10 Αυγούστου 2015

Το Αβδού έχει σαράντα καπετάνιους και του Καγιαμπή το μουλάρι ένα, σαρανταένα.

Του Ζαχαρία Σμυρνάκη*
Σύμφωνα με την αβγιώτικη ιστορική παράδοση, ακουόμενη και σήμερα, κατά τη μεγάλη επανάσταση 1866- 69 φόρτωναν το μουλάρι του καπετάν Καγιαμπή με πολεμοφόδια και αυτό διαφεύγοντας την προσοχή των Τούρκων, από μυστικές διαβάσεις τα μετέφερε στα ορεινά οχυρώματα. Όλοι αναγνώρισαν την προσφορά του και οι οπλαρχηγοί του Αβδού το ανακήρυξαν καπετάνιο και ανέλαβαν με έξοδά τους και μέχρι τέλους να το ταΐζουν, ποτίζουν, φροντίζουν.
Στη σύντομη αυτή και απλή λαϊκή διήγηση, που συνδέεται με πρόσωπα και γεγονότα, στηρίζεται η δημοφιλής και ευρύτατα διαδεδομένη παροιμιώδης «σουρεαλιστική» έκφραση : « Το Αβδού έχει σαράντα καπετάνιους και του Καγιαμπή το μουλάρι ένα, σαρανταένα ». Ο αριθμός σαράντα, παρά την ιερή σημασία και δύναμή του, έστω και τυπικότητά του, δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Απηχεί την πραγματικότητα και εκφράζει το μεγάλο αριθμό των οπλαρχηγών – μέχρι τώρα βεβαιώνονται 55 – αφού το Αβδού κατά την τουρκοκρατία αποτελούσε άτυπη «Σχολή Πολέμου», φυτώριο λαμπρών καπεταναίων και άριστων μαχητών και δίκαια ονομάστηκε Καπετανοχώρι. Η πρόσθετη και χαρακτηριστική αυτή ονομασία και η ιστορική φράση «Αβγιώτικη Καπετανιά» δηλώνουν την περί τα πολεμικά απελευθερωτικά έργα ασχολία των κατοίκων.
Τόπος δράσης του μουλαριού είναι η μεγάλη αμυντική οχυρή ορεινή γραμμή από τη Σελένα και το Κράσι μέχρι την Κασταμονίτσα και τον Ξιδά (σημ. Λύττο) μήκους 10 περίπου χιλιομέτρων – με επαναστατικό κέντρο και στρατόπεδο το Αβδού – στην οποία είχε συγκεντρωθεί το σύνολο των χριστιανικών δυνάμεων της Ανατολικής Κρήτης για προστασία του σιτοφόρου Οροπεδίου Λασυθίου, του ορμητηρίου και καταφυγίου των επαναστατών. Την ορεινή αυτή περιοχή της Δίκτης ή Λασιώτικων βουνών γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή οι Καγιαμπήδες και τα ζώα τους. 
Πρόβλημα εξακολουθεί να αποτελεί το όνομα του γενναίου καπετάνιου, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στην επανάσταση 1866 -69 πέντε οπλαρχηγοί Καγιαμπήδες συμμετείχαν και συνυπήρχαν . Ο ηλικιωμένος πια αλλά ατρόμητος Χατζή Νικόλας Καγιαμπής ή Χ§ Κουκούλας ο αποκαλούμενος «το μεγάλο φρούρος» (= φρούριο) των Χριστιανών ( πβ. το ομηρικό «πύργος Αχαιών»για τον Αίαντα ), ο Καγιαμπάκης Εμμανουήλ υιός Χ§ Κουκούλα , ο Καγιαμπάκης Ζαχαρίας
Εμμανουήλ, ο Καγιαμπάκης Ιωάννης Εμμανουήλ ή Καγιαμπογιάννης και ο Καγιαμπής Νικόλαος ή Καγιαμπονικόλας. Και είναι αλήθεια, άμα πεις : « Κάθε Καγιαμπής και καπετάνιος Καγιαμπής». Ίσως είναι ο διαπρεπέστερος των Καγιαμπήδων τα χρόνια εκείνα τρανός πολέμαρχος, δεινός σκοπευτής και άριστος μαχητής, ανιψός του θρυλικού Χατζή Κουκούλα, ο μεγαλόψυχος Καγιαμπογιάννης, που εφάρμοζε σε μικρογραφία λοξή φάλαγγα στηριζόμενη στην οικονομία δυνάμεων κατά τη μάχη.
Ας μου επιτραπεί να ομιλήσω και για την πιθανή προέλευση του ονόματος της ηρωικής οικογένειας των Καγιαμπήδων, που υπήρξαν αληθινοί άνδρες και έξοχοι πολεμιστές, πατριώτες ωφελήσαντες και μη ωφεληθέντες. Προ ετών ο λόγιος και ιστοριοδίφης, αείμνηστος τώρα, Νικόλαος Σταυρινίδης με πληροφόρησε ότι μέλος τουρκικής οικογένειας από τις λίγες, πέντε, που κατοικούσαν στο Αβδού, έδωσε δεύτερο όνο- μα πρόσθετο σε άνδρα καλλίφωνο της πολύκλαδης αυτής οικογένειας, το οποίο επικράτησε του πρώτου ονόματος. Από τις λέξεις Kaya = βράχος, βουνό και bülbül (μπιλμπίλ) = αηδόνι μπορούσε να προέλθει Kayabil – Kayabi – Καγιαμπής = o τραγουδιστής του βουνού, και στο βουνό οι ατίθασοι αυτοί άνδρες είχαν τα πολεμικά τους σκηνώματα. 
Αναφερόμαστε και στην πιθανή ταυτότητα του πρωταγωνιστή. Το ηρωικό μουλάρι επειδή ήταν ανθεκτικό, έξυπνο και πρόθυμο θα ανήκε στα ικανά να βαδίζουν σε ορεινούς τόπους συμπαθή και φιλότιμα κρητικά φοραδομούλαρα.
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης 4ος αι.π.Χ. στο σύγγραμμά του «Περί τα Ζώα ιστορίαι» 577b 30 (εκδ. «Κάκτος» αρ.205, σ.290-1) αναφέρεται στο μουλάρι κατά το χτίσιμο του Παρθενώνα, που διήρκεσε 15 χρόνια (447 – 432 π.Χ.).
« Οι ημίονοι ζουν πολλά χρόνια . έχει μαθευτεί για κάποιον που έζησε ογδόντα χρόνια. Ένας τέτοιος υπήρχε στην Αθήνα, όταν έχτιζαν εκεί το ναό . τον άφησαν ελεύθερο λόγω γηρατειών, αλλά εκείνος συνέχιζε να βοηθάει στο κουβάλημα και περπατούσε δίπλα στα άλλα ζευγάρια παροτρύνοντάς τα να δουλεύουν. Ψηφίστηκε λοιπόν ένα διάταγμα, που απαγόρευε στους σιτοπώλες να τον διώχνουν από τους πάγκους με το στάρι».
Ύστερα από 500 χρόνια ο ρήτορας Κλαύδιος Αιλιανός (περίπου 175 – 235 μ.Χ. ) στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος» ΣΤ 49 (εκδ.“Κάκτος” αρ.388, σ.114 -117) αντλώντας από τον Αριστοτέλη επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία:
« Στην Αθήνα, ένα γερασμένο μουλάρι απαλλάχτηκε των καθηκόντων του από τον κύριό του, όπως μας παραδίδει ο Αριστοτέλης, αλλά η φιλοπονία και η εργατικότητά του δεν του επέτρεπαν να εγκαταλείψει την εργασία, σύμφωνα με την ηλικία του. Έτσι, λοιπόν, την εποχή που οι Αθηναίοι κατασκεύαζαν τον Παρθενώνα, παρ’ όλο που ούτε έφερε ούτε τραβούσε φορτία, εκείνο, ακάλεστο και από μόνο του, πήγαινε μαζί με τα νεότερα μουλάρια καθώς πηγαινοέρχονταν, λες και περιφρουρούσε και παρότρυνε στη δουλειά, βαδίζοντας στο ίδιο μονοπάτι μαζί τους, σαν παλιός τεχνίτης, που η ηλικία έχει απαλλάξει από τη χειρωνακτική εργασία, αλλά του οποίου η πείρα και η διδασκαλία αποτελούν κίνητρο και προτροπή για τους νέους. Όταν, λοιπόν, το έμαθε ο δήμος, πρόσταξε τον κήρυκα να ανακοινώσει πως αν το ζώο πλησίαζε στα πίτουρα ή στο κριθάρι, να μην το εμποδίζουν, αλλά να του επιτρέπουν να τρώει κατά κόρον, και ο δήμος θα αναλάμβανε τη δαπάνη στο Πρυτανείο, σαν γέρο αθλητή, τρόπον τινά, που του δόθηκε το δικαίωμα σίτισης».

Κατά τη γνώμη μου, στην παγκόσμια ιστορία το «ιερό μουλάρι» («ημίονος ιερά») του Παρθενώνα (5ος αι.π.Χ.) και το μουλάρι του καπετάν Καγιαμπή από το Αβδού (19ος αι.μ.Χ.)αν και απέχουν περίπου 2300 χρόνια, εμφανίζουν ομοιότητες, «βίον παράλληλον» και τύχη κοινή. Και τα δύο συμμετέχουν πρόθυμα και αποτελεσματικά στην υπέρτατη κοινή προσπάθεια του λαού, το πρώτο κουβαλώντας αναγκαία μάρμαρα από την Πεντέλη στην Ακρόπολη, το δεύτερο πολεμοφόδια από τα μετόπισθεν στις προφυλακές. Και τα δύο τιμώνται ηθικά από το κοινωνικό σύνολο με αναγνώριση της προσφοράς τους. Και τα δύο σιτίζονται εφ’ όρου ζωής και δωρεάν, το πρώτο από το δημόσιο ταμείο της αρχαίας Αθήνας, και το δεύτερο από τους οπλαρχηγούς του Αβδού...

* O Zαχαρίας Σμυρνάκης είναι φιλόλογος, τ. διευθυντής Πειραματικού Γυμνασίου

ΠΗΓΗ
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως