποίας ο μινωικός στόλος βοήθησε τον Αχμόση – που δεν είχε καθόλου πλοία – απέναντι στον κίνδυνο ο οποίος εξακολουθούσε να τον απειλεί από τις ναυτικές βάσεις των Υξώς στη νότια Παλαιστίνη. Αρχαιολογικά ή γραπτά στοιχεία για αυτήν την υπόθεση δεν υπάρχουν, φέρνοντάς μας στο μυαλό κάποια μάλλον ευφάνταστα και ξεχασμένα πλέον σενάρια σχετικά με την εκδίωξη των Υξώς, όπως εκείνα κατά τα οποία Μυκηναίοι μισθοφόροι βοήθησαν τον Αχμόση να διώξει τους Υξώς, ή κατά τα οποία φυγάδες πρίγκιπες των Υξώς κατέκτησαν την Αργολίδα και στη συνέχεια θάφτηκαν στους Ταφικούς Περίβολους των Μυκηνών. Εκτός αυτού, ο Αχμόσης είχε ήδη στόλο: κατέλαβε την Αύαρι με σειρά χερσαίων αλλά και ναυτικών επιθέσεων [και κατόπιν] κατευθύνθηκε προς τη νότια Παλαιστίνη.”
Ο Αχμόσης καταδιώκει τους Υξώς
 
Ακόμη κι ένας φαραώ με δικό του στόλο θα προτιμούσε σαφώς να έχει το πιο έμπειρο κρητικό ναυτικό στο πλευρό του και όχι ενάντιά του σε συμμαχία με τους Υξώς! Οι τοιχογραφίες στην Αύαρι δείχνουν την εμπλοκή τής Αιγύπτου στις διεθνείς σχέσεις και τις πολιτιστικές ανταλλαγές με την ανατολική Μεσόγειο είτε με ανταλλαγές δώρων ή με γάμους. Υποδηλώνουν επιπλέον την ανάμιξη των μινωικών αρχών στις αιγυπτιακές υποθέσεις ενδεχομένως λόγω του ισχυρού ναυτικού που η Κρήτη μπορούσε να διαθέσει στον φαραώ, ενώ αναδεικνύουν και την Αύαρι ως το επίκεντρο αυτών των πολιτιστικών ανταλλαγών, που σημαίνει πως η πόλη είχε εξαιρετική σπουδαιότητα για την Αίγυπτο.
Κορίτσι από το Ακρωτήρι τής Θήρας:
Ο γάμος μιας Μινωίτισσας πριγκίπισσας με κάποιον Αιγύπτιο φαραώ είναι ένα πιθανό σενάριο. Κατά τον Bietak, οι τοιχογραφίες στην Αύαρι φιλοτεχνήθηκαν από Μινωίτες καλλιτέχνες που ήταν μέλη τής συνοδείας κάποιας πριγκίπισσας της Κνωσού η οποία έγινε σύζυγος του φαραώ. Και ποιος ήταν ο… γαμπρός; Αρχικά τον προσδιόρισε ως κάποιον ηγεμόνα των Υξώς, μετά είπε πως ήταν ο Αχμόσης και στο τέλος ο Τούθμωσις ο Γ΄. Εν τέλει, ποιον παντρεύτηκε η Κρητικοπούλα; Η έκρηξη του ηφαιστείου τής Θήρας γύρω στο 1600 π.Χ. συνέβη στα μέσα τής περιόδου των Υξώς (1650–1550). Προφανώς θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο βασιλικών γάμων στα τελευταία χρόνια τους στην Αίγυπτο. Ακολουθεί ο Αχμόσης με το Νέο Βασίλειό του, όταν οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το Αιγαίο ως τμήμα τής “αυτοκρατορίας” τους. Τον όρο δεν πρέπει να τον παίρνουμε τοις μετρητοίς, μια και στη χώρα τού Νείλου παρεξηγούσαν ως και τα δώρα που προσφέρονταν στον φαραώ: “Οι Αιγύπτιοι, με την χαρακτηριστική τους εγωκεντρική αίσθηση ανωτερότητας, θα είχαν παρουσιάσει αυτά τα δώρα ως φόρο υποτέλειας” (Α. Κ. Schulman). Εν πάση περιπτώσει, “ο Αχμόσης ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων”. Αλλά και ο Τούθμωσις θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο γαμπρός. Άλλωστε, ξέρουμε πως είχε τρεις ξένες συζύγους: τις Menwi, Merti και Menhet. Υπήρξε, ωστόσο, ένα πρόβλημα: άλλη μια δυναστική αλλαγή κατά τη βασιλεία του, στα μέσα τού 15ου αιώνα π.Χ., όχι στην Αίγυπτο μα στην Κρήτη, όταν ήρθε η σειρά των Μινωιτών να τεθούν υπό τον ζυγό των δικών τους “Υξώς” (ξένων ηγεμόνων), των Μυκηναίων. Άρα, αν υπήρξε γάμος, θα πρέπει να έγινε στην αρχή τής βασιλείας τού Τούθμωσι, όταν πραγματικός φαραώ ήταν η μητριά του, η Χατσεψούτ.
Όποια και αν ήταν τα κίνητρα, οι μοναδικές αυτές τοιχογραφίες είναι μινωικές ως προς την τεχνοτροπία, την τεχνική και το θέμα. Υπάρχει μια μακρά ζωφόρος με σκηνές από ταυροκαθάψια και το διακοσμητικό θέμα τού λαβυρίνθου στο φόντο. Η Μαρινάτου υποθέτει πως το μοτίβο τής ροζέτας, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τοιχογραφιών Taureador (ταυροκαθαψίων), αναπαράγει τις ροζέτες τής Κνωσού και πρόκειται για ξεχωριστό μινωικό σύμβολο. Απεικονίζονται επίσης γρύπες, σκηνές κυνηγιού, αιλουροειδή να κυνηγούν οπληφόρα, διάφορες μορφές σε φυσικό μέγεθος, και μια λευκή γυναίκα φορώντας φούστα. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας είναι τα εμβλήματα του μινωικού ανακτόρου σαν τη ζωφόρο με τις μισές ροζέτες, ή και οι μεγάλοι γρύπες που έχουν το ίδιο μέγεθος με κείνους της αίθουσας του θρόνου στην Κνωσό. Η τεχνική τής ζωγραφικής είναι κατεξοχήν αιγαιοπελαγίτικη, ενώ η τεχνοτροπία είναι πολύ υψηλής ποιότητας και μπορεί να συγκριθεί με τα καλύτερα έργα ζωγραφικής τής Κρήτης. Κατά τον Bietak, η χρήση συγκεκριμένων μινωικών βασιλικών μοτίβων σε ανάκτορο στην Αύαρι δείχνει πως “πρέπει να έλαβε χώρα κάποια συνάντηση των αυλών τής Κνωσού και της Αιγύπτου στο υψηλότερο επίπεδο,” ενώ το μέγεθος της αναπαράστασης της γυναίκας με τη φούστα θα μπορούσε να υποδηλώνει έναν πολιτικό γάμο τού φαραώ με Μινωίτισσα πριγκίπισσα.
“Οι δυναστικές επιγαμίες ήταν προσφιλής διπλωματική τακτική στην Εγγύς Ανατολή τής Εποχής τού Μπρούντζου,” επισημαίνουν οι Niemeier. Η συνοδεία μιας ξένης πριγκίπισσας, εκτιμούν ορισμένοι μελετητές, “θα αριθμούσε αρκετές εκατοντάδες άτομα, που ως το τέλος τής ζωής τους θα παρέμεναν στο χαρέμι τού φαραώ, και θα μπορούσε κανείς άνετα να φανταστεί πως στην Αύαρι τα ενδιαιτήματα της ξένης πριγκίπισσας και της συνοδείας της θα είχαν διακοσμηθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της. [Ωστόσο], στην Alalakh και το Tel Kabri, οι νωπογραφίες είχαν μάλλον φιλοτεχνηθεί στους τοίχους των σημαντικών τελετουργικών (πιθανόν και ιεροτελεστικών) αιθουσών των ανακτόρων, και όχι στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βασιλισσών ή πριγκιπισσών.”
Η τεχνική τής χρήσης ασβεστοκονιάματος σε δύο στρώσεις με πολύ γυαλιστερή επιφάνεια, η νωπογραφία συνδυαζόμενη με στόκο (stucco), όλα είναι τεχνικές που πρωτοεμφανίζονται στη μινωική ζωγραφική και δεν είναι αιγυπτιακές. Αλλά και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι σαφώς μινωικά. Η χρήση τού γαλάζιου λ.χ. αντί του γκρίζου είναι μινωική, με κείνη τη χρωματική σύμβαση που εμφανίζεται αργότερα στην Αίγυπτο και που οφείλεται σε αιγαιοπελαγίτικες επιδράσεις. Εκτός αυτών των στοιχείων, να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν αιγυπτιακά ιερογλυφικά και εμβλήματα σε κανένα από τα σπαράγματα που ανακαλύφθηκαν. Η σύνθεση των τοιχογραφιών και τα μοτίβα ταιριάζουν επίσης περίφημα με κείνα του κόσμου τού Αιγαίου. Άρα είναι συντριπτικά τα στοιχεία που δείχνουν μάλλον προς την κατεύθυνση Μινωιτών καλλιτεχνών στην Αύαρι.
“Οι διαφορές τεχνοτροπίας μεταξύ τής αιγυπτιακής και της μινωικής τέχνης αναλύθηκαν από την Henriette Antonia Groenewegen-Frankfort και, πιο πρόσφατα, από τον Bietak,” σημειώνουν οι Niemeier. “Κατά την Groenwegen-Frankfort, η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή (και εκείνην της αρχαίας Εγγύς Ανατολής) ως προς την ‘απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών’. Εύστοχα ο Bietak το εξηγεί αυτό με τα διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα των δυο πολιτισμών. Η μινωική κοινωνία δεν κυριαρχούταν – όπως η αιγυπτιακή – από την καταγραφή, την καταλογογράφηση, και την απόλυτη τάξη, και συνεπώς η μινωική τέχνη δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά clichés και άτεγκτες κανονιστικές διατάξεις. Όσον αφορά τη σύγκριση της χαναανικής με τη μινωική τέχνη, δυστυχώς δεν διαθέτουμε πολλά καλλιτεχνήματα από το Λεβάντε τής μέσης Εποχής τού Μπρούντζου. Όμως εκείνα που σώζονται έχουν τεχνοτροπία σαφώς διαφορετική από τη μινωική. Οι αναπαραστάσεις πουλιών λ.χ. σε οστέινα ένθετα από μέρη όπως η Μεγιδδώ και η Λάχις μοιάζουν ακίνητα σε σύγκριση με τον γερανό σε πλάκα ελεφαντόδοντου από το Παλαίκαστρο. Τα χαναανικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια φαίνονται δύσκαμπτα σε σύγκριση με τα μινωικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια που παρουσιάζουν ζωηρή εσωτερική ένταση και δυναμική.”
“Η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή (και εκείνην της αρχαίας Εγγύς Ανατολής) ως προς την ‘απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών’.” (H.A. Groenewegen-Frankfort)
“Η μινωική κοινωνία δεν κυριαρχούταν – όπως η αιγυπτιακή – από την καταγραφή, την καταλογογράφηση, και την απόλυτη τάξη, και συνεπώς η μινωική τέχνη δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά clichés και άτεγκτες κανονιστικές διατάξεις.” (M. Bietak)
Η Εύφορη Ημισέληνος (με την κοιλάδα και το δέλτα τού Νείλου): το λίκνο τού πολιτισμού κατά την κατάρρευση της Εποχής τού Μπρούντζου (επισημαίνονται όλα τα μέρη που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό).
Όπως αποδείχθηκε, oι τοιχογραφίες στην Αύαρι, την Alalakh, το Kabri, ίσως και την Qatna (17ος–16ος αιώνας π.Χ.), δεν ήταν οι πιο παλιές.
“Προηγήθηκαν οι ζωγραφιστές απομιμήσεις πέτρας στο ανάκτορο του Zimri-Lim στη Mari [18ος αιώνας π.Χ.] Ο ανασκαφέας τής Mari, André Parrot, συγκρίνει τις απομιμήσεις πέτρας με εκείνες στην Κνωσό. Αναζητεί επίσης πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ των τοιχογραφιών τής Mari και της Κνωσού, και, επικαλούμενος τα στοιχεία για διασυνδέσεις τους από τα πολύτιμα μινωικά είδη που μνημονεύουν τα αρχεία τής Mari, τείνει μάλλον να δει κάποια κρητική επίδραση στις εκεί τοιχογραφίες.”
Η Mari (σύγχρονη Tell Hariri) βρισκόταν μακριά από τη Μεσόγειο, στη Μεσοποταμία. Ήταν πόλη των Σουμερίων και των Αμοριτών στον Ευφράτη, που άκμασε από το 2900 ως το 1759 π.Χ., όταν λεηλατήθηκε από τον Χαμουραμπί, παρά τα δώρα που του έδωσε ο βασιλιάς Zimri-Lim. Προείχε η στρατηγική θέση τής Mari ως κόμβος διαμετακομιστικός ανάμεσα στην κάτω Μεσοποταμία και τη βόρεια Συρία. Η πόλη έφτασε να ελέγχει τους εμπορικούς δρόμους σε διάφορες περιοχές, όπως η Περσία, η Μεσοποταμία, και η Ανατολία. Το βασιλικό παλάτι είχε πάνω από 300 δωμάτια και ήταν ίσως το μεγαλύτερο της εποχής του. Βρέθηκαν εκεί πάνω από 25.000 πινακίδες “επιφέροντας την πλήρη αναθεώρηση της ιστορικής χρονολόγησης της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και παρέχοντάς μας πάνω από 500 νέα τοπωνύμια, αρκετά για να ξαναφτιάξουμε τον γεωγραφικό χάρτη τού αρχαίου κόσμου,” όπως τόνισε ο Parrot. Η Qatna (νυν Tell el-Mishrife), 18 χιλιόμετρα βορειοανατολικά τής Χομς (Έμεσας), ήταν άλλη μια από τις μεγαλύτερες πόλεις τής Συρίας στην εποχή τού μπρούντζου. Με την ανάπτυξη των εμπορικών δρόμων κατά τη 2η χιλιετία, η Μεσοποταμία είχε συνδεθεί με την Κύπρο, την Κρήτη και την Αίγυπτο. Η Qatna μνημονεύεται σε συνδυασμό με το εμπόριο κασσίτερου που μεταφερόταν από τη Mari διαμέσου Qatna στη Μεσόγειο. Από την άλλη πλευρά μεταφερόταν κυπριακός χαλκός. Το κράμα τους, ο μπρούντζος, ήταν πολυτιμότατος, ιδίως κατά την εποχή τού μπρούντζου.
Σε ό,τι αφορά την καταγωγή των μελών των “μινωικών” εργαστηρίων, υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα: οι νωπογραφίες φιλοτεχνήθηκαν: α) από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες τεχνίτες, β) υπό την επίβλεψη καλλιτεχνών από το Αιγαίο με τη βοήθεια Λεβαντίνων ζωγράφων που εκπαιδεύτηκαν από αυτούς, και γ) από Λεβαντίνους μαθητές μαστόρων Αιγαιοπελαγιτών. Η ιδέα για εργαστήρια μικτά φαίνεται πιο ελκυστική, πιθανή και ρεαλιστική. Η διακόσμηση τεράστιων ανακτόρων ήταν μεγάλο έργο. Φαίνεται όμως αδιανόητο να φανταστεί κανείς κρητικά πλοία γεμάτα καλλιτέχνες να ταξιδεύουν δεξιά και αριστερά στη Μεσόγειο προς τον σκοπό αυτό. Οι καλλιτεχνικές ομάδες θα πρέπει να ήταν μάλλον μικρές, δουλεύοντας αναγκαστικά μαζί με ντόπιους μαθητευόμενους τεχνίτες.
“Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς σε κάθε περίπτωση ποιο από αυτά τα ενδεχόμενα ισχύει,” παρατηρούν οι Niemeier. “Θα συμφωνούσαμε με τον Philip P. Betancourt πως γνωρίζουμε μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό νωπογραφιών και πως ‘αγγίζουμε την κορυφή τού παγόβουνου μιας ολόκληρης σειράς αλληλένδετων εργαστηρίων, που δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας και την Αίγυπτο, ίσως περιοδεύοντας πηγαινοερχόμενα, ίσως ανταλλάσσοντας κάπου-κάπου προσωπικό ή επιστρέφοντας στην Κνωσό ώστε να ενημερωθούν για τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις’… Οι νωπογραφίες στην Alalakh, το Tel Kabri, και την Αύαρι πρέπει να ειδωθούν ‘υπό το πρίσμα τής σφυρηλάτησης μιας élite κοινής [‘γλώσσας’] – καλλιτεχνικής, εικονογραφικής, ιδεολογικής, τεχνολογικής – στις συνθήκες των έντονων διά θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής ανατολικής Μεσογείου’,” όπως πρότεινε η S. Sherratt. Η Μαρινάτου έχει επίσης υποστηρίξει πως τα έργα αυτά είναι ένδειξη μιας κοινής, οπτικής γλώσσας κοινών συμβόλων, που μαρτυρά τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ηγεμόνες γειτονικών δυνάμεων. “Οι Μινωίτες καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο ζωγράφισμα όλων αυτών των νωπογραφιών”, συμφωνούν και οι Niemeier, “απετέλεσαν προφανώς ένα σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη της λεγόμενης ‘Διεθνούς Τεχνοτροπίας’ τής ανατολικής Μεσογείου κατά την ύστερη εποχή τού μπρούντζου.”
Και όχι μόνον του ανατολικού τμήματος της mare nostrum, θα προσέθετα: σύμφωνα με ορισμένους εμπειρογνώμονες του fresco, της νωπογραφίας, παρόμοια ζωγραφικά έργα μινωικού τύπου έχουν βρεθεί μέχρι και στο Μαρόκο
Υπήρχε “μια ολόκληρη σειρά αλληλένδετων εργαστηρίων, που δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας και την Αίγυπτο, ίσως περιοδεύοντας πηγαινοερχόμενα, ίσως ανταλλάσσοντας κάπου-κάπου προσωπικό ή επιστρέφοντας στην Κνωσό ώστε να ενημερωθούν για τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις.” (P.P. Betancourt)
Οι νωπογραφίες πρέπει να ειδωθούν “υπό το πρίσμα τής σφυρηλάτησης μιας élite κοινής – καλλιτεχνικής, εικονογραφικής, ιδεολογικής, τεχνολογικής – στις συνθήκες των έντονων διά θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής ανατολικής Μεσογείου.” (S. Sherratt)
Κρήτες στην Αίγυπτο δώρα φέροντες (μετάλλα, κοσμήματα κλπ.), σε παράσταση των Θηβών, 18η δυναστεία, αρχές 15ου αιώνα π.Χ.
Τι απέγιναν οι τοιχογραφίες στην Αύαρι; Κάποιες αποκολλήθηκαν από τον τοίχο μιας πύλης, ενώ μια άλλη ομάδα σπαραγμάτων βρέθηκε σε σκουπιδότοπο στα βορειοανατολικά τού ανακτόρου. Φαίνεται πως οι νωπογραφίες είχαν αφαιρεθεί κατά την ύστερη Τουθμωσική περίοδο – όταν είχε πάψει να υφίσταται η μινωική Κρήτη.
“Η μινωική νωπογραφία ήταν προφανώς ένα φαινόμενο μάλλον βραχύβιο στο Λεβάντε και την Αίγυπτο – σε αιγυπτιακούς όρους, κράτησε όσο η περίοδος των Υξώς και οι απαρχές τής πρώιμης 18ης δυναστείας,” συνοψίζουν οι Niemeier. “Αργότερα βρίσκουμε πάλι ζωγραφιές με σκηνές τής φύσης που δείχνουν να αναπνέουν με έναν μινωικό αέρα. Είναι φιλοτεχνημένες όμως με την τεχνική secco και σίγουρα δεν είναι έργα Αιγαιοπελαγιτών καλλιτεχνών. Η μινωική τοιχογραφία ανήκε στο παρελθόν εκείνη την εποχή.”
Χωρίς μινωική Κρήτη δεν υπήρχαν περιθώρια για μινωική τέχνη. Βέβαια τα μινωικά εργαστήρια συνέχισαν να δουλεύουν. Μα τους απασχολούσαν πλέον οι νέοι αφέντες, οι Μυκηναίοι. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Έλληνες καλλιτέχνες να τους ανταγωνιστούν. Ωστόσο, τα καινούργια τους έργα τέχνης δεν προσδιορίζονται ως “μινωικά”. Χαρακτηρίζονται “μυκηναϊκά”, ενίοτε με την επισήμανση πως φιλοτεχνήθηκαν από κρητικά εργαστήρια. Θα σκεφτόταν ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει “κρητικά” τα αριστουργήματα ενός άλλου μεγάλου Κρήτα μάστορα που έζησε τρεις και πλέον χιλιετίες αργότερα, και συγκεκριμένα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του περίφημου El Greco;

Νωπογραφία πομπής Μυκηναίων γυναικών
Νάμαστε και πάλι στην αφετηρία μας, έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο που άρχισε με τον Περίπλου και την Κρητομινωική Θαλασσοκρατορία και τέλειωσε αισίως με τα Εμπόρια και την Κρητομινωική ζωγραφική. Τώρα μπορούμε να ξαναπιάσουμε τον μίτο, τραβώντας προς τα πίσω, πριν από την αφετηρία μας – όταν ο άνθρωπος δεν είχε μάθει ακόμη να δουλεύει τα μέταλλα, τότε που τα θαλασσινά ταξίδια γίνονταν σε αναζήτηση ενός άλλου, εξίσου πολύτιμου υλικού: του οψιδιανού… Ας πάμε λοιπόν στη Νεολιθική περίοδο!

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο 
Periplus CD

Χρονικό 10. ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως