3 Απριλίου 2016

Κρητική πολιτεία το ζήτημα της σημαίας.

Το ζήτημα της σημαίας. Η επεισοδιακή αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κρήτη
Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης*

Καθώς η χώρα μας διανύει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορικά περίοδο, κατά την οποία επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τους ευρωπαίους «εταίρους» της (η χρήση των εισαγωγικών υπαινίσσεται την αμφισβήτηση της αμοιβαιότητας και την ισότητα των μερών στη σχέση αυτή).
Οι μέρες αυτές παράλληλα συμπίπτουν επετειακά με την απόπειρα της Κρητικής Πολιτείας να απαλλαγεί από την ξένη στρατιωτική παρουσία και τη συνεπαγόμενη πολιτική εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτό, συνειδητοποιεί κανείς ότι οι όροι και δρώντες στο «παιχνίδι» των διεθνών σχέσεων μπορεί να έχουν αλλάξει έκτοτε, αλλά μάλλον όχι και η ουσία του, δηλαδή η απόπειρα άσκησης ελέγχου ή επιρροής με διπλωματικά ή στρατιωτικά μέσα επί άλλων πληθυσμών σε ξένη επικράτεια.
Η Κρήτη αποτελούσε διεθνές προτεκτοράτο από τις αρχές του 1897, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία) πραγματοποίησαν από κοινού επέμβαση για να εμποδίσουν την αντίστοιχη ελληνική (που κατέληξε στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου) και να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις στο νησί.
Χάρη στην απομάκρυνση των οθωμανικών στρατευμάτων το Νοέμβριο του ίδιου έτους, το καθεστώς της Κρήτης μπόρεσε να συγκροτηθεί και λειτουργήσει αποτελεσματικά μέχρι το 1905, όταν εκδηλώθηκε το Κίνημα του Θερίσου, το οποίο ανακίνησε το ενωτικό ζήτημα και προκάλεσε το ζωηρότερο ενδιαφέρον των δυνάμεων για τη φιλελευθεροποίηση της Κρητικής Πολιτείας και την αντικατάσταση του έως τότε Αρμοστή, Πρίγκηπα Γεωργίου.
Το επόμενο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης της Κρήτης ήταν η αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων από το νησί, την οποία οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν δρομολογήσει ήδη από το 1904. Η μόνη προϋπόθεση που είχαν θέσει ήταν η καλύτερη στελέχωση και ενίσχυση της χωροφυλακής ή, εναλλακτικά, η συγκρότηση νέου σώματος προς ενίσχυσή της. Η απόφαση του Αρμοστή Αλέξανδρου Ζαΐμη να συγκροτήσει την Κρητική Πολιτοφυλακή το 1907 ικανοποίησε το αίτημα αυτό, συμβάλλοντας στην παγίωση της αίσθησης ότι η ξένη προστασία ήταν περιττή και ότι η Κρητική Πολιτεία μπορούσε πια να αναλάβει η ίδια τη διασφάλιση της τάξης στο εσωτερικό του νησιού.Ωστόσο, η ανακοίνωση των Δυνάμεων το καλοκαίρι του 1908 ότι η ώρα της αποχώρησής τους πλησίαζε, δημιούργησε ανησυχία σε πολλούς μουσουλμάνους, και αρκετοί έσπευσαν να προμηθευτούν όπλα.
Το ζήτημα σύντομα πήρε διαστάσεις και έφτασε μέχρι τη Συνέλευση, τα μέλη της οποίας επιχείρησε να καθησυχάσει ο μουσουλμάνος βουλευτής Κιαμή Βεϊσαγαδάκης: «και αν τινές μουσουλμάνοι αγοράζουν όπως προ καιρού ήκουσα όπλα, προς τούτο έχουν κι αυτοί δικαίωμα ως έχουν οι συμπολίται μας Χριστιανοί. Εκ μέρους όμως του μουσουλμανικού στοιχείου, δηλούμεν ότι ουδέποτε εσκέφθη τις, ούτε και θα σκεφθή, να διασαλεύσει την δημόσιαν τάξην».Σχεδόν ταυτόχρονα και με αφορμή το ζήτημα αυτό, η κρητική κυβέρνηση απεύθυνε διάγγελμα στο λαό, αναφέροντας «ότι προσεγγίζει η ημέρα δια την αποχώρησιν των διεθνών στρατευμάτων» και εκφράζοντας την ελπίδα ότι «η τελείωσις του ημέτερου ζητήματος δεν χρειάζεται παρά μια μόνον βαθμίδα ακόμη, συνιστά δε με ψυχραιμίαν να περιμένωμεν, αταραξία και σταθερότητα την ετυμηγορία των Μεγάλων Προστατών μας, την τήρησιν ησυχίας και τάξεως και την εξακολούθησιν της προστασίας των συμπολιτών μας Μουσουλμάνων».Παρά το διάγγελμα, η αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων υπήρξε επεισοδιακή, καθώς μετά την αναχώρηση των τελευταίων αγημάτων στις 13 Ιουλίου 1909, ομάδα Κρητών σήκωσε την ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά, στο σημείο όπου μέχρι πρότινος κυμάτιζαν οι σημαίες των Δυνάμεων και της Κρητικής Πολιτείας.
Η αντίδραση των Δυνάμεων υπήρξε άμεση, καθώς έσπευσαν την ίδια κιόλας μέρα να υποδείξουν στην κρητική κυβέρνηση ότι «η ύψωσις της ελληνικής σημαίας εις τον Φιρκάν εσυμβόλιζεν την μεταβολή του αρμοστειακού καθεστώτος, το οποίο ίσχυε κατά την ημέραν της αναχωρήσεως των διεθνών στρατευμάτων και ηδύνατο να προκαλέση την ρήξιν της Ελλάδος μετά της Τουρκίας. Και επειδή αυτή η πρώτη σύστασις δεν ήρκεσε […] διεβιβάζετο εκ Λονδίνου η απειλή ότι αι Μεγάλαι Δυνάμεις θα αποβλέψουν εν ανάγκη εις την ανακατάληψιν της Νήσου».Το «ζήτημα της σημαίας», όπως ονομάστηκε, πήρε σύντομα διαστάσεις, δείχνοντας ότι μια πρόωρη έκρηξη λαϊκού ενθουσιασμού μπορούσε να απειλήσει σοβαρά όσες κατακτήσεις είχε επιτύχει τόσο ο λαός της Κρήτης με συνεχείς και αιματηρούς αγώνες όσο και ο πολιτικός της κόσμος μέσα από αδιάκοπες διπλωματικές επαφές και πολύχρονες διεκδικήσεις. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε και η αντίδραση των Νεότουρκων, καθώς «η Τουρκική Κυβέρνησις διεμαρτυρήθη εντονότατα προς τας Δυνάμεις, διακηρύξασα ότι θεωρεί την πράξιν αυτήν ως casus belli [αιτία πολέμου] κατά της Ελλάδος».

Ενώπιον του κλιμακούμενου «πολεμικού» κλίματος, η κρητική κυβέρνηση προσπάθησε να καθησυχάσει τα πνεύματα, κάνοντας από τις 30 Ιουλίου συνεχείς εκκλήσεις για μετριοπάθεια και σωφροσύνη, αναφέροντας ότι από τις πράξεις του κρητικού λαού εξαρτιόταν ακόμα και η ίδια η αυτονομία της Κρήτης. Παρότι εμφανιζόταν να αντιλαμβάνεται πλήρως τη σοβαρότητα του ζητήματος, η κυβέρνηση αδυνατούσε να αποφασίσει την υποστολή της σημαίας, φοβούμενη την ενεργό αντίδραση της χωροφυλακής, ανώτερα στελέχη της οποίας συμμετείχαν στις ενωτικές εκδηλώσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, όταν οι Δυνάμεις άρχισαν να αναφέρουν σε διακοινώσεις τους τον κίνδυνο νέου ελληνοτουρκικού πολέμου, δηλώνοντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση δε θα παρέμβαιναν για τη λήξη του ή τη διατήρηση του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος της Κρήτης. Στα τέλη Ιουλίου διέρρευσε η πληροφορία ότι η Βρετανία εξέταζε το ενδεχόμενο να προχωρήσει -ακόμη και μονομερώς- σε ανακατάληψη της Κρήτης, ενώ εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι παρόμοια σχέδια είχε και η Ιταλία. Η κρίση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο στις 24 Ιουλίου 1909, όταν η νεοτουρκική κυβέρνηση ζήτησε με διακοίνωσή της τον ορισμό ημερομηνίας για την έναρξη διαπραγματεύσεων με αντικείμενο το αυτόνομο πολίτευμα της Κρήτης.

Μετά από εβδομάδες αναμονής και απραξίας, οκτώ πολεμικά πλοία των Δυνάμεων πλησίασαν το λιμάνι των Χανίων τα ξημερώματα της 6ης Αυγούστου 1909 και αποβίβασαν στρατεύματα, τα οποία έριξαν τον ιστό όπου κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Ακολούθως, κατέλαβαν το φρούριο του Φιρκά και εγκατέστησαν σε αυτό φρουρά και μυδραλιοβόλα, προς αποτροπή επίθεσης εκ μέρους των Κρητών. Οι ξένοι στρατιώτες παρέμειναν για μερικές μέρες στο φρούριο και μετά αποσύρθηκαν και πάλι στα πλοία τους, φεύγοντας τόσο ξαφνικά όσο είχαν έρθει. Εκτεθειμένη από την ξένη επέμβαση, η κρητική κυβέρνηση παραιτήθηκε και παραχώρησε τη θέση της σε νέα υπηρεσιακή, η οποία σχηματίστηκε στις 21 Αυγούστου. Μετά την απομάκρυνση της σημαίας, δεν υπήρχαν πια οι αντικειμενικές συνθήκες για να ακολουθήσουν άλλα σημαντικά γεγονότα ή νέες επαναστατικές πράξεις που θα αμφισβητούσαν το νομικό καθεστώς της Κρήτης. 
Παρά ταύτα, το Κρητικό ζήτημα εισερχόταν σε μια φάση πολιτικής ζωής που έτεινε όλο και περισσότερο να προσαρμοστεί προς τα ελληνικά δεδομένα, ενώ παράλληλα συνέχιζε το μακρύ αγώνα για την ένωση με διαφορετική μορφή.
Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία έως την Ένωση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Έρεισμα».

*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΓΩΝΑΣ ΚΡΗΤΗΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως