4 Ιουνίου 2015

Το τραγούδι του Τσούλη «Τσούλη Μνήμα»


(Περιώνυμοι Κρήτες Μουσουλμάνοι)

ΤΟ «ΑΝΑΘΕΜΑ» ΤΟΥ ΤΣΟΥΛΗ ΣΤΑ ΛΑΣΙΘΙΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ

Στον δρόμο απ΄όπου συνήθως ανέβαινε ο αιμοχαρής Γενίτσαρος Τσούλης  και επιδιδόταν σε όργια σε βάρος των Χριστιανών της περιοχής. του Λασιθίου  μια ομάδα ψυχωμένων Λασιθιωτών αποφάσισε την εξόντωσή του. Του έστησαν λοιπόν ενέδρα στη θέση Σελί της Χορτασάς και τον δολοφόνησαν.
Στη συνέχεια έκοψαν το κεφάλι του και κρέμασαν στη σέλα του αλόγου του, αφήνοντας ελεύθερο το ζώο που επέστρεψε στο χωριό του Τσούλη, στους Ασκούς Πεδιάδας, μεταφέροντας την είδηση για την εξόντωση του γενίτσαρου. Το ακέφαλο πτώμα το έριξαν σε μια γούσπα και το κάλυψαν με χώμα και πέτρες. Πάνω στον πρόχειρο αυτό τάφο, οι Χριστιανοί που περνούσαν έριχναν από μια πέτρα που συνοδευόταν από την κατάρα «έτσι να πάνε όλοι οι Τούρκοι». Με την πάροδο του χρόνου σχηματίστηκε ένας μεγάλος πέτρινος σωρός οδηγώντας στην καθιέρωση νέου τοπονυμίου. Το Σελί της Χορτασάς μετονομάστηκε σε «Τσούλη Μνήμα» και καταγράφεται ως επίσημη ονομασία της θέσης και στην χαρτογράφηση της γεωγραφικής υπηρεσίας στρατού.ΠΗΓΗ http://www.kritikamonopatia.gr/?p=14700


Η παράδοση ως αντίδοτο στη λήθη
Η παράδοση συνεχίζει να τιμωρεί… Κι ας έχουν περάσει δυο αιώνες από τότε, ίσως και παραπάνω. Άλλωστε, το ιστορικό γεγονός το σκεπάζει το σύθαμπο του θρύλου. Ιστορία και μύθος μπερδεύονται γλυκά και μέσα από το άτακτο ανακάτεμά τους προκύπτει… ένα τραγούδι! Βλέποντας ένα μεσόκοπο βοσκό να πετά μια πέτρα με δύναμη και να φωνάζει «ανάθεμά σε», θυμήθηκα το τετράχρονο παιδί που κουβαλούσε από χιλιόμετρα μακριά το δικό του «πεσκέσι»: μια βαριά μαύρη σιδερόπετρα. Την πέταξε χωρίς να τολμήσει να προφέρει τη λέξη «ανάθεμα». Ήταν απαγορευμένη. Όπως κάθε λέξη που το αυστηρό ήθος του χωριού τη θεωρούσε βλαστήμια. Ναι, τιμωρεί η παράδοση. Τουλάχιστον όσο μπορεί να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, όσο δεν σκεπάζει η λήθη τα γεγονότα που σημάδεψαν τις ζωές των προηγούμενων γενεών. Και ο δυνάστης που βίαζε γυναίκες δεν έχει δικαίωμα να αναπαυτεί. Τον κυνηγά για αιώνες η μνήμη. Και συνεχίζει να τον πετροβολά ακατάπαυτα. Ο λόγος για τον Τσούλη. Έναν Γενίτσαροδυνάστη των κεντροανατολικών επαρχιών της Κρήτης. Είχε αδυναμία, λένε, στις όμορφες. Δηλαδή, παραβίαζε τον κώδικα της τιμής των κοινωνιών του κρητικού χωριού. Τσαλαπατούσε την ηθική τους. Κυριότερη πηγή ειδήσεων για τη ζωή και τη δράση του δεν είναι κάποια ιστορική αναφορά αλλά ένα παλιό τραγούδι, που σώθηκε σε κάμποσες παραλλαγές, όχι όμως ολόκληρο. Ωστόσο, το τραγούδι έχει τη δύναμη να διασώζει τα γεγονότα από τη λήθη και, παράλληλα, να τροφοδοτεί την ιστορική μνήμη, να τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Δεν είναι στατικό το δημοτικό τραγούδι. Πλάθεται και ξαναπλάθεται. Άλλες φορές επειδή ο αφηγητής δεν θυμάται όλους τους στίχους. Άλλες φορές επειδή δεν ταιριάζουν στα δικά του αισθητικά κριτήρια και άλλες επειδή νοιώθει και ο ίδιος τον έρωτα της δημιουργίας. Για την ταυτότητα του αιωνίως τιμωρούμενου Τσούλη ελάχιστα στοιχεία μας είναι γνωστά, παρά την φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλε το 1947-1948 ο στρατηγός Ι. Σ. Αλεξάκης, ο πρώτος που κατέγραψε τμήματα του τραγουδιού. Έχοντας ως πηγές ηλικιωμένους από τα χωριά του Οροπεδίου Λασιθίου, του Μεραμπέλλου και της Πεδιάδας, ο Αλεξάκης θεώρησε ως δεδομένο το έτος της εκδίκησης, το 1817. Δεδομένη θεωρεί και την ιστορία της οικογένειάς του. Σημειώνει ότι καταγόταν από την Κάτω Βάθεια, αυτό ήταν το χωριό του πατέρα του. Η μάνα του, λέει, ήταν από τη Ζίντα, ένα μικρό χωριό κοντά στο Αρκαλοχώρι. Και ο ίδιος κατοικούσε στους Ασκούς, κοντά στην αρχαία Λύκτο, κατάγναντι στα Λασιθιώτικα βουνά. 
Το ίδιο το δημοτικό τραγούδι είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά που μας έχει παραδώσει η δημώδης κρητική λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο τα δραματικά στοιχεία που τονίζονται. Είναι και η περιγραφική ζωντάνια, οι καθαρές εικόνες που μεταδίδει, είναι οι σαφείς δηλώσεις του ηθικού κώδικα. Ο Αγάς χρησιμοποιεί τη μουσική για να ασελγήσει. Ο ποιητής δεν θέλει, όμως, τις κοπελιές να γίνονται πειθήνια όργανα του δυνάστη:
Δεν εκάμαμε παζάρι  για να κοιμηθούμ’ ομάδι
φέρονται να λένε, χωρίς καμιά άλλη επεξήγηση. Στην περιγραφή του Τσούλη οι στίχοι παραδίδουν στη μνήμη την εικόνα ενός «φουντούλη» (κομψευόμενου) ευζωιστή. Περιγράφουν την πολυτελή ενδυμασία με τις τσόχινες βράκες, την άσπρη καμιζόλα, τα λευκά στιβάνια. Σπάνια σε δημοτικό τραγούδι δίνονται τόσες λεπτομέρειες για την αμφίεση ενός ανθρώπου. Μόνο στα τραγούδια του γάμου, στα παινάδια της νύφης μπορεί να το συναντήσει κανείς. Εκεί που η φροντίδα της ενδυμασίας κωδικοποιεί τη νοικοκυροσύνη. 
Η παραλλαγή τη Κασταμονίτσας:
 
Φρουκαστείτε μου λιγάκι
να σας πω για τον Τσουλάκη.
Δεν ακούσατε μια φάμα
στο Λασίθι είντα κάμα;
Ο Τσουλάκης ξεφαντώνει
κοπελιές ανεμαζώνει,
το βιολί κρατεί στη χέρα
και γλεντίζει νύχτα μέρα.
- Κοπελιές, να μη βαριέστε
και να ’ρθείτε να χορέψτε,
κοπελιές, κι αν κουραστείτε
το χορό μη σταματήστε,
κοπελιές, κι αν κουραστείτε
μετά μένα κοιμηθείτε.
- Δεν εκάμαμε παζάρι
για να κοιμηθούμ’ ομάδι.
Ο Τσαούχης κι άλλος ένας
εμισέψαν αποσπέρας
στο πουσί παν και καθίζουν
τ’ άρματά ντως καθαρίζουν.
Κι ο Τσουλάκης κατεβαίνει
ροδαρά ξεφουντωμένη
με τσι τσόχινες τσι βράκες
και τσι δυο του σελταμάκες
με την άσπρη καμιζόλα
την ασημωτή μπιστόλα
με τα δυο του γιαταγάνια
με τα γαλανά στιβάνια,
τα βιολιά του τα παντέρμα
στα μουλάρια κρεμασμένα
και την παραδοσακούλα
να φουσκών’ ως την καπούλα.
Μα στση Χορτασάς το Λάκκο
τον εθέσαν άνω κάτω
και την κεφαλή του κόψαν
στον τρουβά την ετρυπώσαν
στο σκαρβέλι την κρεμούνε
και στσ’ Ασκούς την-ε περνούνε
και στσ’ Ασκούς στο Καροπούλι.
-Ε, Μαριό, Κοκκινοπούλι
πρόβαλε να δεις τον Τσούλη
τον Αγά σου το Φουντούλη
 που τον έχουνε σφαμένο
στο μουλάρι κρεμασμένο.
Και προβαίνει απ’ αραμάδα
και την πιάνει λιγωμάρα
και προβαίνει απανωπόρτι
και τα μάτια καταπότη
και προβαίνει το καημένο
και πομένει λιγωμένο.
Σαν επρόβαλε στην πόρτα
εμαράθηκαν τα χόρτα.
- Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη
καπετάνιο και φουντούλη
απού σε ’χα αλλαμένο
σαν τη ροδαρά σασμένο.
Τσούλη, Τσούλη, κανακάρη
ποιος να σε ταιριάξει πάλι
το βιολί σου το καημένο
στο μουλάρι κρεμασμένο
σήκω, γιε μου, να το παίξεις
το κορμί σου ν’ ανασταίξεις.
Ο θρήνος της παλλακίδας
Στο τελευταίο μέρος του τραγουδιού, εκεί όπου ανακαλύπτει η Μαριώ την τραγική κατάληξη του φίλου της, οι στίχοι αποκτούν έναν έντονα δραματικό τόνο. Επαναλαμβάνει τέσσερις φορές το όνομα του σκοτωμένου και η επανάληψη αυτή μετατρέπεται σε σπαρακτική επίκληση και έκφραση αβάστακτου πόνου: Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη… Δεν είναι μόνο η ανάγκη να τηρηθεί το τροχαϊκό μέτρο. Η συνεχής επανάληψη ακούγεται σαν πολλαπλή επίκληση, σαν προσπάθεια αποτροπής του αναπότρεπτου. Άλλωστε, η επανάληψη του ονόματος του νεκρού δεν είναι ασυνήθιστη στα κρητικά μοιρολόγια. Οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν σπαρακτικές στιγμές, τη λιποθυμία, το μοιρολόι, τη δραματική ένταση που κορυφώνεται:
Σαν επρόβαλε στην πόρτα   /  εμαράθηκαν τα χόρτα.
Ο ποιητής προτιμά να μεταφέρει μια στερεότυπη εικόνα, αποκαλυπτική για την ένταση του πόνου. Στα δημοτικά μας τραγούδια τα χόρτα και τα δέντρα μαραίνονται μην αντέχοντας τον ανθρώπινο πόνο. Δεν λείπει, όμως, η ειρωνεία. Ο ποιητής δεν ενώνει τη φωνή του με το γυναικείο θρήνο, δεν δείχνει καθόλου να τον συμμερίζεται, δεν θρηνεί. Απεναντίας, κρατεί μια στάση ψυχρού παρατηρητή, χωρίς να κρύβει τη δική του ικανοποίηση για το γεγονός. Στην παραλλαγή που δημοσιεύομε το τραγούδι τελειώνει με μοιρολόι. Ο σκοτωμένος ήταν δεινός μουσικός. Βιολάτορας. Κρεμούσε το βιολί στο άλογο και γύριζε τα χωριά. Οι τελευταίοι στίχοι δηλώνουν απλά τη δεξιοτεχνία του στη μουσική. Η παλλακίδα αναρωτιέται ποιος μπορεί να «ταιριάξει» το κομμένο κεφάλι με το σώμα που αγνοείται για να πιάσει πάλι το βιολί και να παίξει. Ίσως τότε η μουσική να κάνει το θαύμα της: να «ανασταίσει» το νεκρό σώμα… 

ΠΗΓΗ

Κείμενο ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως