16 Απριλίου 2016

Μονή Δισκουρίου, κι ο όρκος των βοσκών της Κρήτης.

Η Μονή Δισκουρίου ή ορθότερα η Μονή Αγίου Γεωργίου Δισκουρίου ή απλά Δισκούρι, βρίσκεται στις πλαγιές του Ψηλορείτη (Ορος Ιδη), του ιερότερου μα και συγχρόνως πιο δεσποτικού και επιβλητικού βουνού στην Κρήτη, κοντά στα χωριά Ανώγεια και Αξός, στο κέντρο της Κρήτης.
Είναι άραγε τυχαίο που η Μονή Δισκουρίου βρίσκεται κοντά στο χωριό Αξός, όπου πολλούς αιώνες πριν άκμασε μεγάλη Δωρική πόλη, ή ότι απέχει λίγα χιλιόμετρα από τα Ανώγεια με το περίφημο Ιδαίο Αντρο, τη σπηλιά όπου γεννήθηκε ο Δίας σύμφωνα με το μύθο; Μάλλον όχι αν λάβουμε υπόψη μας, ότι αφενός το όνομα της Μονής παραπέμπει στους αρχαίους Διόσκουρους, ενώ οι βοσκοί της περιοχής ορκίζονται ακόμα και σήμερα για την αθωότητα τους στο όνομα του Δία, όταν κατηγορηθούν για ζωοκλοπή.
Η Μονή Δισκουρίου σαν κτίριο έχει τα χαρακτηριστικά μικρού φρουρίου, καθώς οικοδομήθηκε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, τότε δηλαδή που η απειλή των Τούρκων ήταν ορατή και οι Ενετοί φρόντιζαν να δημιουργήσουν οχυρές θέσεις σε κάθε σημείο της Κρήτης.
Στη Μονή Δισκουρίου, πέρα από τον κεντρικό ναό (καθολικό) με την περίφημη εικόνα του Αγίου Γεωργίου, τα κελιά των μοναχών και το θαυμάσια διακοσμημένο αρχονταρίκι, μπορείτε επίσης να θαυμάσετε παλιά κειμήλια στο μικρό μουσείο του μοναστηριού.
Μην παραλείψετε επίσης να επισκεφτείτε το παλιό ελαιοτριβείο.
Το όνομα Δισκούρι
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, η Μονή Δισκουρίου ιδρύθηκε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (274-337 μ.Χ.). Ωστόσο το όνομα της Μονής (Δισκούρι), που πιθανότατα προέρχεται από το «Διός Κούροι» (οι Κούροι του Δία), φανερώνει ότι στον τόπο αυτό υπήρχε λατρεία του Δία από την αρχαιότητα, ίσως κάποιο αρχαίο ελληνικό ιερό αφιερωμένο στους Διόσκουρους.
Ως γνωστόν οι Διόσκουροι ήταν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης,  γιοι του Δία και της Λήδας κι  αδέλφια της Ωραίας Ελένης. Οι Διόσκουροι ήταν θεοί του φωτός και προσωποποιούσαν  για τους  αρχαίους Έλληνες την εντιμότητα, την γενναιότητα, τη τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Ηταν επίσης προστάτες των ναυτικών.
Για  όλα τους ετούτα τα προτερήματα οι  αρχαίοι Ελληνες  τιμούσαν τους  Διόσκουρους σαν θεούς κι όχι σαν ημίθεους,  κι αφού τους θεωρούσαν προστάτες και σωτήρες των θνητών ζητούσαν από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια σε κάθε δύσκολη στιγμή τους.
Όπως λοιπόν μπορεί εύκολα  να καταλάβει κανείς,  σε κάποια εποχή της ιστορίας, όταν πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την αρχαιο-ελληνική στην χριστιανική θρησκεία, στη θέση του αρχαίου ιερού των Διοσκούρων κτίστηκε κάποια εκκλησία, άγνωστο ποιά, και αιώνες αργότερα η Μονή Δισκουρίου αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.
Ο Άγιος Γεώργιος, κατά τη χριστιανική παράδοση, διαθέτει τις ίδιες ακριβώς αρετές με τους αρχαίους Διόσκουρους: Γόνος αρχοντικής γενιάς, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού όπως μαρτυρεί και η στολή του, έφερε το τίτλο του κόμητος, όμως πάνω απ’  όλα υπήρξε άνθρωπος ευγενής, γενναίος, και γεμάτος  καλοσύνη για το συνάνθρωπο του... ακριβώς όπως οι αρχαίοι Διόσκουροι.
Ιστορία της Μονής Δισκουρίου
Δυστυχώς, συγκεκριμένες έγγραφες  αναφορές για το πότε ακριβώς κτίστηκε η Μονή δεν υπάρχουν. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η Μονή Δισκουρίου υπήρχε από τα όψιμα χρόνια της Ενετοκρατίας  καθώς  γραπτή αναφορά γι’  αυτήν γίνεται για πρώτη φορά από τον περιηγητή Βασιλικάτα, όχι όμως σαν Μονή αλλά απλώς σαν Δισκούρι, έτσι δηλαδή που αναφέρεται και σήμερα από τους κάτοικους της περιοχής.
Επειδή ούτε  χωριό, ούτε οικισμός, μα ούτε καν περιοχή με τέτοιο  όνομα δεν υπάρχει  εκεί κοντά, αυτονόητα συμπεραίνει κανείς  ότι πρόκειται για τη Μονή Δισκουρίου.
Άρα λοιπόν, αφού  η πρώτη  έγγραφη αναφορά χρονολογείται  το 1640, λογικά  το Δισκούρι, όπως πλέον συνηθίζεται να λέγεται, πρέπει να υπάρχει σαν ιδρυθείσα Μονή  τουλάχιστον  από το 1600, την όψιμη δηλαδή εποχή της Ενετοκρατίας μια κι εκείνη τη περίοδο  κτίστηκαν κι άλλα πολλά μοναστήρια εκεί κοντά όπως η Μονή Αρκαδίου, η Μονή Βοσάκου κ.λ.π..
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και ειδικά στην επανάσταση του 1866,  η Μονή Δισκουρίου υπήρξε ορμητήριο μεγάλων Κρητικών καπεταναίων, και ιδιαιτέρως του καπετάν Κόρακα. Στο Ιστορικό μουσείο του Ηρακλείου υπάρχουν χειρόγραφα που το βεβαιώνουν  και τα οποία ήταν σταλμένα προς «το πρωτοκαπετάνιο της  Ανατολικής Κρήτης Μιχαήλ Κόρακα για να στείλει βοήθεια  στη Γραμβούσα…»
Δυστυχώς το 1822 οι Τούρκοι κατέστρεψαν μέρος της Μονής, ενώ το 1867 σημειώθηκε ολοσχερής καταστροφή,  όταν πυρπολήθηκε  σε αντίποινα  για την υποστήριξη που πρόσφερε στους Κρητικούς επαναστάτες. Η Μονή Δισκουρίου ανακαινίστηκε στη σημερινή της μορφή το  1890 ή 1897.
Η Μονή Δισκουρίου  υπήρξε πάντα ανδρικό μοναστήρι αφιερωμένο στο όνομα του Αγίου Γεωργίου και στη μεγαλύτερη του ακμή  φιλοξένησε τέσσερις μοναχούς και  δώδεκα λαϊκούς.
Το 1900 καταργείται σαν Μονή αλλά εν τούτοις  παραμένουν εκεί οι μοναχοί.
Το 1935 προσαρτείται στη  μονή Χαλέπας.
Από το 1950  και μετά  ξεκινούν οι κατεδαφίσεις των παλαιών κτισμάτων και  η οικοδόμηση καινούργιων με τσιμέντο. Το Σεπτέμβριο του 1950, ο τότε ηγούμενος Καλλίνικος Βάμβουκας, πάντρεψε τον Κώστα Κεφαλογιάννη ή Κουντόκωστα με τηνΤασούλα Πετρακογιώργη, για να δώσει τέλος στη θρυλική απαγωγή που παραλίγο να αιματοκυλίσει τη Κρήτη.
Περίφημη η ιστορία της απαγωγής της Τασούλας και ακόμα και σήμερα γράφονται βιβλία γι αυτήν.
Το 2004 αρχίζει  ξανά να λειτουργεί ως αυτοδιοίκητη μονή με ηγούμενο τον Ραφαήλ Μαϊνολά, έναν νέο, δραστήριο, φιλόξενο και φωτισμένο μοναχό.
Ορκος στο Δία
Πέραν του ονόματος όμως της Μονής Δισκουρίου, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που ξεπερνούν το όριο των ενδείξεων, και τα οποία  μαρτυρούν  την σημερινή, ειρηνική σχέση της Μονής με το ιερό βουνό του Ψηλορείτη και τις παραδόσεις του.
Σε μια περιοχή που η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων είναι η πατροπαράδοτη απασχόληση των κατοίκων, δεν είναι περίεργο που η Μονή Δισκουρίου έχει συνδεθεί με τα έθιμα των ποιμένων. Οι ζωοκλοπές μαστίζουν την Κρήτη εδώ και αιώνες, όχι μόνο στον Ψηλορείτη αλλά σε ολόκληρο το νησί.
Ωστόσο στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε ένα εθιμικό δίκαιο που επιτρέπει το ξεκαθάρισμα περιπτώσεων κλοπής ζώων ανάμεσα στους βοσκούς. Ο κατηγορούμενος μαζί με τον κατήγορο προσέρχονται στη Μονή Δισκουρίου και στέκονται μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Αυτός που κατηγορείται ότι έκλεψε τα ζώα, ορκίζεται ότι είναι αθώος.
Μπορεί να ορκίζεται μπροστά στον Αγιο Γεώργιο, αλλά επικαλείται στον όρκο του τον Δία, τον θεό των αρχαίων προγόνων:
«Νη Ζα φάσκω σου και κάτεχε το πώς δε σου φταίω το πράμα σου, έργο μου γη (ή) βουλή μου…»
Ή, σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή:
«Μα το Ζα δε σε πείραξα κι άμε να γυρεύγεις  αλλού το πράμα σου…»
Η επίκληση του Δία δείχνει την προ-χριστιανική καταγωγή του εθίμου, που διατηρήθηκε στους αιώνες, έστω κι αν στην πορεία των αιώνων οι άνθρωποι ξέχασαν τι πραγματικά σημαίνει η φράση που χρησιμοποιούσαν.

Δεν αποκλείεται να  μπέρδευαν  την επίκληση του ονόματος του Δία, ή  Ζα  στην αρχαία αιτιατική της Δωρικής Διαλέκτου,  με τη δική μας  κρητική λέξη «ζα» ή «ωζά» που σημαίνει  ζώα, άρα ότι έλεγαν  να το έλεγαν μόνο και μόνο από τη  βαθιά  μέσα τους ριζωμένη παράδοση χωρίς να ψάχνουν την βαθύτερη έννοια.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο όρκος   όχι μόνο είχε, αλλά κι  εξακολουθεί να έχει, τόσο  βαθιά  ριζωμένη ισχύ, που αν ο  πιθανός δράστης  τολμούσε τελικά να ακουμπήσει το χέρι του στην εικόνα και να ορκιστεί, θεωρούνταν αθώος και απαλλασσόταν από κάθε υποψία.
Αντίθετα, αν ήταν αναμεμειγμένος,  ομολογούσε από μόνος του τη κλοπή, ή έστω και τη παραμικρή σχέση του μαζί της, μια και διαφορετικά η παράδοση αναφέρει ότι τιμωρούνταν από τον Άγιο Γεώργιο, και μάλιστα τιμωρούνταν  πολύ αυστηρά!
Βέβαια όλα αυτά γίνονται άτυπα, αφού η εκκλησία δεν αποδέχεται τέτοιες πρακτικές. Η Μονή Δισκουρίου ούτε ενθαρρύνει το έθιμο αυτό, ούτε ο ηγούμενος ή κάποιος μοναχός της μονής παρευρίσκεται κατά τη διάρκεια του όρκου.
Ο καθαρός αέρας που αισθάνεσαι  να πλημμυρίζει τα πνευμόνια σου με το που αρχίζεις να ανηφορίζεις στην αγκαλιά του βουνού για να φτάσεις στο Δισκούρι, οι εκτεταμένοι βοσκότοποι  που βρίσκονται διάσπαρτοι παντού γύρω, μα προπάντων οι μνήμες που ξεπηδούν αυτόματα κι  εντελώς  απρογραμμάτιστα για να σου υπενθυμίσουν την ελληνική σου συνείδηση, σε προδιαθέτουν αμέσως μόλις φτάσεις στη περίφημη Μονή ότι θα συναντήσεις  κάτι διαφορετικό.
Όπως και όντως…η  αυθεντικότητα  και η φιλοξενία όλων εκείνων  των  ανθρώπων που έχουν παραμείνει στην ενδοχώρα του τόπου μας, να φυλούν  σαν τελευταίοι ακρίτες,  μακριά από το συγχρονισμό, τα ιερά και τα όσια ενός νησιού με χιλιόχρονη  ιστορία,  είναι    ασύλληπτη κι ανεπανάληπτα μοναδική!  

Σύντομο χρονολόγιο

3-4ος αιώνας: Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αυτοκράτορας Μεγάλος Κωνσταντίνος ιδρύει τη μονή Δισκουρίου πάνω στη θέση παλαιότερου ναού των Διόσκουρων.

    1630: Ο Μπασιλικάτα αναφέρει τον οικισμό του Δισκουρίου, προφανώς εννοώντας τη μονή.
    1658: Έγγραφο αναφέρει ότι η χριστιανή Φλώρα αφιερώνει όλη της την περιουσία στη μονή Δισκουρίου.
    1808: Η μονή Δισκουρίου δέχεται επιδρομή Τούρκων που καταστρέφουν το μοναστήρι και το ναό του Αγίου Γεωργίου.
    1824: Η μονή πυρπολείται και καταστρέφεται από τους Τούρκους.
    1824-41: Οι μοναχοί Συμεών και Μελέτιος επιστρέφουν και αναστηλώνουν το μοναστήρι για είκοσι χρόνια.
    1830: Φιλοτεχνείται το τέμπλο της μονής.
    1832: Εκλέγεται Επίσκοπος Αυλοποτάμου ο Καλλίνικος Νικολετάκης και αφιερώνει την περίφημη εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο Δισκούρι. Πάνω σ' αυτή ορκίζονται οι βοσκοί και αρνούνται ζωοκλοπές που τους προσάπτουν.
    1856: Μεγάλος σεισμός προκαλεί ζημιές στη μονή.
    1866: Kατά την επανάσταση του 1866-69 οι επαναστατικές επιτροπές Μυλοποτάμου, Μαλεβιζίου, Τεμένους και Μεσσαράς χρησιμοποιούν ως αρχηγείο, στρατόπεδο και ορμητήριο τη μονή Δισκουρίου. Οι οπλαρχηγοί του Μυλοποτάμου χρησιμοποιούν τη μονή Δισκουρίου ως αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων. Το μοναστήρι διαθέτει και πρόχειρο ιατρείο.
    1869: Οι Τούρκοι πυρπολούν τη μονή.
    1890-97: Η μονή αναστηλώνεται μερικώς.
    1900: Η μονή κρίνεται διαλυτέα, αλλά οι μοναχοί της δεν την εγκαταλείπουν.
    1935: Προσαρτάται στη μονή Χαλέπας.
    1950: Η μονή ανακαινίζεται και αλλοιώνεται σημαντικά η παραδοσιακή της αρχιτεκτονική. Το μοναστήρι σιγά σιγά ερημώνει
    1993: Ο μοναχός Ραφαήλ Μαϊνωλάς ξεκινάει την μεγαλόπνοη αναστήλωση της μονής.
ΠΗΓΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως