10 Απριλίου 2016

Το πιο γκαγκάν μπάρ του χάνδακα,

η αλλιώς τότε που κουρεύαμε τ΄ αυγό*. 
Κωστής Χιωτέλης.
ΑΒΓΟ, το πιο γκαγκάν μπαρ του Χάνδακα.
Αυτή η ιστορία μυρίζει πιοτό, νταλκά και ανυπακοή, οι μουσικές ρέουν υποχθόνια, τα συνθήματα στάζουν στους τοίχους. Πώς η ζωή μας έγινε όμορφη όταν την είδαμε από μακριά, πόσο αγαπήσαμε αυτή την κουασιμόδεια πόλη, το Ηράκλειο κι ανθίσαμε μες στην ασχήμια του, σαν αγριολούλουδα στο τσιμέντο και τη λάσπη.
Ο Κώστας Χιωτέλης, μια θρυλική φιγούρα του «περιθωρίου» της πόλης, άνοιξε το Αβγό, ένα μαγαζί που έγραψε ιστορία. Μπήκαμε, βγήκαμε, μεγαλώσαμε μέσα του, αλλάξαμε, άλλαξε ο κόσμος, ο αιώνας η πλατεία, έμεινε ένας Â χείμαρρος αναμνήσεων να ρέει σ’ αυτή την ιστορία για την αρχοντιά της αλητείας, που έγινε τραγούδι.
Συνέντευξη με τον Κώστα Χιωτέλη (της Στέλλας Τουρνά)
Για όσους δεν ξέρουν, το "Αβγό" βρισκόταν στη θέση του σημερινού μπαρ La Brasserie στην πλατεία Κοραή. Μάλιστα τα δύο δέντρα που βρίσκονται εκεί φυτεύτηκαν τότε από τον ίδιο τον Χιωτέλη.
Πώς έσκασε τ’ Αβγό 
Το άνοιξα στα τέλη του ’82 χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς λεφτά και γνώση του αντικειμένου, ή την αβάντα κάποιου εύπορου κοινωνικού κεφαλαίου. Μόνο μια μικρή χρονικά προϋπηρεσία είχα από το ’77 μέχρι το ’78, σ’  ένα κουτούκι που είχαμε φτιάξει κάτω χαμηλά στη Χάνδακος, στο σπίτι του Θανάση του Δαννέλη, το “Περιθώριο”, όπου μαγείρευα κυρίως φασουλάδα, φακές, κουκιά, φάβα με χοντροκομμένο κρεμμύδι και ρέγκες που τις έψηνα με την εφημερίδα στο τραπέζι των ανθρώπων που έρχονταν. Σ’ ένα χρόνο το έδωσα για να ξεπληρώσω τα νοίκια που χρωστούσα. Τίποτα, κάλφας, ράφτης ήμουνα μέχρι τα 24, ο πατέρας μου που ήταν τεχνίτης ξακουστός μ’ έβαλε στη δουλειά λόγω ανάγκης από την Τετάρτη τάξη του δημοτικού. Στο Γυμνάσιο δεν πήγα παρ’ όλο που ήμουν καλός μαθητής, γιατί ζητούσαν από τον πατέρα μου χαρτί κοινωνικών φρονημάτων και η Aσφάλεια δεν του το έδινε αν δεν έκανε δήλωση μετανοίας κι αποκήρυξης, κι έτσι, έμεινα παραγιός στο ραφτάδικο του πατέρα μου.
Μια τυχαία συνάντησή μου με έναν οικογενειακό φίλο,το Γιώργη το Ζεβελάκη στην οδό Σμύρνης, το ’63 ή ’64 καθόρισε σημαντικά όλη την παραπέρα πορεία της ζωής μου. Μου ζήτησε να πάω καμιά μέρα από τα γραφεία των Λαμπράκηδων για να γνωρίσω κι άλλους νεολαίους κι αυτή η πρόσκληση ήταν η μαγική λύση που περίμενα. Μισoδραπέτευσα από το «αεροπλανικό κεφαλοκλείδωμα» που μου είχε επιβάλλει η ζωή μέσω του πατέρα μου, από τότε η Αριστερά ταυτίστηκε μέσα μου με την έννοια της ελευθερίας, πρώτα και κύρια από τον οικογενειακό ζυγό.
Αλλά για ν’ αρχίσω να καταλαβαίνω τι λέγανε αυτοί οι «μπάσταρδοι» αριστεροί, έπρεπε να διαβάζω πολύ, από το πολύ διάβασμα τα σωθικά έβραζαν από την αδικία, έγινε όμως το κεφάλι μου ραντάρ κι άρχισε να βλέπει τα πράγματα και τις καταστάσεις από πολλές πλευρές και με άλλο τρόπο.
Σύντομα από τα κατορθώματά μου έγινα ένας παιδικός ήρωας της νεολαίας, αυτές οι σχέσεις και η προκαθορισμένη πορεία μ’ έφερε τον Αύγουστο του ’67 στο εδώλιο του κατηγορουμένου για αντιστασιακή δράση κατά της δικτατορίας. Η άγνοια και το θράσος μου, γιατί παρόλα τα βασανιστήρια, όλα αυτά μου φαίνονταν σαν παιχνίδι με τους μεγάλους και τους ενήλικες, μ’ έκαναν να αρπάξω μια δεκάρα από τον πρόεδρο του έκτακτου Στρατοδικείου Χανίων, πριν κλείσω τα 15.
Όλα τα ράφια, την ξύλινη επένδυση, τις καμάρες του Αβγού, τις χορήγησε με απαλλοτρίωση το εγκαταλελειμμένο αλευροεργοστάσιο του Μαρινάκη
Στη στενή, εκεί στις λεγόμενες επανορθωτικές φυλακές των Χανίων γνώρισα και τον Μανόλη Παπαϊωάννου κι αυτός για τους ίδιους λόγους ήταν μέσα, δικηγόρος στο επάγγελμα. Εκείνος είναι ο άνθρωπος που το Δεκέμβρη του ’81 με παρότρυνε να πιάσω ένα μαγαζάκι στην Κοραή και να φύγω από το μεϊντάνι που πούλαγα λαμπάδες, μες την παγωνιά. Εκείνος μπήκε εγγυητής και πλήρωσε και τα δυο πρώτα νοίκια, κι έτσι, με περισσή άγνοια και χωρίς καμία προϋπόθεση, μπήκα στη χωρία των μαγαζατόρων της νύχτας, βάζοντας χωρίς να το πάρω χαμπάρι, αρκετούς μοντέρνους νταβατζήδες πάνω στο σβέρκο μου.
Λίγο καιρό πριν απ’ αυτά, γύρω στο ‘80 είχα γνωρίσει έναν λάτρη του Τρότσκι, που έμενε σε μια μονοκατοικία στα Tρία Πεύκα, δυο σπίτια πιο πάνω από το αστυνομικό τμήμα. Σ’ αυτό το σπίτι που ήταν καταφύγιο για όλους τους αποκλεισμένους και διαγραμμένους από τα παραδοσιακά μαντριά αγωνιστές της Αριστεράς, πέρναγα και πίναμε καμιά τσικουδιά με τους Φραγκουλάκηδες, όπου κυρίως με τον μεγάλο, τον Μήτσο, τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά όχι μόνο για τα επίκαιρα, αλλά και για τον αναγκαίο και σωστό τάχα μου πολιτικό ρεαλισμό του Τρότσκι. Δυσκολευότανε να πείσει τις αμφιβολίες μου για το ρόλο και τα έργα του και κυρίως για το πώς μπορούσε να γράφει ένα καταπληκτικό κείμενο για τη λογοτεχνία και την επανάσταση και ταυτόχρονα να σφάζει ανελέητα, στο όνομα του επαναστατικού εξανθρωπισμού, σαν άλλος βασιβουζούκος, όλο τον πληθυσμό της Κροστάνδης. Του είπα για την πρόταση του Παπαϊωάννου, για τις δυσκολίες του εγχειρήματος και  τη μεγάλη αφραγκία. Η αβανταριστική του κρίση και η διαθεσιμότητα του -έπιαναν τα χέρια του σε όλα, κτίστης, σοβατζής, βαφιάς, μαραγκοδουλειές, μεγάλη μαστοράντζα- «βρες λίγα δανεικά για τα υλικά και εμένα θα με πληρώσεις μετά που θα το ανοίξεις» μου είπε, η ανέλπιστη πρόσφορα και η εμπιστοσύνη του, με έσπρωξε και πήρα την απόφαση να το βάλομε μπροστά.
Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες προσπαθώντας να του κάνω τον βαστάζο, είχαμε τελειώσει όλα σχεδόν τα μερεμέτια κι έπρεπε να βρω φράγκα για ξυλεία για τον πάγκο και τα ράφια, αλλά η φραγκιά είχε ξεραθεί και σα να μην έφτανε αυτό, μπαίνει μια τουρίστρια στο τσαρδί για να  ρωτήσει  προς τα πού πέφτει το Μουσείο, βγαίνει ο Μήτσος έξω σαν αγγλομαθής για να της δείξει προς τα πού και «κουμπώνει» το γλυκό μαζί της. Την άλλη μέρα μου ‘ρχεται καλοντυμένος κι έλαμπε, φαινόταν ότι «ξεχόντριζε» όλη νύχτα και μου ξεφουρνίζει «μαγκόπουλο θέλω κι εγώ λεφτά γιατί πρέπει να θρέψω τον νταλκά  στα πλαίσια της διεθνιστικής αλληλεγγύης».
Ψαραντώνης, ο «συνέταιρος»
Φορτωμένος με το χρέος της διεθνιστικής οφειλής, βγήκα προς τη Δαιδάλου περίλυπος και σε απελπισία, ψάχνοντας μες στη μνήμη μου μήπως κι έχω ξεχάσει κανένα γνωστό για δανεικά. Περνώντας απ’ έξω από τον καφενέ του Πασπαράκη, σε  ένα τραπεζάκι μπροστά,  βλέπω τον Ψαραντώνη να πίνει ένα καφέ και να μου γνέφει κουνώντας το δείκτη και τον αντίχειρα αριστερά-δεξιά με νόημα σα να μου ‘λεγε «ήντα γίνεται»; Πλησίασα-ν-τονε και ακούγοντας τον να μου παραγγέλνει καφέ, έκατσα κοντά του σιωπηλά. Φαίνεται πως η παρουσία μου πρέπει να ήτανε συννεφιασμένη και βαριά κι εκείνος κάτι μυρίσθηκε και με περιέργεια με ρωτά «μωρέ σύ ηντά ‘χεις»; Το ενδιαφέρον του με συγκίνησε και ψιλοβουρκωμένος του εξομολογήθηκα την στεναχώρια μου, δεν μου απάντησε, σηκώθηκε όρθιος έβαλε το χέρι στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού έβγαλε ένα πάκο λεφτά και χωρίς να τα μετρήσει μου λέει, «πάρε»!
Κόντεψα να βάλω τα κλάματα, είχα ένα κόμπο στο λαιμό κι ίσα ίσα που κατάφερα να του ψιθυρίσω «ρε συ Αντώνη πολλά είναι αυτά τα λεφτά», «πάρτα και μη μιλάς, πες πως είμαστε συνέταιροι». Ευτυχώς που η κωλοφαρδία μου, μου τα έφερε έτσι που κατάφερα να του τα επιστρέψω και μπορώ να τον κοιτάω ακόμα στα μάτια και να τον προσφωνώ ακόμα συνέταιρο, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται. 
Ο Ψαραντώνης σηκώθηκε όρθιος έβαλε το χέρι στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού έβγαλε ένα πάκο λεφτά και χωρίς να τα μετρήσει μου λέει, «πάρτα και μη μιλάς, πες πως είμαστε συνέταιροι»
Καβάλησα φουριόζος την καφασού και πήγα ευθύς στη «γιάφκα», μπήκα μέσα  φωνάζοντας «Μητσάρα βρήκα λεφτά, πάρτα, πάρτα Λίζα να τα κάνεις κορνίζα», (αλλά μάλλον εκείνο τον καιρό δεν είχε γραφτεί αυτό το τραγουδάκι). Αφού τακτοποιήθηκαν οι διεθνιστικές μας υποχρεώσεις, γυρίζει ο Μήτσος ευχαριστημένος και μου λέει «το βράδυ έχουμε δουλειά», το μυαλό μου πήγε στο πονηρό όπως πάντα, «λες» σκέφτηκα, «να χρειάζεται καμιά διεθνιστική συμπαράσταση»; Αλλά του κάκου, σιγά να μην τα μοιραζόμαστε και όλα, μου ’δωσε ραντεβού στη μία μετά τα μεσάνυχτα μέσα στο εγκαταλελειμμένο αλευροεργοστάσιο του Μαρινάκη στη κατηφόρα μόλις αρχίζει η Ικάρου, τώρα έχει γίνει πάρκινγκ αυτοκινήτων, είχε μαζί του φακούς και κατσαβίδια και αρχίσαμε το ξεμασκούλωμα στις τάβλες από όρεγκον -όλα τα μηχανήματα ήταν ντυμένα με αυτό το κοκκινωπό πανέμορφο ξύλο- σε μερικές νύχτες βγάλαμε φουσκάλες στη μέση της παλάμης από το ζόρικο ξεβίδωμα, τότε δεν είχαν κυκλοφορήσει τα μπλακεντέκερ με μπαταρία και μας έφυγε ο κώλος και όλη η μαγκιά από τo ξεβίδωμα. Όλα τα ράφια, την ξύλινη επένδυση, τις καμάρες του Αβγού, τις χορήγησε με απαλλοτρίωση ο Μαρινάκης. Ο Μητσάρας ό,τι είχαμε συμφωνήσει να φτιάξει το έφτιαξε και με το παραπάνω, ήταν από τους ελάχιστους αριστερούς που γνώρισα που ήταν συνεπής στο λόγο και στην πράξη του. Όταν άνοιξα, περνούσε κάποιες φορές να με ρωτήσει αν έχω χρήματα να του δώσω, μετά που τον ξόφλησα, χαθήκαμε, γιατί η δική μου ζωή είχε ήδη αρχίσει να μικροαστίζει.  
Εκείνη την εποχή, τα πιο πολλά μαστόρια έκαναν τις δουλειές βερεσέ, στηριζόμενοι ακόμα στη μπέσα και το «λόγω τιμής» και έτσι κατάφερα να το μισοτελειώσω. Το άνοιξα με αρκετές ελλείψεις στη αρχή, αλλά παραδόξως είχε δουλειά και ξόφλαγα τα παλιά και μπάλωνα και τα καινούρια.
Ρασούλης, ο «νονός»
Άλλοι άνθρωποι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να σταθεί στα πόδια του στην αρχή, ήταν δύο κυρίως, αξίζει η μνεία σε αυτούς, μια που κατά την κρίση μου, ο καθένας συνέβαλε με το δικό του τρόπο, αλλά και γιατί τους αισθανόμουνα για χρόνια φίλους και λίγο σαν πνευματικούς μου μέντορες.
Ο ένας ήταν ο Μανόλης Ρασούλης που εξαιτίας του έδωσα στο μπαρ το όνομα του περιοδικού που έβγαζε εκείνη την εποχή, γιατί όταν άνοιξα το μπαρ και το ’χα ακόμα αβάφτιστο, μας κοινοποίησε την απόφαση του -μετά νομίζω από την κυκλοφορία του τρίτου τεύχους- πως σκέφτεται να το σταματήσει  και να μην το ξαναεκδόσει. Εμένα που τσαλαβουτούσα τότε στην ημιμάθεια, μου κόστισε η απουσία του περιοδικού, μάλλον ήταν ένα αίσθημα πνευματικού πένθους και ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη προσφορά και σοφία του Μανόλη και στην επιθυμία μου για μια συνέχεια, έστω μεταμορφωμένη.
Κι ένα βράδυ, έγραψα σαν σύνθημα και στους  δυο  τοίχους του μαγαζιού:
    ΑΒΓΟ ΤΟ ΠΙΟ ΓΚΑΓΚΑΝ ΜΠΑΡ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ
Όταν επέστρεφε από τα ταξίδια του στην Ινδία ο Μανόλης, μας έπαιρνε και πηγαίναμε εκδρομές. Σε μία απ’ αυτές, με βάφτισε Ιωνάθαν! Μας βάφτιζε στην Πρέβελη, σ΄ εκείνο τον μικρό καταρράκτη, διακωμωδούσε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, έκανε και πολλά άλλα Αυγούστεια και του ακλουθούσε πολύς κόσμος. Οι περισσότεροι μυημένοι στοχαστές ενάντια στο σύστημα, λειτουργούσαν τότε φτιάχνοντας ομάδες κάτι σαν μικρό-σέχτες. Το Μανόλη τον τσάκιζε ο νταλκάς, αγαπούσε τις γυναίκες, αλλά τον περισσότερο καιρό ζούσε μόνος. Τον αγαπούσα παρ’ όλα τα λάθη του, ήταν γλυκός άνθρωπος.
Είχε παίξει στο Αβγό με την κόρη του τη Ναταλία όταν ήταν 8 χρονών, την είχε πάντα αγκαλιά, την λάτρευε, τραγουδούσαν και μαζί. Ο Μανόλης στην ουσία είχε βρει τις σημαντικότερες ιδέες που είχε παράξει ο άνθρωπος και προσπαθούσε να τις συνθέσει, έψαχνε έναν άλλο δρόμο, μια άλλη θεώρηση, γιατί τότε η Αριστερά ήταν αποτυχημένη, τσακισμένη, βγήκε μέσα από τον εμφύλιο, από τη δικτατορία με σύνθημα το «ψωμί παιδεία ελευθερία» αλλά τρώγονταν σαν τα σκυλιά, μόλις μαζεύονταν δυο τρεις αριστεροί, γινόταν διάσπαση.
Το καταφύγιο του Βασιλάκη και άλλες ιστορίες 
Ο άλλος είναι ο Δημήτρης Βασιλάκης, που οι γνωριμίες και η σχέσεις που είχε με την κοινωνία της πόλης με βοήθησαν να βγάλω λίγη από τη λουμπενική τσίμπλα που είχα στα μάτια, ο μόνος φίλος που έχω ζηλέψει, μουσικός ρέκτης, λεβέντης, ζητούμενο των γυναικών και αριστοκράτης αστός, ο τρόπος που σκεφτόταν και ζούσε μ’ έκανε να προβληματιστώ σοβαρά για την μέχρι τότε ζωή μου, την ξύλινη γλώσσα της Αριστεράς, τους δογματισμούς, τη βλακεία και τη μιζέρια μας, που τότε για εκείνον εκπροσωπούσα, αυτή ήταν η αιτία άλλωστε που μετά από λίγο καιρό αποστασιοποιηθήκαμε. Είχε νοικιάσει μια όμορφη μονοκατοικία στον Αϊ Γιάννη στο κεφάλι του λόφου, με πολλά λουλούδια και μια μεγάλη συκιά, που από κει μπορούσες να αγναντεύεις την θάλασσα και την Ντία, εκεί γνώρισα και τον προαναφερόμενο Ψαραντώνη. Ένα πρωί πέρασα να πιω καφέ που πάντα ο Δημήτρης είχε έτοιμο μαζί με μια ανοιχτή αγκαλιά, δεν είχα προλάβει να βάλω καφέ και μου φώναξε ο Μήτσος να βάλω άλλον έναν σκέτο σε κάποιο νεοφερμένο, του σέρβιρα τον καφέ χωρίς να τον γνωρίζω, ο Μήτσος πότιζε και δεν συστηθήκαμε, το βράδυ κατά τις 10 ξαναπέρασα και μπαίνοντας μέσα στην αυλή ρώτησα το Μήτσο φωναχτά ποιος ήτανε αυτός που του πρόσφερα το πρωί καφέ. Αυτός μου έκανε νόημα με το χέρι βάζοντας το δείκτη όρθιο πάνω στα χείλια του, κατάλαβα ότι έπρεπε για κάποιο λόγο να σωπάσω και πλησιάζοντας μου λέει σιγά στο αφτί «τον λένε Ψαραντώνη, από το πρωί που έφυγες είναι ακόμα στη συκιά και ρεμβάζει».
Εκεί, σ’ αυτό το φιλικό και πνευματικό καταφύγιο, γνώρισα αρκετούς μάγκες και ρέμπελους μουσικούς, κι ας έλεγε ο Ρασούλης ότι τους πάτησε το τραίνο. Το Γιώργη τον Παπαδόπουλο, τον άνθρωπο με νύχια πουλιού, είχε κι αυτός μια μπεμβέ σαν τη δικιά μου χωρίς καφάσι και πηγαινοερχότανε στην Ισπανία καβαλαρία. Τη δύναμη και τη γοητεία του φλαμένκο την χαμπαριάστηκα από τα δάκτυλα και το στήσιμο του κορμιού του. Τον Αχιλλέα Περσίδη, γλυκός, μάγκας και ντερβισόπεδο, τον άκουγα με τις ώρες να αυτοσχεδιάζει στη κιθάρα και ζυμωνότανε μέσα μου η έννοια της ελευθέριας και τα όρια της. Τον Ρος  Ντέιλι, μεγάλο δεξιοτέχνη όλων των εγχόρδων, βαρύς σοβαρός και λιγομίλητος, ο ανθρωπότυπός του, προκαλούσε το πειραχτήρι μέσα μου, γι αυτό ένα βράδυ που καθόμαστε όλη η τότε παρέα στο Λιόγερμα, ένα μπαράκι πίσω από το ξενοδοχείο Αστόρια, έκανα τάχα ότι μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα, του ζήτησα να μου δώσει την πίπα του, την γέμισα καπνό και έβαλα μέσα δυό τρία παιδικά δυναμιτάκια, θεωρώντας ότι μετά από λίγο θα την άναβε και από την τρομάρα του θα γινότανε χαβαλές και τα γέλια θα γέμιζαν την παρέα, αλλά του κάκου, σηκώθηκε  αιφνιδίως κι έφυγε, γιατί ξαφνικά θυμήθηκε ότι την άλλη μέρα το μεσημέρι έπαιζε μαζί με τον Μουντάκη σε ένα γάμο στο Ρέθυμνο, δεν πρόλαβα να του πω τί είχα βάλει μέσα στην πίπα, την έβαλε στην τσέπη κι έφυγε. Την άλλη μέρα ξύπνησε αργά, σηκώθηκε σαν τον παλαβό τρέχοντας να πάει στο Ρέθυμνο με την μοτοσικλέτα, τους πρόλαβε στο σερβίρισμα του βραστού, έκατσε στην παρέα της νύφης και του γαμπρού, έβγαλε να ανάψει την πίπα, γίνεται το μπαμ, του φεύγει και πετάγεται μέσα στο πιάτο της νύφης, πεταχτήκανε τα ζουμιά και μπουγέλωσαν και τον γαμπρό, γέλασαν άλλοι, ο Ρος είναι ακόμα σε αμηχανία. 
Η πόλη μας ανήκει - Τα στέκια
Πριν ανοίξω το Αβγό σύχναζα στα σκαλοπάτια της Βασιλικής του Αγ. Μάρκου, εκεί μαζευόμασταν όλοι οι  αντί, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι των πολιτικών μορφωμάτων της εποχής, οι περισσότεροι διαγραμμένοι και αποκλεισμένοι από τους χώρους της ιστορικής αριστεράς, γιατί δεν συνεμμορφώθειν προς τάς υποδείξεις. Λόγω του αποκλεισμού και της ένδειας, αυτή η «μεγαλοπαρέα» διεκδικούσε το δικαίωμα να κάθεται μέσα  στο κέντρο  της δικιάς τους πόλης, σε θέση θεωρείου, εξάλλου παγκάκι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, βλέπαμε με ειρωνεία και φθόνο την απέναντι «όπερα» των Λιονταριών, με τους στρογγυλοκαθισμένους εύπορους έχοντες. Αυτό δεν το σήκωναν οι κανάγιες μικροαστοί, τους έφερνε δυσφορία, οι φτωχοδιάβολοι  και οι κακομούτσουνοι της πόλης, να κάθονται μπροστά στη βιτρίνα της, έπρεπε για αυτούς να  κρυβόμαστε  σε κάποια γκέτο. Γι αυτό, το πρωτοκάθικο ο Καρέλλης ούρλιαζε, φώναζε την αστυνομία την πυροσβεστική, έβαζε κάγκελα για να διαλύσει πάσει θυσία τον χώρο συνάντησης των «χαζοχαρούμενων φρικιών» στα σκαλοπάτια της Βασιλικής και τους προέτρεπε, μετά που άνοιξε το Αβγό, να πάνε στη πλατεία του Χιωτέλη. Θεωρούσε, από τότε που άνοιξε και λειτουργούσε, ότι η πλατεία Κοραή είχε γίνει ο ψυχογεωγραφικός απόπατος της πόλης, με αυτόν τον άθλιο τρόπο συνέβαλε άθελά του, να γίνει η πρώτη πιάτσα ψυχαγωγίας- διασκέδασης στο Ηράκλειο.  
Πιο πάνω ήταν του Ρεγκηνάκη, μετέπειτα εστιατόριο Κνωσός, η επίσημη έδρα-βιτρίνα για το ραχάτι των νοικοκυραίων, εκεί ήταν το στέκι των τοκογλύφων, των μεγαλοεργολάβων, όλοι οι νικητές του εμφυλίου, πρώην δοσίλογοι, κομματικοί κομισάριοι, όλοι οι κανάγιες της κάθε εξουσίας κρυφοί και φανεροί, εκεί αποφάσιζαν και ρύθμιζαν, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, τα κακώς κείμενα και υπάρχοντα της πόλης.  Λίγο πιο κάτω ήταν και είναι το Δημαρχείο, ο κατ’ εξοχήν χώρος μοιράσματος της πίτας στις εκάστοτε ομάδες εξουσίας, κέντρο της αυθαιρεσίας της υποκρισίας και της διαπλοκής. Όλοι περνούσαν  μπροστά από τα σκαλιά της Βασιλικής και ορισμένοι γιουχαΐζονταν από το πλήθος των καθισμένων στα σκαλιά. Αυτές οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στα «κωλόπαιδα» της Βασιλικής και στην ποιμενική  αισθητική  των νοικοκυραίων, ήταν η αιτία που πέρασα από τον πάγκο του χασαποκαρέλλη αρκετές φορές χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο. Πήγε ένα ξημέρωμα πριν το Πάσχα του ‘81 μαζί με τον διοικητή Ασφαλείας, κόψανε την αλυσίδα και μου κλέψανε το σιδερένιο καρότσι- ντουλάπι που είχα δεμένο στο μεϊντάνι, γεμάτο λαμπάδες και μαγικά αυγά. Το ‘82 πριν αρχίσει ο μουσικός Αύγουστος, έπεισε τον Χατζιδάκι ότι εγώ και κάποιοι άλλοι των σκαλιών θα του χαλούσαμε την ονειρογραφία του και όποτε πήγαινα στις εκδηλώσεις, μου κάνανε τ’ αρχίδια ντουμπερλέκι, μέχρι που με βάλανε τρία βράδια μέσα στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος των Τριών Πεύκων για εξακρίβωση, ενώ κρατούσα ταυτότητα. Κι άλλα πολλά.
Η διασκέδαση τη νύχτα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έως το ‘82
Από την περίοδο της δικτατορίας υπήρχανε κάποια  μαγαζιά όπου ακουγότανε ξένη μουσική, το Άφρικα του Μανόλη Τζανάκη η «βρικόλακα», τον είχαν βγάλει έτσι γιατί δεν κυκλοφορούσε με  τον ήλιο την μέρα, παρά μόνο την νύχτα, συμπαθής και πρωτοποριακός άνθρωπος, αλλά τζογαδόρος και επαγγελματίας εργένης. Πέθανε στη ψάθα, μονάχος και άφραγκος. Ίσως ήταν η πρώτη μουσική σκηνή στο Ηράκλειο, που παίχτηκαν ζωντανά ξένες μπαλάντες και έντεχνα ελληνικά τραγούδια που πολλά από αυτά ήταν απαγορευμένα από την χούντα. Το Άφρικα, ήταν ένα υπόγειο χαμηλά  στη Βύρωνος, λίγο πριν βγούμε στη Θεοτοκοπούλου και στην τότε κλινική του Ευαγγελισμού.
Ένας άλλος χώρος με μια συμπαθητική αυλή ήταν ο Διόνυσος, πλάι στο πάρκο  Θεοτοκόπουλου, εκεί που είναι τώρα είναι το Τake 5, ήταν ένα μπαρ που συχνάζανε οι γλωσσομαθείς γόνοι των αστών της πόλης, σπουδαγμένοι, ταξιδεμένοι και εξοικειωμένοι με έθιμα  μουσικές και στίχους άλλων χωρών. Εκεί κυρίως, τα βράδια (αλλά και στα μπουγατσατζίδικα των Λιονταριών), ξεκίνησε η σεξουαλική χειραφέτηση και η σταδιακή απελευθέρωση από τα παλιά κρητικά ήθη και έθιμα. Σ’ αυτό συνέβαλε τα μάλα η λυσσασμένη επιθυμία και διαθεσιμότητα των ξένων θηλυκών επισκεπτριών για συνεύρεση. Όσοι ξέρανε ξένες γλώσσες έγιναν τουριστοκυνηγοί, είδαν χαρά στα σκέλια τους, εμείς οι άλλοι βλέπαμε την σάμαλι και τρέχανε τα σάλια μας. Το έκανε ο Νίκος o Βελιγραδής, ένας μουστακαλής, ψηλός, ωραίος άνθρωπος. 
Τα ξένα ποτά τότε τα πίνανε οι «εξευγενισμένοι» εύποροι, για τη φτωχολογιά ήταν απλησίαστα, κάνα Σάββατο κι αυτό δύσκολα.
Αυτοί που σύχναζαν στα μπαρ γοητεύονταν από το περιβάλλον που διαμορφωνόταν, γιατί στην ουσία βιώναμε μια ψευδαίσθηση της κρυφής γοητείας  του αστικού σαλονιού. Τα μπαρ άρχισαν να παίζουν ένα ρόλο απελευθερωτή για κάποια μειοψηφία κοριτσιών, αλλά και για κάποιες γυναίκες που είχαν κερδίσει σχετική αυτονομία από πατέρα και άντρα αφέντη. Τότε άρχισαν να γίνονται ταξικές, πολιτισμικές, συναισθηματικές, και ερωτικές προσμίξεις. Εκείνη την εποχή, για την ερωτική  ευχαρίστηση των ντόπιων γυναικών ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, αλλά κι εμείς, για να δούμε γυναίκα ντόπια στο μπαρ κάναμε αμάν, μιλάμε για τις μαύρες νύχτες της μοναξιάς, τις νύχτες που δεν ξέρεις πού να πας και πού να ‘ρθείς, για να δεις ένα γυναικείο πρόσωπο ν’ ανακουφιστεί το βλέμμα σου, να πεις: είδα τα μάτια της. Σιγά-σιγά, δειλά στην αρχή, κάποιες οικογένειες αστών άφηναν τα κορίτσια τους μέχρι της 12-1 να πάνε στο Παϊπερ που ήτανε ντίσκο πολυτελείας στο υπόγειο του ξενοδοχείου Αστόρια. Ο Αντρέας Μπέλος που το έκανε, ήταν και είναι από τους λίγους που ασχολήθηκαν με την νύχτα και έβγαλαν πολλά χρήματα. Εκεί ολοκληρώθηκαν στο ρόλο του d.j  δύο από τους καλύτερους που έβγαλε η πόλη, ο Νίκος Σφουγγαράς και ο Στράτος Χυντηράκης.
Τα πιο λαϊκά κορίτσια πήγαιναν στο Ελέβεν και το Στρόμπολι που ήταν απέναντι από το πάρκο Γεωργιάδη. Υπήρχε και η Φωλιά, που ήταν ένα υπόγειο μπαρ μικρό, παραδίπλα από το σημερινό Μικρό Καφέ. Το άνοιξε μες στη δικτατορία ο Ηρακλής Μιχελινάκης, πρώην σταφιδεργάτης, με συνεργάτη έναν κοντούλη τον Κωστή, που σήκωνε πολύ δούλεμα. Σ’ αυτό το μπαρ σύχναζαν μεγάλοι σε ηλικία πότες. Ένα βράδυ, του βάλανε ένα ξυπνητήρι σ’ ένα κουτί σε συσκευασία δώρου και το άφησαν κάτω από ένα τραπεζάκι, παίρνουνε τον Κωστή τηλέφωνο και του λένε πως του έχουνε βάλει μπόμπα, πάει ο Κωστής ψάχνει, βλέπει το κουτί, ακούει και το τικ- τακ του ρολογιού, το  χάφτει, βγάζει έντρομος τον κόσμο έξω, παίρνει την αστυνομία τηλέφωνο, έρχεται η αστυνομία, αποκλείει τον γύρω χώρο, φωνάζει από την ΣΕΑΠ ειδικούς οπλουργούς για να απασφαλίσουν την μπόμπα, έρχονται την ανοίγουν, βρίσκουν το ξυπνητήρι (!) και έγινε από τα γέλια το έλα να δεις, το δούλεμα που έκαναν στο Κωστή… εντωμεταξύ, θεωρήθηκε από την αστυνομία αντιδικτατορική ενέργεια, έψαξαν βρήκαν τους υπαίτιους και τους όρισαν τακτική δικάσιμο, ευτυχώς που το δικαστήριο έγινε μετά που έπεσε η χούντα και την έβγαλαν με κάποιες ψιλές. Όποτε βρισκόμασταν με τον Κωστή τον Καπνιστό που πουλούσε τα κρασιά, απέναντι από τη Φωλιά, τα θυμόμαστε και μας έπιανε νευρικό γέλιο. 
Μέσα στη δικτατορία η λίγο μετά, άνοιξαν τα αδέρφια Λάζαρος και Φώτης Μπαρούσης το Καστέλο μπαρ, ήταν στην οδό Καντανολέοντος, ακριβώς απέναντι από ένα μικρό γωνιακό μαγαζί που πουλάει είδη καπνιστού σήμερα, δυό καλόκαρδα λεβεντόπαιδα, ψυκτικοί στο επάγγελμα, τον πιο μεγάλο τον Λάζαρο τον πείραζα πολύ, ήταν πολύ δυνατός άντρας είχε κάτι χερούκλες σαν παλάμες, μια μέρα δεν κατάφερα να του ξεφύγω και με τσάκωσε, με έπιασε από τον τσίποδα, με σήκωσε ψηλά και με έβαλε με το κεφάλι  μέσα σ ένα βαρέλι με πάγο. Λίγο μετά, δίπλα στο Καστέλο, άνοιξαν τα τρία αδέρφια Χατσέα το Αριγκάτο, οι ίδιοι έφτιαξαν μετά από λίγα χρόνια ένα εστιατόριο πολυτέλειας με πιάνο στο κτίριο του Ντορέ, με νέο κύμα και ελαφρά λαϊκά τραγούδια. Εκεί έζησα κάποια όμορφα  βράδια, παρέα με την ερμηνεία της Πόπης Διαλυνά.
Στα μέσα της δεκαετίας ‘70-‘80 έκλεισε τον ιδιόκτητο χώρο Κάστρο που παρουσίαζε νέα ταλέντα ο Βαγγέλης Μπιτζαράκης και τον νοίκιασε στο Γιώργο Αντωνάκη που άνοιξε το Καφεθέατρο, καφενείο που άφησε τα θεατρικά του σημάδια στη διψασμένη πόλη. Δυστυχώς μετά από κάποια χρόνια, επέλεξε να γίνει πολιτιστικός κομισάριος του σοσιαληστισμού, κι έτσι η πόλη έχασε έναν ταλαντούχο θεατράνθρωπο κι ο Γιώργης έμεινε μ’ ένα άδειο πουκάμισο.
Γύρω  στο ‘77-‘79 άνοιξαν δυο «κουνιστά» παλικάρια στη Δαιδάλου, δίπλα στο ξενοδοχείο του Στουμπίδη Δαίδαλος, το καφέ μπαρ Ανθούσα, τώρα στο ίδιο μέρος έχει κτιστεί πολυκατάστημα δίσκων. Αυτό το μαγαζί έκανε την διαφορά και καθιέρωσε πολιτισμικά, τα καφέ μπαρ στη πόλη του Ηρακλείου, όχι γιατί άνοιξε στον ήδη διαμορφωμένο εμπορικό κεντρόδρομο της πόλης, αλλά γιατί έπαιζε εξαιρετική μουσική, είχε άριστη ποιότητα σε όλα τα προϊόντα που σέρβιρε, ευγενικό και φιλικό σερβίρισμα, πανέμορφη αισθητική στη διαμόρφωση της αυλής και του εσωτερικού του χώρου, όλη η ατμόσφαιρα ήταν εκλεπτυσμένη. Έτσι, αγάλι-αγάλι έσπασε το τσόφλι του φόβου της αντρικής αλαζονικής κυριαρχίας στο ελεύθερο χρόνο της ψυχαγωγίας-διασκέδασης και κέρδισε την εμπιστοσύνη του ωραίου φύλλου. Ίσως από φεμινιστική πλευρά ιδωμένο, να ήταν το πρώτο πολιτιστικό καφενείο γυναικών μέσα στην χωριάτικη αρσενική βαρβατίλα της πόλης. 
Γύρω στο ‘77 η ‘78 άνοιξε ο Στρατής Χυντηράκης το Ντρίμ, Ιδομενέως και Μεραμβέλλου στο υπόγειο του ξενοδοχείου Έλενα. Ο Στράτος ήταν από τους πρώτους d.j στην πόλη, που κατάφερε να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι της τότε νεολαίας ότι υπήρχαν κι άλλα όμορφα μουσικά ακούσματα πέρα από τα ελληνικά, (είναι από τους ελάχιστους που αν γίνει ποτέ μια συνοικία της διασκέδασης, θα δικαιούται επάξια να δοθεί σ’ ένα κεντρικό δρόμο της το όνομα του, σαν ελάχιστο φόρο τιμής για την πρόσφορα του στον πολιτισμό). Aπό τότε τα ‘χε φτιάξει με τη Βιβή, την κόρη του Κατσαρού, ένα πανέμορφο κουκλί που φώτιζε με την παρουσία της το χώρο, όμως το εγχείρημα του Ντρίμ έληξε γρήγορα και άδοξα εξαιτίας των ρουφιάνων της ασφάλειας που με πρόσχημα τα σκόρδα και τις φούντες, τον μπουζούριασαν για κάμποσο καιρό. Όταν βγήκε, άνοιξε μαζί με την Βιβή το Τake 5 στο πάρκο Θεοτοκόπουλου, που με την σειρά του σημάδεψε τα πολιτιστικά δρώμενα της εποχής. 
Υπήρχε το Φλας, απέναντι από τ’ Αβγό που το ‘κανε ο Βασίλης ο Καράγιωργας, το είχε ανοίξει περίπου ένα χρόνο πριν από μένα. Μοιραζόμασταν τότε το πλατεάκι της Κοραή, με τα χώματα ακόμα, δεν είχαμε προβλήματα ποτέ με το Βασίλη, ήμασταν διαφορετικοί ανθρωπότυποι αλλά δεν είχαμε διαφορές, όχι, μετά που ήρθαν οι άλλοι, οι χωριάτες, οι οποίοι είχαν την τάση να φάνε τον κόσμο, να ληστέψουν όχι μόνο το δημόσιο χώρο, αλλά να τα φάνε όλα, άρχισε να χέζεται η Φατμέ μέσα στο γενί τζαμί. Από την απληστία τους χάλασε και ρήμαξε η πιάτσα κι από την άγνοια και την αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης στα θέματα της διασκέδασης, του πολιτισμού και του ελεύθερου χρόνου των πολιτών.Πριν την δικτατορία, υπήρχαν δυο λαϊκά κέντρα με μπουζούκια που για μισό αιώνα λειτούργησαν σαν πολιτιστικοί και πολιτισμικοί πυλώνες, τροφοδότες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού σ’ αυτή την άχαρη  κουασιμόδεια πόλη. Το ένα ήταν η ταβέρνα του Λυγερού, που ήταν απέναντι από την καθολική εκκλησία και το έκανε ο Σταύρος ο Λυγερός, ένας λεβέντης δερβισόμαγκας που κι αυτός κι γιος του ο Μαρίνος πέθαναν στη ψάθα, και το άλλο ήταν η Αριάδνη, η μαγαζάρα της διασκέδασης στη λεωφόρο Κνωσού, (φωτιά στα μπατζάκια της για λεωφόρο), ήταν και είναι ακόμα απέναντι από την είσοδο της βίλας Αριάδνη, καμιά πεντακοσαριά μέτρα πριν τον οικισμό. Το έκανε ο Ηλίας Μαθιουδάκης ή «κουνέλιας» το παρατσούκλι του, μάλλον του ‘πόμεινε επειδή παλιότερα ο πατέρας του έκτρεφε κουνέλια, άνθρωπος πολυέμπειρος, με τεράστιο αυτοέλεγχο και γνώστης των ανθρωπίνων παθών. Ο μόνος που κατάφερε να προσφέρει στους ηρακλειώτες για πολλά χρόνια όλους σχεδόν τους μεγάλους  ερμηνευτές του λαϊκού μας τραγουδιού. Αν ήμουν κομισάριος πολιτισμού στην συνοικία της ψυχαγωγίας και διασκέδασης, Θα ονοματοθετούσα τον κεντρικότερο δρόμο της με μεγάλα φωτεινά γράμματα, λεωφόρος πολιτισμού ΗΛΙΑ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ. 
Οι θαμώνες του Αβγού 
Σε λίγο καιρό είχε μαζευτεί και σύχναζε όλη η ιστορική αριστερά, εκτός των κουκουέδων, γι’ αυτούς τα μπαρ και η ξένη μουσική ήταν δυτικός τρόπος ζωής, τους χαλούσε τη ρεαλιστική σοσιαλιστική μανέστρα, γι’ αυτό το κόμμα είχε βγάλει ειδικό απαγορευτικό για το Αβγό, όχι μόνο γιατί ήταν το πιο γκαγκάν μπαρ, αλλά κυρίως για να μην κολλήσουν τα μέλη του κανέναν αναθεωρητικό και ανορθόδοξο ιό από τα μολυσμένα υποκείμενα  που σύχναζαν στο χώρο του. Μόνο κάποιες κνίτισες, τους την έκαναν λόγω καύλας, αλλά κι αυτές στη ζούλα.
Εκείνες τις χρονιές άνοιγαν οι σχολές στο πανεπιστήμιο και ολοκληρωνόταν σιγά-σιγά η επάνδρωση τους, όσοι ξενομπάτηδες φοιτητές και καθηγητές έρχονταν στο Ηράκλειο και όσοι αριστερόφερναν, τα βράδια έβρισκαν καταφύγιο στο Αβγό. Οι περισσότεροι είχαν μια άλλη κουλτούρα που δεν υπήρχε στην πόλη εκείνη την εποχή, η ματιά τους δεν είχε αυτή την προσποιητή αγριάδα από φόβο του ντόπιου, ήταν πιο εξανθρωπισμένοι, με άλλη αυτοπεποίθηση. Μαζί με όλους αυτούς ζυμώθηκα και κάπως εξανθρωπίστηκα κι εγώ, γιατί μη νομίζεις, λύκος ήμουνα. Μέσα και σ’ αυτό το κοινωνικό ζυμωτήρι γίνανε διάφορες πολιτιστικές και πολιτισμικές  συγχωνεύσεις που βοήθησαν ένα κάποιο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού να γίνει πιο ανεκτικό στη διαφορά.   
Εκείνο τον καιρό, ακόμα τις άδειες υγειονομικού ενδιαφέροντος τις χορηγούσε η αστυνομία. Παρ’ όλο που είχα καταθέσει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, άδεια δεν έβλεπα, ερχότανε συχνά η αστυνομία για έλεγχο, πιο πολύ για να μας την σπάσει. Μια μέρα ήρθαν 15 άτομα με στολές υπηρεσίας, έπεσε ο ένας κάτω κι έβαλε το πολυβόλο και σημάδευε την πόρτα, λες και ψάχνανε τον Γιαγκούλα -έτσι ακριβώς όπως στο περιγράφω- και κυκλώσανε όλο το μπαρ και άρχισαν έρευνα εξονυχιστική, μήπως βρουν κανένα κομμάτι μαύρο, κανένα χάπι - γιατί τότε μόνο τέτοια κυκλοφορούσαν, ούτε πρέζες υπήρχαν- αλλά δεν βρήκαν τίποτα βέβαια, τους έκανα κάποιο  ψιλοτσαμπουκά, τη γλίτωσα στην τρίχα να μη με τσουβαλιάσουν, αλλά κάθε τρεις και λίγο έμπαιναν να κάνουν έρευνα για να μας την σπάσουν και να μας ρίξουν το ηθικό.
Είχανε περάσει περίπου δυο χρόνια χωρίς άδεια, γύρω στα τέλη του ‘83 ήρθε ένα βράδυ ο Ασλάνης και του είπα το πρόβλημα, είχε εκλεγεί πριν λίγο καιρό βουλευτής με το πασόκ και παρ’ όλο που η ώρα ήταν περασμένη μετά τις δυο, μου λέει, «έχεις εδώ τηλέφωνο;» Δεν πρόλαβα να του το δείξω και αμέσως πήρε κάποιο τηλέφωνο και κλείνοντας το, μου λέει «αύριο το πρωί να πας από την διοίκηση της αστυνομίας  να σου δώσει ο διοικητής την άδεια του μαγαζιού». Δεν μπορούσα να το πιστέψω, την άλλη μέρα πήγα στη διοίκηση με κάθε επιφύλαξη και ζήτησα τον διοικητή, με δέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων, με καλωσόρισε και με προσφώνησε κύριε Χιωτέλη, «η άδεια σας είναι έτοιμη να σας κεράσω κι ένα καφέ; πώς τον πίνετε»; Τα έχασα, ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σε αστυνομικό τμήμα και δεν έτρωγα ξύλο, πήρα την άδεια κι έφυγα άφωνος.
Σερσέ λα φαμ 
Όταν άνοιξα το Αβγό είχα ένα νταλκά για μια Θεσσαλονικιά και κάθε τρεις και λίγο την κοπάναγα, έφευγα τα Σαββατοκύριακα, ήτανε μαζεμένοι οι όποιοι φίλοι, τους άφηνα τα κλειδιά κι έφευγα και γύριζα την άλλη μέρα. Μ’ ένα μπουκάλι πιοτό ταξίδευα, πάντα μεθυσμένος. Αυτό κράτησε ένα χρόνο, μετά άρχισα να ισορροπώ, έκανα γαργάρα την πορτοκαλάδα μετ’ ανθρακικού, είδα ότι η σχέση δεν είχε καμιά προοπτική, εν τω μεταξύ άρχισαν να  μου γυαλίζουνε και άλλες, γιατί η γυναίκα στην προσωπική μου ζωή ήταν τεράστιο ζητούμενο, πάντα. Όμως δεν είχα πάει στο γυμνάσιο, όπου λίγο πολύ συνάπτονται οι πρώτες ερωτοτροπίες, δεν είχα βιώσει τη ζωή των περισσότερων παιδιών, όλα τα εφηβικά μου  χρόνια ήμουν αποκλεισμένος από τις χαρές της νιότης, εξαιτίας των συνθηκών, δουλειά, φυλακές, παρανομία, στρατός, είχε συσσωρευτεί μέσα μου από την στέρηση μια λύσσα γενικώς, όχι μόνο σεξουαλική, αλλά περισσότερο συναισθηματική, λύσσα τρυφερότητας, να βρω ένα ταίρι, μια σύντροφο.
Πολλά κορίτσια και αγόρια από τα δεκάδες που πέρασαν και συνεργάστηκα μαζί τους, μου στάθηκαν με αγάπη και τρυφερότητα στις μεταπτώσεις μου, ποιους και ποιες να πρωτοθυμηθώ, τον Αλέξη τον Σουηδό, το Γιώργο, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, την Ελένη, την Ντίνα, τη Μαρία, την Eλευθερία, με όλες ήμουν ερωτευμένος, καλή τους ώρα όπου κι αν είναι.
Οι μουσικοί που βγήκαν απ’ τ’ Αβγό, κι άλλοι που μπήκαν                                
Πολλές γενιές μουσικών πέρασαν από κει, ο Κωστής ο Τζήκας, οι Νεάρχου Παράπλους, οι Χαϊνηδες… Αυτός που συνέβαλε σε αρκετούς και τους βοήθησε μουσικά, ήταν ο Ταραίος ο Βασίλης, ο οποίος ήταν εκεί κάθε βράδυ για ένα μεγάλο διάστημα και κάναμε ατελείωτες κουβέντες, για τον ρόλο της παράδοσης και πως επιδράει πολιτιστικά στα νέα παιδιά  η μεταβίβαση της μουσικής μας ιστορίας. Τον βρήκανε πεθαμένο, βρώμισε το σπίτι και τότε καταλάβανε ότι είχε πεθάνει, τόσο μυστικοπαθής και μοναχικός  άνθρωπος ήτανε. Ο Βασίλης δεν ήταν δάσκαλος μουσικής, αυτοδίδακτος ήταν, είχε μια τρέλα ιδιόμορφη, νόμιζε πως ήταν λιμενάρχης κι έτσι ντυνόταν,  είχε  προχωρημένη  κουζουλάδα, αλλά ήταν εξαιρετικός μουσικός, έπαιζε τα πάντα αλλά κυρίως μπουλγαρί. 
Ο πιο ταλαντούχος τότε από αυτή τη φουρνιά ήταν ο Μίλτος Πασχαλίδης. Εκεί μαζεύονταν κάμποσοι, η Μητσάρα ο Ζαχαριουδάκης, ο κουζούλακας ο Δημήτρακας Αποστολάκης εκεί κούμπωσε, δίπλωσε και μπήκε στο ζυγό όπως και πολλοί άλλοι, το καβλόνιο ήταν διάχυτο, τρυφεράντζες, γλύκες, νταλκάδες, ο χώρος αυτός έδωσε χαρά στους περισσότερους που σύχναζαν, όλοι είχαν συμβάλει ο καθένας με τον τρόπο του, να διαμορφωθεί στα σεξουαλικά και στα πολιτικά, σαν απελευθερωμένη ζώνη. 
Η Χρηστάρα ο Λιάτης, «γεια μας, γαμώ την Καστοριά μας», ρεμπέτης μπουζουξής κι ασίκης, ο Λιάκος ο Κλαϊνος ο κομισάριος του μπαγλαμά, το Γιαννάκη ο Παξιμαδάκης, που με παρηγορούσε με το μπουζούκι του από τότε.
Ο Ρασούλης έκανε αρκετές συναυλίες στο μαγαζί, αλλά υπήρχαν και βράδια που με δίσκους του και το Μανόλη μέσα, γινόταν της πουτάνας το κάγκελο και να τραγουδάει όλος ο κόσμος, να χορεύει, να σπάει, ω ρε γλέντια! Δεν γινόταν τότε σε κανένα άλλο μαγαζί αυτές οι συλλογικές εύθυμες καταστάσεις. 
Κάποια στιγμή, παρ’ ότι είχα ένα μεγάλο πιάνο, πήρα κι ένα μικρό γιατί ο Λουκιανός ήθελε να παίζει και να βλέπει τον κόσμο καταμούτσουνα, θυμάμαι αρκετούς που έπαιξαν και τραγούδησαν, το Λιούγκο, τον Κηλαϊδόνη, την Τανάγρη, τη Γιαννάτου, τον Ζουράρη, τον Πορτοκάλογλου, τον Χοντρονάκο… Στους Χειμερινούς Κολυμβητές πλήρωσα πέρα από όλα τα άλλα και τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια για να μεταφερθεί το μπάσο σε θέση δίπλα  σε  εκείνον που το έπαιζε, πλήρωνα σαν μπουνταλάς ολονώνε τα βίτσια, στο όνομα τις μαχόμενης  καλλιτεχνίας και της αριστερής ενοχής, τα περισσότερα ζωντανά μ’  έβαζαν μέσα με τα τσαρούχια. 
Είχα ένα φίλο που δούλευε στον πύργο ελέγχου στο αεροδρόμιο κι έπαιζε καταπληκτικό σαξόφωνο, κάποιες βραδιές του χειμώνα έκανε πολύ κρύο αλλά αφήναμε λίγο την πόρτα ανοιχτή κι έλεγα εγώ ιστορίες και φύσαγε, έπαιζε εκείνος και γέμιζε το μαγαζί. Διηγούμουν φανταστικά θέματα, απ’ αυτά που διάβαζα, ή πάντρευα ιστορίες από την παρανομία και έφτιαχνα αυτοσχέδια θρίλερ από φανταστικές σχέσεις, ανάλογα το κοινό που υπήρχε. Αν ήταν καμιά γυναίκα που μας άρεσε και θέλαμε να την εντυπωσιάσουμε δίναμε τα ρέστα μας, διεκδικούσαμε με απληστία την απόλαυση της ζωής. Γίνονταν καταπληκτικά πράγματα, που τα δημιουργούσε κυρίως η αυτενέργεια και το καβλόνιο των θαμώνων.
Η φιλοσοφία
Η ιδέα να γράφω συνθήματα στους εσωτερικούς τοίχους του μαγαζιού ήταν κάτι καινούριο και πρωτότυπο, ούτε στην Αθήνα ούτε πουθενά δεν υπήρχε τότε μαγαζί με συνθήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς (του Ρεμπώ, του Μπωντλέρ, του Λάο Τσε) πάνω στους τοίχους σαν διακόσμηση. Ακόμα θυμάμαι τον στίχο του Σάρλ που δέσποζε χρόνια μες στο χώρο, «στην αγαπημένη, την πανέμορφη, που την καρδιά μου, γεμίζει με φως, στο είδωλο το αθάνατο». Ζούσαμε για τον νταλκά και την καύλα της ζωής, ήταν ένας χώρος που υμνούσε τη ζωή και την κάθε μέρα, ευχαριστιόμασταν που ζούσαμε, τη βρίσκαμε, θεωρούσαμε τη ζωή χάρισμα - δώρο.
Όλες μας τις φιλοσοφίες  ό,τι μας έκανε εντύπωση, το βάζαμε σ’ ένα ταμπλό, αφίσες, συμβολικές φωτογραφίες, το ροκ, τα λαϊκά, το ρεμπέτικο, τα βιβλία, δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρα ευχάριστη κατάσταση, ήταν για όλους μας ένα καταφύγιο γλεντιού και διασκέδασης.
Κάποιες χρονιές είχε και πολλή δουλειά, έφτασε να έχει διψήφιο αριθμό προσωπικoύ, δηλαδή μιλάμε για τρελοκομείο, όπου βέβαια τα είχα ψιλοπαίξει από τα πολλά ξίδια, γι’ αυτό δεν έβγαλα και φράγκο. Υπήρχε γενικά μια σπατάλη, μια πλήρης αταξία, αυτό καλλιεργούσε ένα κλίμα ότι εδώ είναι μια ελεύθερη ζώνη, ναι μεν κάτι δίνουμε, αλλά εδώ είναι και λίγο κωλοχανείο, σε σύγκριση με τις κανονικοποιημένες σχέσεις που υπήρχαν στα άλλα μαγαζιά. Άρτζι μπούρτζι κι ο λουλάς ήτανε, πολύς κόσμος που ερχότανε έλεγε «γράφτα» ή ήτανε φίλος του τάδε, του προσωπικού, «πάρε αυτά που έχω και βλέπουμε», δεν έλεγχα, δεν με άφηνε η ενοχή, αριστερός στη πράξη και εργοδότης δεν τσουλά, σα μια κουτσή αυτοδιευθυνόμενη κοινότητα έμοιαζε. Πληρώνανε βέβαια, κατά καιρούς έβγαλα και λεφτά, αλλά τις πιο πολλές φορές ήμουνα μέσα, πάντα χρωστούσα, ποτέ δεν καβάτζωσα κάτι. Αυτό που κατάφερα, ήταν να  κάνω κάμποσα ταξίδια, από περιέργεια ή για λόγους αλληλεγγύης, κατά τ’ άλλα, επιβίωνα. Όταν το έκλεισα, μετά από 20 χρόνια, αναγκάστηκα να πουλήσω και το σπίτι της μάνας μου, εκεί που έμενα, για  να ξοφλήσω ένα μέρος μόνο των χρεών που είχαν συσσωρευτεί. Το Αβγό νίκησε την μοναξιά της μεταχρονολογημένης εφηβείας μου και η εμπειρία του γέμισε το στομάχι του μυαλού μου και με έκανε μηρυκαστή και νοσταλγό.
Χιωτέλης Κώστας, άνοιξη του 2013

Συνέντευξη με τον Κώστα Χιωτέλη (της Στέλλας Τουρνά)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε με λιγότερα στοιχεία ως προς τα στέκια της εποχής, στο περιοδικό Μετρονόμος. Αυτή, είναι η τελική εκδοχή του.
Ευχαριστούμε τον κ. Δημήτρη Γούτο για την παραχώρηση του ομολογουμένως σπάνιου φωτογραφικού υλικού.

ΠΗΓΗ 
Αναδημοσίευση από το Cretazine.com

* Ο υπότιτλος από τσι κουζουλάδες !!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως