30 Σεπτεμβρίου 2015

Οι πειρατές της Γραμβουσας

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ  ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΟΡΜΗΤΗΡΙΟ - Η ΚΟΙΝΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΗΤΕΡΟ ΜΠΕΛΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικράτησαν, οδήγησαν στην έξαρση της πειρατείας. Σε αυτή, στράφηκαν άνεργοι ναυτικοί και πρόσφυγες. Έτσι σε όλη της διάρκεια του Αγώνα, αναρίθμητα ήταν τα περιστατικά πειρατείας που έλαβαν χώρα.
Κυριότερες βάσεις των πειρατών ήταν οι Σποράδες και η Γραμβούσα.
Όταν ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα, ήταν επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση της. Την αρχηγία της επιχείρησης στις Σποράδες ανέλαβε ο Μιαούλης και στη Γραμβούσα ο Βρετανός υποναύαρχος Στέινς.  
Μέσα σε λίγες ημέρες η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Έτσι καταπολεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πειρατεία και ολόκληρη η Ευρώπη επαίνεσε τον Καποδίστρια.
Με τη πειρατεία ασχολήθηκαν ακόμα οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης την εποχή εκείνη. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει την τάξη και περιοριζόταν να εκδίδει εγκυκλίους.   
Η καταπολέμηση της πειρατείας στη Γραμβούσα
Κατά το 1826, οι  πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό Άνδρου – Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στη Μύκονο και τη Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος.
Το υπουργείο Ναυτικών της Προσωρινής Διοίκησης, θορυβήθηκε από τις πολλαπλές καταγγελίες και αναγκάστηκε να λάβει διάφορα μέτρα, το οποία όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οπότε και διακόπηκαν οι ναυτικές επιχειρήσεις λόγω έλλειψης αντιπάλου, η πειρατεία αυξήθηκε.
Κυριότερες βάσεις των πειρατών ήταν η Γραμβούσα και οι Βόρειες Σποράδες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1827, είχαν λεηλατηθεί 81 πλοία. Ολόκληρη η Ευρώπη είχε αγανακτήσει, ενώ οι ναύαρχοι της συμμαχίας
(Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν οργιστεί και κατέκριναν δριμύτατα την κυβέρνηση ως ανίσχυρη.
Μπροστά στην αφόρητη αυτή κατάσταση, η Προσωρινή Διοίκηση υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων, αναγκάστηκε να καταργήσει την καταδρομή και να ακυρώσει όλες τις σχετικές άδειες. Ταυτόχρονα διακήρυξε ότι δεν επιτρέπονταν παράνομες ενέργειες με καμιά δικαιολογία ή σύλληψη πλοίων με ουδέτερη σημαία, ότι μπορούσαν να αιχμαλωτιστούν μόνο όσα αποδεικνύονταν ένοχα για την παραβίαση πραγματικού αποκλεισμού και ότι οι παραβάτες αυτών των κανόνων θεωρούνταν πειρατές, έστω και αν ήταν εφοδιασμένοι με ταξιδιωτικά έγγραφα. Συγχρόνως υπόγραφε χρεωστικά ομόλογα, ελλείψη μετρητών για να εξοφλήσει απαιτήσεις αποζημιώσεων λόγω πειρατείας και έστειλε στις Κυκλάδες ναυτική μοίρα για την εξολόθρευση των πειρατών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ακόμα, για την εξάλειψη του κακού, η βρετανική κυβέρνηση διέταξε την παρεμπόδιση των ταξιδίων όλων των ένοπλων πλοίων με ελληνική σημαία ως τη δημιουργία ελληνικής κυβέρνησης ικανής να εξασφαλίσει τη θαλασσοπλοΐα (με εξαίρεση των πολεμικών και όσων έπλεαν με διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης). Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, τα μέρη όπου επικρατούσε η πειρατεία, τράβηξαν αμέσως την προσοχή τόσο των ναυάρχων της συμμαχίας όσο και του Καποδίστρια, που είχε εκλεγεί Κυβερνήτης.

Ο Κόρδιγκτον, κατόπιν συνάντησης του με τον Κυβερνήτη στη Μάλτα, πριν ο τελευταίος έρθει στην Ελλάδα (άφιξη του στο Ναύπλιο 7-1-28 και στην Αίγινα 8-1-28), δέχτηκε να καθαρίσει τη Γραμβούσα, ενώ ο Κυβερνήτης, ανέλαβε τις Βόρειες Σποράδες.
Η καταπολέμηση της πειρατείας στη Γραμβούσα
Η Γραμβούσα είναι χερσονησώδες ακρωτήριο του κόλπου της Κισσάμου και αποτελεί την βόρειο δυτική άκρη της Κρήτης. Το φρούριο ήταν δυσπρόσιτο και απόρθητο, επειδή βρισκόταν σε απόκρημνη και ανεμοδαρμένη θέση χωρίς καλό λιμάνι.Στις 2 Αυγούστου 1825, έφοδος των Κρητών υπό τον Δημήτριο Καλλέργη κατέλαβε το φρούριο, με σκοπό να γίνει η έδρα της επαναστατικής επιτροπής της Κρήτης. Όμως η νησίδα εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα πειρατικά κέντρα. Οι πειρατές δεν ήταν μόνο Έλληνες και λήστευαν κάθε πλοίο. Για τον λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στη Γραμβούσα τον ναύαρχο Κόχραν επιβαίνων της φρεγάτας Ελλάς. Όταν ο Κόχραν έφτασε εκεί, αντί να καταδιώξει τους πειρατές και να αιχμαλωτίσει τα πλοία, προέβη απλώς σε συστάσεις, οι οποίες όμως δεν τους αποθάρρυναν. Όταν η βρετανική φρεγάτα «Sibylla» δοκίμασε να τους καταδιώξει, αναγκάσθηκε να αποχωρήσει με 40 νεκρούς και τραυματίες. Οι επιδρομές από τη Γραμβούσα εκτείνοντας μέχρι τη Μάλτα και τις αφρικανικές ακτές, όπου στη νησίδα Ζέμπρα είχαν εγκαταστήσει πειρατική βάση. Επειδή οι ξένες δυνάμεις σχημάτιζαν νηοπομπές για την προστασία των πλοίων, οι επιδρομείς δεν δίσταζαν να προσβάλουν ακόμα και αυτές.

Το 1828, μετά την συμφωνία του Καποδίστρια με τον Κόρδιγκτον, στάλθηκε στη Γραμβούσα μοίρα υπό τον Βρετανό υποναύαρχο Στέινς που επέβαινε στη φρεγάτα «Isis». Η μοίρα περιλάμβανε ακόμα την βρετανική φρεγάτα «Cambrian» του Χάμιλτον, στην οποία επέβαινε και ο Μαυροκορδάτος ως επίτροπος της ελληνικής κυβέρνησης, λόχο του ελληνικού στρατού υπό τον Σκοτσέζο φιλέλληνα ταγματάρχη Έρκχαρτ, τη γαλλική φρεγάτα «Pomone» υπό τον πλοίαρχο Δε Ρεβενσώ και μερικά ακόμα πλοία. Ωστόσο το ορμητήριο των πειρατών, ήταν συγχρόνως και ορμητήριο των αγωνιστών που πολεμούσαν για την ελευθερία. Για τον λόγο αυτό, όταν η αγγλογαλλική δύναμη εμφανίστηκε έξω από τη Γραμβούσα, ο Βρετανός μοίραρχος έγραψε στην επιτροπή των Κρητικών που βρίσκονταν στο φρούριο, ότι είχε πάει εκεί για να εξαφανίσει την πειρατεία και όχι για να εμποδίσει τους αγώνες του νησιού για την ελευθερία. Έτσι απαίτησε τη παράδοση των 12 πειρατών, όλων των πειρατικών πλοίων και τη παράδοση του φρουρίου στην ελληνική κυβέρνηση.

Εκείνη την εποχή οι Κρητικοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν από τη Γραμβούσα στα Σφακιά, τα στρατεύματα που είχαν πάει εκεί υπό τον Χατζη – Μιχάλη και άλλους μαζί με ορισμένες ντόπιες δυνάμεις, ώστε να ενισχύσουν τον αγώνα που είχε ξαναρχίσει. Πρότειναν στον ναύαρχο να μην εμποδίσει τη μεταφορά τους, υποσχόμενοι να του παραδώσουν έπειτα το φρούριο και τα πλοία τους όχι όμως και τους 12 ενόχους, με τη δικαιολογία ότι κανένας δεν βρισκόταν στο φρούριο. Την πρόταση αυτή την υποστήριξαν ο Χάμιλτον και ο Μαυροκορδάτος, ως σύμφωνη με το πνεύμα των οδηγιών της συμμαχίας. Ο Στέινς όμως ήταν άνθρωπος του γράμματος και όχι του πνεύματος των οδηγιών που είχε λάβει. Ακόμα δεν πίστευε τα λόγια της επιτροπής, επειδή ορισμένοι από τους δώδεκα πειρατές ήταν μέλη της, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε προσβολή την ανυπακοή της. Κανονιοβόλησε λοιπόν από τη φρεγάτα του την «Isis», το φρούριο και τα πλοία που βρίσκονταν μπροστά του. Ήταν 19 Ιανουαρίου του 1828 και εκείνη τη στιγμή έπνεε σφοδρός λίβας. Η «Isis», παραπλέοντας την ξηρά για να βλάψει ακόμα περισσότερο τα πλοία, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε έναν ύφαλο και αναγκάστηκε να κάνει πίσω για να αποφύγει τον κίνδυνο. Με την ξαφνική όμως κίνηση της έπεσε στη «Cambrian», που έπλεε δίπλα της και τα δύο πλοία μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Οι ναύτες έκοψαν τη γάμπια[1] του «Cambrian» για να τα χωρίσουν και η «Isis» σώθηκε αλλά το «Cambrian» κατευθύνθηκε προς τη ξηρά και μην μπορώντας να αλλάξει πορεία από τις ζημιές που είχε πάθει, χτύπησε στον ύφαλο και ναυάγησε. Κινδύνεψε επίσης και μια τρίτη φρεγάτα που ακολουθούσε τις άλλες δύο, αλλά γλίτωσε ρίχνοντας άγκυρα στη βαθιά θάλασσα. Τα ατυχήματα αυτά δεν εμπόδισαν τον Στέινς να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Από τα 12 μεγάλα πλοία που βρέθηκαν στο λιμάνι, τέσσερα κάηκαν, τρία βυθίστηκαν και τα υπόλοιπα στάλθηκαν στη Μάλτα.

Για να σταματήσει τις εχθροπραξίες ο μοίραρχος, ζήτησε την παράδοση του φρουρίου και των 12 ενόχων. Οι Κρητικοί δέχονταν τον πρώτο όρο εξακολουθούσαν όμως να υποστηρίζουν ότι κανένας από τους 12 δεν βρισκόταν εκεί. Έτσι τα συμμαχικά πλοία άρχισαν την πολιορκία χωρίς να επιτρέπουν την έξοδο κανενός, επειδή όσο περισσότεροι ήταν μέσα στο φρούριο, τόσο ταχύτερα υπολογιζόταν η παράδοσή τους, από έλλειψη τροφίμων. Λεγόταν ότι υπήρχαν εκεί 7.000 άτομα. Στο μεταξύ αποβιβάστηκε ο λόχος υπό τον ΄Ερκχαρτ που είχαν σταλεί από την ελληνική κυβέρνηση. Η δύναμη όμως δεν ήταν όση απαιτούσε η κατάσταση και για τον λόγο αυτό αποβιβάστηκαν ακόμα 100 Άγγλογάλλοι ώστε να την ενισχύσουν. Όταν τους είδαν οι κλεισμένοι στο φρούριο, στην αρχή πανικοβλήθηκαν και στη συνέχεια άνοιξαν την πύλη για να διαπραγματευτούν, με την ελπίδα να τους πείσουν να ξαναγυρίσουν στα πλοία τους. Όμως, μόλις άνοιξε η πύλη, οι Αγγλογάλλοι όρμισαν και μπήκαν στο φρούριο, χωρίς να αντισταθεί κανένας και την άλλη μέρα μπήκαν και άλλοι διακόσιοι. Μόλις καταλήφθηκε το φρούριο, δόθηκε άδεια να φύγουν όσοι ήθελαν αλλά οι φύλακες πρόσεχαν στις πύλες για να μη διαφύγει κανένας από τους 12, οι οποίοι βρίσκονταν όπως υποστήριζε ο Στέινς, μέσα στο φρούριο.

Όταν οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν το φρούριο, ο φόβος των ενόχων που βρίσκονταν σ’  αυτό έγινε μεγαλύτερος, κυρίως επειδή ο Στέινς δεν έπαυε να αναζητεί τους δώδεκα, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό τρόπο για τη σύλληψή τους. Οι περισσότεροι ένοπλοι Κρητικοί έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, έτοιμοι να προβάλουν αντίσταση, αν γινόταν χρήση βίας. Ενώ λοιπόν επικρατούσε διάχυτος φόβος, ειδοποιήθηκε ο μοίραρχος ότι οι Αγγλογάλλοι που βρίσκονταν στη ξηρά κινδύνευαν να εξοντωθούν κάποια συγκεκριμένη νύχτα με την ανατίναξη μιας υπονόμου. Αμέσως έτρεξε ο αρχηγός τους Στράνγουεϊ, στο σημείο εκείνο και συνέλαβε μερικούς τη στιγμή που τοποθετούσαν το μπαρούτι για την ανατίναξη του κτιρίου όπου έμεναν οι Αγγλογάλλοι, αποτρέποντας έτσι αυτή την ενέργεια. Όλοι οι κλεισμένοι στο φρούριο φοβήθηκαν και πολλοί από τους ενόχους δραπέτευσαν έντρομοι μέσα στη νύχτα αλλά συνελήφθησαν μερικοί (και μεταξύ τους και κάποιοι από τους 12). Μετά την αποκάλυψη της υπονόμου βγήκαν κι άλλοι στρατιώτες από τα συμμαχικά πλοία, το φρούριο εκκενώθηκε εντελώς, έφυγαν οι άνδρες του Χατζη – Μιχάλη και των άλλων, κατεδαφίστηκαν πολλά σπίτια κι έτσι τελείωσαν τα γεγονότα της Γραμβούσας.

Ο Καποδίστριας παρά την αποκάλυψη ότι επικεφαλής της πειρατικής αυτής εστίας ήταν το ίδιο το «Εθνικό Συμβούλιο» που είχε τη διεύθυνση του Αγώνα στην Κρήτη, ζήτησε και πέτυχε να παραδοθούν στην ελληνική κυβέρνηση για να δικασθούν από αυτή, όσοι είχαν συλληφθεί ως πειρατές και είχαν σταλεί από τους Βρετανούς στη Μάλτα. Ζήτησε ακόμα και πέτυχε επίσης, να παραδοθούν τα πλοία που είχαν καταληφθεί στη Γραμβούσα ως πειρατικά και είχαν σταλεί και αυτά στη Μάλτα (παραδόθηκαν με την υποχρέωση να μην αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους, αλλά να κρατηθούν για χρήση της ελληνικής κυβέρνησης). Με τις διεκδικήσεις του αυτές ο Καποδίστριας θέλησε προπάντων να μην παραβιασθεί η αρχή της «επικρατειακής ακεραιότητας», δηλαδή να υποδηλωθεί με την ευκαιρία αυτή, η ευθύνη και η εξουσία που η ελληνική κυβέρνηση αξίωνε στο έδαφος της Κρήτης.

  [1] Το δεύτερο μεγάλο πανί των ιστιοφόρων πλοίων

ΠΗΓΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως