7 Οκτωβρίου 2015

διαπύλια τέλη

Από την εποχή του ¨Όθωνα στην Ελλάδα (1833) μέσα από μια σειρά βασιλικά διατάγματα, διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά ενός δασμολογίου, δηλαδή καθιερώθηκε φορολογία υπέρ των πόλεων επί των εισαγομένων σ’ αυτές αγαθών ανάλογα με την αξία τους.,(τα λεγόμενα “διαπύλια τέλη”)
Τα διαπύλια τέλη εφαρμόζονταν σε όλη την Ελλάδα.
Τα οικήματα που εφάρμοζαν το δασμολόγιο ανέγραφαν στην πρόσοψή τους "ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ". Οι αρμόδιοι φοροεισπράκτορες σταματούσαν στις εισόδους των πόλεων τα αυτοκίνητα ή τα ζώα με τους αγωγιάτες, εξέταζαν τί έμπαινε στην πόλη, υπολόγιζαν την αξία του και εισέπρατταν κάποιο ποσοστό. Η φορολογία νοικιαζόταν για ορισμένο χρονικό διάστημα σε ορισμένους επιχειρηματίες. H κατάσταση αυτή επέτρεπε τις αυθαιρεσίες από πλευράς ενοικιαστών και την προσπάθεια για όσο το δυνατό μεγαλύτερη φοροδιαφυγή από πλευράς φορολογουμένων. 
Tο θεσμικό αυτό πλαίσιο διατηρήθηκε έως το 1871, οπότε με την αγροτική μεταρρύθμιση δεν υπήρχε πλέον θέμα ενοικίασης των φόρων.
*Θα επανέλθουν άραγε και «τα διαπύλια τέλη»;
Μετά την αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (1830) οι προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) όρισαν το 1832 ως βασιλιά τον ανήλικο τότε Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα. Μέχρι την ενηλικίωσή του τη διακυβέρνηση της χώρας την ασκούσε ένα συμβούλιο Αντιβασιλέων. Ένας από αυτούς, ο Άμπελ, φρόντισε για την οργάνωση της εσωτερικής διοίκησης. Με διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833 το ελληνικό κράτος χωρίστηκε σε δέκα νομούς που υποδιαιρούνταν σε 42 επαρχίες. Οι επαρχίες με τη σειρά τους χωρίζονταν σε δήμους. Τα δημοτικά συμβούλια ήταν επιφορτισμένα με πολλές αρμοδιότητες (λ.χ. ήταν υπεύθυνα για τη συντήρηση και τη λειτουργία της  δημόσιας εκπαίδευσης), όμως οι οικονομικές τους δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Γι’ αυτό με το νόμο ΖΗ΄ της 22ας Δεκεμβρίου του 1847 καθιερώθηκαν τα «διαπύλια τέλη» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 29ης Μαρτίου 1908) . Ήταν ένας έμμεσος φόρος, ο οποίος επιβαλλόταν από τις δημοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονταν στην περιοχή τους από άλλες περιοχές της επικράτειας. 
Κάθε δήμος ανέθετε την είσπραξη των «διαπυλίων τελών» σε δημοτικούς  εισπράκτορες ή – το συνηθέστερο-  νοίκιαζε το φόρο σε ιδιώτες φίλα προσκείμενους στη δημοτική αρχή, οι οποίοι με υπαλλήλους τους αναλάμβαναν την είσπραξή του (με το αζημίωτο βέβαια γι’ αυτούς). Οι εισπράκτορες εγκαθίσταντο σε πρόχειρες παράγκες (ή σε λιθόκτιστα κτίσματα) στις εισόδους και στις εξόδους του δήμου και φορολογούσαν τους παραγωγούς που μετέφεραν με τα υποζύγια και τα κάρα τους προϊόντα για πώληση. Τα σημεία αυτά ονομάζονταν «Φόροι», τοπωνύμια που διατηρούνται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές (λ. χ. στη Νέα Ερυθραία). 
Όπως ήταν φυσικό, η επιβολή του φόρου αυτού προκαλούσε αντιδράσεις, γιατί έπληττε καίρια το εσωτερικό εμπόριο. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι εισπράκτορες βιαιοπραγούσαν σε βάρος αγροτών, οι οποίοι προσπαθούσαν να «φοροδιαφύγουν». Παρά ταύτα τα «διαπύλια τέλη» αυξήθηκαν με το νόμο ΒΡΚΑ΄ του 1892. 
Μπροστά στην ογκούμενη αντίδραση του αγροτικού και του εμπορικού κόσμου η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη το 1894 εξήγγειλε την πρόθεσή της να καταργήσει τον αναχρονιστικό φόρο των «διαπυλίων τελών». Κατέθεσε λοιπόν στη Βουλή  σχετικό νομοσχέδιο. Για να μην μειωθούν όμως τα έσοδα των δήμων, προβλεπόταν η επιβολή φόρου στις οικοδομές και στα τελωνεία που θα κατέληγε στα δημοτικά ταμεία (ένα μέρος από τα έσοδα των τελωνείων από τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων από το εξωτερικό θα δινόταν στους δήμους). Τότε ξεσηκώθηκαν οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Οργάνωσαν συλλαλητήριο στην Ομόνοια, για να μην ψηφισθεί το νομοσχέδιο «περί καταργήσεως των διαπυλίων τελών». Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει ο Τρικούπης και τα «διαπύλια τέλη» να διατηρηθούν. 
Ο  δημοτικός αυτός φόρος έπληττε το εσωτερικό εμπόριο, αποτελούσε μέσο πλουτισμού των ενοικιαστών του και παράλληλα συντελούσε στην αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, δεδομένου ότι μετακυλιόταν στους καταναλωτές. Γι’ αυτό έγιναν κατά καιρούς κινητοποιήσεις επαγγελματικών τάξεων. Για παράδειγμα οι οινοπαντοπώλες της Αθήνας την 6η Δεκεμβρίου 1898 πραγματοποίησαν συλλαλητήριο στην πλατεία Μητροπόλεως, για να διαμαρτυρηθούν «κατά των διαπυλίων τελών, κατά της πιέσεως την οποία υφίσταντο υπό των ενοικιαστών του φόρου και εναντίον της παρανόμου εισπράξεως φόρων από εμπορεύματα προερχόμενα εκ των δήμων Φυλής, Κρωπίας (= Κορωπίου) και Αχαρνών» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 7ης Δεκεμβρίου 1898). Ανάλογο συλλαλητήριο έκαναν τα μέλη διάφορων συντεχνιών στο Πεδίο του Άρεως τη 2α Φεβρουαρίου 1900. Οι διαδηλωτές επέδωσαν στο προεδρείο της Βουλής ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την υποβολή νομοσχεδίου «περί καταργήσεως του τυραννικού θεσμού των διαπυλίων» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Φεβρουαρίου 1900).
Παράλληλα ο τύπος της εποχής τόνιζε την αποστροφή του κόσμου για το δημοτικό αυτό φόρο και κυρίως για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι εισπράκτορές του, οι οποίοι δεν δίσταζαν να βυθίζουν τα χέρια τους στα καλάθια με τα χόρτα λ.χ.  μήπως βρουν κρυμμένες μέσα σ’ αυτά ντομάτες ή πατάτες ή άλλα αγροτικά προϊόντα, για να τα φορολογήσουν. Έγραφε χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος του ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 12ης Δεκεμβρίου 1900) «[…] Ο θεσμός εμισήθη. Ηθικώς δεν στέκεται. Ως φορολογία είναι βασανιστική, αηδής, διότι δεν πλήττει το εσωτερικόν εμπόριον μόνον, αλλά κτυπά αυτό το άτομον ως εξ ενέδρας. Τοιαύτην την κατέστησαν οι ενοικιασταί και οι εισπράκτορές του, οι οποίοι εις την μνήμην του ελληνικού λαού θα αφήσουν ανεξάλειπτον την εικόνα μιας μισητής εποχής, την εικόνα των περιφήμων φυλακίων και των περιφήμων δακτύλων των βυθιζομένων μετά τελωνιακής επισημότητος εις ένα απλούν καλάθι λαχανικών. Επτά σχεδόν εκατομμύρια εσοδεύουν οι δήμοι εκ της ιστορίας ταύτης, πέντε δε επάνω κάτω οι ενοικιασταί. Και οι ενοικιασταί δεν ξεκολλούν από τον δημοτικόν φόρον, διότι είναι ο πλέον εκμεταλλεύσιμος. […]. Μόνον εις την Αυστρίαν ισχύει αυτός ο φόρος, αλλά εις την Αυστρίαν δεν υπάρχουν και Έλληνες ενοικιασταί». 
Το κράτος συναινούσε στη διατήρηση των «διαπυλίων τελών», γιατί αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τους δήμους. Έτσι και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, διαδόχου του Χαρίλαου Τρικούπη, στις αρχές του 20ου αιώνα για κατάργησή τους δεν υλοποιήθηκαν. Στο μεταξύ εκτός από τους αγρότες και τους εμπόρους είχαν ταχθεί κατά του δημοτικού φόρου και μεγάλοι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες (ο Α. Σκουζές, ο Σ. Δραγούμης κ. ά). Για παράδειγμα ο Μπενάκης δήλωσε ότι, αφού το κράτος τον βασάνιζε με τα «διαπύλια», αποφάσισε ν’ αφήσει ακαλλιέργητο το μεγάλο κτήμα που αγόρασε στην Αττική. Μάλιστα προέτρεπε τους χωρικούς να κάμουν το ίδιο: να μην καλλιεργούν τα χωράφια τους, να κηρύξουν παθητική αντίσταση κατά του κράτους (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 24ης Ιουλίου 1912).
Παρά τις καθολικές αντιδράσεις, τα «διαπύλια τέλη» καλά κρατούσαν. Με τους νόμους 641/1915, 1837/1920 (και οι δύο ψηφίστηκαν από τις κυβερνήσεις του Ε. Βενιζέλου) και 6429/1934 (ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη) κατοχυρωνόταν η δυνατότητα των δήμων να επιβάλουν αυτό τον αναχρονιστικό και δυσβάστακτο φόρο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 7ης Σεπτεμβρίου 1948).
     Οι συνθήκες για την κατάργηση της επαχθούς αυτής φορολογίας ωρίμασαν το 1948. Στη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου το υπουργικό συμβούλιο άκουσε την εισήγηση του τότε υπουργού Οικονομικών Χέλμη και ενέκρινε τον Αναγκαστικό Νόμο 843/1948 «περί καταργήσεως των διαπυλίων τελών». Με βάση το νόμο  ο προαναφερθείς δημοτικός φόρος θα καταργούνταν από τη 10η Ιανουαρίου 1949. Προβλεπόταν όμως, για να μη μειωθούν τα έσοδα των δήμων, οι ακόλουθες ρυθμίσεις. Οι δήμοι:
     είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν ορισμένους τοπικούς φόρους επί της γεωργικής παραγωγής,
    θα έπαιρναν το 1% επί της αξίας των εισαγόμενων από το εξωτερικό προϊόντων,
    θα τους δινόταν το 6% επί των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζόμενων στις βιοτεχνίες και τις βιομηχανίες της περιοχής τους. (Το ποσό θα το κατέβαλλαν οι επιχειρήσεις.)
    Η κυβέρνηση δεσμευόταν να καλύπτει από τον κρατικό προϋπολογισμό, επί τριετία από την καθιέρωση του Αναγκαστικού Νόμου, τα τυχόν ελλείμματα που θα προέκυπταν για τους δήμους από την κατάργηση των «διαπυλίων τελών». Για τον υπολογισμό των ελλειμμάτων θα λαμβάνονταν υπόψη τα έσοδά τους από τον καταργούμενο δημοτικό φόρο κατά το οικονομικό έτος 1948 (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 10ης Δεκεμβρίου 1948).
Γρήγορα οι δήμοι αντιμετώπισαν οικονομικό πρόβλημα, γιατί οι πηγές εσόδων τους ήταν περιορισμένες και όχι τόσο αποδοτικές όσο ήταν τα «διαπύλια τέλη». Γι’ αυτό με το νόμο 1910/1951 αποδιδόταν στους δήμους το 5% από τον εκάστοτε εισπραττόμενο φόρο του καπνού (εφημερίδες ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 17ης Φεβρουαρίου 1962 και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 14ης Μαρτίου 1961). Έκτοτε τα δημοτικά τέλη αυξήθηκαν όπως και οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.
 ΠΗΓΗ
*Αναδημοσίευση από το Χρονοντούλαπο
ΣΧΕΤΙΚΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως