7 Απριλίου 2015

Παπά - Θανάσης Πουλακάκις - Ο παπάς του Αμαρίου που πολεμούσε με το τουφέκι

Σχεδόν όλη του η ζωή ήταν ταυτισμένη με τη ζωή του ιερωμένου, στην οποία εντάχθηκε από τα 8 του χρόνια. Επί δεκαετίες υπηρέτησε ως ιερωμένος στην επαρχία Αμαρίου. Αλλά όταν χρειάστηκε, πήρε το όπλο στο χέρι για να υπηρετήσει τα δίκαια της πατρίδας.
Ο παπά Θανάσης Πουλακάκις του Μιχαήλ έζησε μια ζωή γεμάτη δυσκολίες, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του. Κι αυτές, ίσως, οι δυσκολίες τον οδήγησαν στο να προσφέρει στο συνάνθρωπο και στην πατρίδα του. Τις φωτογραφίες από την ιερατική ζωή του, που δημοσιεύομε σήμερα, αλλά και τις πληροφορίες για τον ίδιο μας έδωσε ο εγγονός του Αθανάσιος Ιπποκρ. Πουλακάκης, υπάλληλος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηρακλείου. Μαζί με ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του παππού του μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 1920. Το κείμενο είχε γράψει ο παπά Θανάσης στο περιθώριο ενός Ευαγγελίου και βρέθηκε από τον επίσης εγγονό του Μιχάλη Γεωργίου Βοσκάκη.
Ο Αθανάσιος Πουλακάκις γεννήθηκε το 1886 στο Τυμπάκι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εγγονού κ. Αθ. Πουλακάκη, ο πατέρας του Μιχαήλ είχε γεννηθεί στη Νίθαυρη της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Κρήτη, η οικογένεια του Μιχαήλ αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Τυμπάκι, όπου ο ίδιος παντρεύτηκε τη Χρυσούλα Βασιλάκη. Ο Μιχαήλ πέθανε όμως νωρίς κι άφησε τρία ορφανά, τον Θανάση, τον Γιώργο και την Αθηνά. Με τη βοήθεια ενός θείου του ο μικρός Θανάσης, σε ηλικία μόλις 8 ετών, βρέθηκε στην Παλαιστίνη και την Αλεξάνδρεια, όπου είχε και τις πρώτες του επαφές με την οργανωμένη θρησκευτική ζωή. Στην Κρήτη βρέθηκε και πάλι όταν ήταν πλέον 19 ετών. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους, στις μάχες του Σκρα και άλλων περιοχών του μετώπου της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Συμμετείχε στο σώμα των Γαριβαλδινών, που είχε συγκροτήσει ο Ιταλός φιλέλληνας πολιτικός Γαριβάλδι. Ήταν ήδη ιερέας και για τη δράση του πήρε τον τιμητικό τίτλο του έφεδρου υπολοχαγού ιερέα, που συνοδευόταν μαζί μ' ένα μετάλλιο. Το δίπλωμα που του απονεμήθηκε στις 25 Μαρτίου 1914 φέρει την υπογραφή του τότε πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου. Αργότερα, κατά τη γερμανική κατοχή, συμμετείχε στην εθνική αντίσταση, και μάλιστα τιμήθηκε για τη δράση του.
Είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Νίθαυρη Αμαρίου, απ' όπου καταγόταν η οικογενειά του, απέκτησε 8 παιδιά, τον Ιπποκράτη (1904), την Κατίνα (1908), τη Χρυσούλα (1912), τον Νικηφόρο (1914), την Άννα (1917), τον Γιάννη 1922, τον Μιχάλη, που πέθανε σε ηλικία 18 ετών , κι ένα ακόμη που πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Εξαιτίας της παραμονής του στα Ιεροσόλυμα, τα πρώτα χρόνια που έφυγε από το χωριό του, γνώριζε γαλλικά και αραβικά, ενώ ήταν άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής.
Το 1957 τιμήθηκε από την Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων για τη μακρά διακονία του στην εκκλησία. Του απονεμήθηκε τοοφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Η αυτοβιογραφική του αναφορά
Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του φιλοξενούμε το κείμενο που ο ίδιος είχε γράψει στο περιθώριο ενός Ευαγγελίου:
"Γεννήθηκα στο Τυμπάκι Πυργιωτίσσης το έτος 1885. Ο πατέρας μου κατήγετο από το χωρίον Νίθαυρις και εκ της γενεάς των Οθωμανών Πουλακάκιδων, οι οποίοι κατήγοντο από τα Πλατάνια της επαρχίας Αμαρίου. Το ιστορικό έχει ως εξής:
 O πατέρας του πατέρα μου δηλ. ο παππούς μου, (Δημήτριος Πουλακάκις) βαπτίσθηκε Χριστιανός και οι Τούρκοι στο Βυζάρι τον βασάνισαν και τον έδειραν αλύπητα για να εγκαταλείψει τη Χριστιανική Θρησκεία, αλλά αυτός εφώναζε: "Δημήτρης εβαπτίστηκα και Δημήτρης θα πεθάνω".
 Στο σπίτι της Μαμαγγίνας στο Βυζάρι που βασανίστηκε, για πολλά χρόνια φαινότανε τα αίματα εκ των ραβδισμών, στους τοίχους του σπιτιού.
 Ο παππούς μου (Δημήτριος Πουλακάκις) μετά ήρθε στη Νίθαυρη, παντρεύτηκε και απέκτησε τον πατέρα μου (Μιχάλη Πουλακάκι) καθώς και άλλα παιδιά. Συγγενική Οθωμανική οικογένεια ευρίσκετο στα Περβόλια Ρεθύμνης.
 Η μητέρα μου κατήγετο από το γένος των Βασιλάκηδων και κατοικούσε στο Τυμπάκι Πυργιωτίσσης.
 Ο πατέρας μου στη Νίθαυρη ήταν πάμπτωχος και μετώκησε στο χωριό της μητέρας μου (Τυμπάκι) αφού πούλησε την περιουσία του που ήταν 300 ριάλια=3 εικοσόφραγκα χρυσά.
 Ο πατέρας μου Μιχάλης απέκτησε με την Μητέρα μου 3 παιδιά: τον Γεώργιο, την Αθηνά και εμένα.
 Έμεινα ορφανός από πατέρα και μητέρα όταν ήμουν 4 ετών και τους οποίους δεν γνώρισα. (Τη χρονιά εκείνη φοβερή ελονοσία μάστιζε τους ανθρώπους με πολλά θύματα).
 Η μητέρα μου είχε έναν αδελφό καλόγερο στην Πάτρα, όπου εκεί ήταν νεοκόρος στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
 Οι συγγενείς μου λοιπόν του έγραψαν να έλθη αμέσως από την Πάτρα να δουν τι θα γίνουν τα ορφανά. Ήλθε και μας παρέλαβε, τον αδελφό μου Γεώργιο τον έβαλε στο Ορφανοτροφείο του Χατζηκώστα στον Πειραιά, την αδελφή μου Αθηνά στο Ορφανοτροφείο της Αμαλίας στην Αθήνα, εμένα δε, επειδή ήμουν πολύ μικρός με είχε μαζί του στην Πάτρα όπου και έμαθα σε μια δασκάλα τα πρώτα γράμματα.
 Μέχρι το 1893 (δηλ. 8 χρονών) έμεινα στην Πάτρα στο σχολείο του Πικραμένου, οπότε τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου με πήρε και με πήγε στα Ιεροσόλυμα επί Πατριαρχείας αοιδίμου Γερασίμου.
 Εκεί μ' έβαλε υποτακτικό σ' ένα ηγούμενο ονόματι Σαμουήλ, εις Αγ. Δημήτριο όπου παρακολουθούσα μαθήματα της Ιερατικής Σχολής από τον Σχολάρχη Αντώνιον, καταγόμενο εκ Χίου.
 Κατόπιν ο ηγούμενος Σαμουήλ διορίζεται σ' ένα χωριό της Παλαιστίνης Ταϊπέ και με πήρε μαζί του, έτσι όμως εγκατέλειψα τα μαθήματα της Ιερατικής Σχολής και έμεινα στο χωριό Τάϊπε.
 Σε διάστημα δύο χρόνων, χωρίς ο θείος μου να ενδιαφερθεί καθόλου για την τύχη μου, βρισκόμουνα σε ελεεινή κατάσταση, πεινασμένος, ψιριασμένος. Αναγκάστηκα λοιπόν να φύγω μόνος μου από τον ηγούμενο Σαμουήλ και πάω σε άλλον ηγούμενο στην Ιεριχώ.
 Εκεί ήταν μία γυναίκα εκ Ρωσίας ονόματι Βαρβάρα, όπου μόλις με είδε σ' αυτή την κατάσταση μου είπε να μείνω κοντά τους.
 Αμέσως μου έραψε ρούχα και θυμάμαι καλά ότι έβαλε και μου ξύρισαν τελείως το κεφάλι μου από τις ψείρες που είχα, έμεινα έτσι εκεί πολύ καιρό. Ο θείος μου έμαθε ότι είχα φύγει και παρ' ότι εγώ ήθελα να μείνω, εκείνος με χίλιες υποσχέσεις ότι θα με βάλει σε σχολείο να παρακολουθήσω μαθήματα, με επίεσε να τον ακολουθήσω και αντί να με πάει στα Ιεροσόλυμα με πήγε σε μια Μονή του Αββα Θεοδοσίου όπου ήταν ένας ηγούμενος Κρητικός.
 Εκεί πάλι νέα βάσανα, έμεινα με πολλές παρακλήσεις οκτώ μήνες και κατόπιν με παίρνει και αντί να με πάει πάλι στα Ιεροσόλυμα, με πήγε στη Βηθλεέμ όπου βοηθούσα τον καντυλανάφτη του Αγίου Σπηλαίου. Εκεί επί τέλους με έβαλε σ' ένα Λατινικό Ορφανοτροφείο και πλήρωνε 10 Ναπολεόνια τον χρόνο. Όλα αυτά τα έκανε διότι ήταν πολύ φιλάργυρος και αν πήγαινα στα Ιεροσόλυμα μετά δύο χρόνια ήθελα εισαχθώ στην Θεολογική Σχολή Σταυρού, οπότε έπρεπε να πληρώνει για να τελειώσω 70 εικοσόφραγκα και για να κερδίσει ήθελε να μάθω κάτι δωρεάν. Αφού είδα πλέον ότι δεν θα μπορέσω να εισαχθώ στην Ιερατική Σχολή, είπα στον θείο μου:

"Δώσε μου 10 εικοσόφραγκα να φύγω στο εξωτερικό και όπως ο Θεός με φωτίσει.

Έτσι λοιπόν χωρίς καλά να το σκεφθώ στέλνει μ' ένα καλόγερο τα ζητηθέντα χρήματα και έτοιμος πια, την Κυριακή των Μυροφόρων του 1901 (σε ηλικία 16 ετών) φεύγω για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με σύσταση και γράμμα του αοιδίμου πατριάρχη Δαυλιανού (ο οποίος με γνώριζε γιατί είχε κάνει Μητροπολίτης Βηθλεέμ), προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιον.
 Αλλά όμως δεν ήλπιζα στην σύσταση αυτή παρά μόνον στις δυνάμεις μου, γιατί γνώριζα Αραβική και Γαλλική γλώσσα κι έτσι αμέσως γνωρίστηκα με κάποιον Κύπριο καφετζή ο οποίος μου είπε ότι απέναντι από το μαγαζί του ένα κατάστημα ζητά υπάλληλο να γνωρίζει ξένες γλώσσες και να έχει καλές συστάσεις. Του είπα λοιπόν ότι γνωρίζω ξένες γλώσσες και ότι έχω σύσταση από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας και του εφάνη περίεργον.
 Έτσι λοιπόν με κάλεσε ο προϊστάμενος του Γραφείου Νικήτας Ιωάννου Γοκλίκης ή Τοκλίκης και με ρώτησε: πώς λέγομαι, από πού είμαι, τι γνώσεις και τι συστάσεις έχω στα χέρια μου. Εγώ του είπα τα καθέκαστα και αυτός μου είπε:"Αύριο να έλθεις να πιάσης δουλειά".
 Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο κατάστημα και αυτός μ' έστειλε γραμματέα σ' ένα υποκατάστημά του. Εκεί ήμουν τίμιος ευσυνείδητος και απέκτησα την αγάπη όλων, ο μισθός δεν ήταν 5 εικοσόφραγκα τον μήνα. Αλλά όμως, "άλλαι αι βουλαί ανθρώπων, άλλα ο Θεός κελεύει".
 Τον Απρίλη του 1903 (18 χρονών) έρχεται η επιθυμία μου να επισκεφθώ την Κρήτη να γνωρίσω τους συγγενείς μου και γι' αυτό ζητώ άδεια και ο προϊστάμενος μου δίδει με ευχαρίστηση ένα μήνα.
 Μόλις έφθασα στην Κρήτη και μάλιστα στην Νίθαυρηστο χωριό του πατέρα μου, όλοι οι συγγενείς επέμεναν να μην φύγω, ήθελαν να με παντρέψουν εκεί και να με κάνουν παππά στο χωριό τους γιατί δεν είχα. Διερχόμενος από το χωριό ο αοίδιμος Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Αγαθάγγελος τους είπε καθαρά:"Για παππάς μόνο ο Αθανάσιος ταιριάζει και γι' αυτό φροντίστε να τον παντρέψετε και να μου τον στείλετε να τον χειροτονήσω".
 Μόλις έφυγε από το χωριό ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κύρου Αγαθάγγελος μου πρότειναν γάμον και μου έφεραν από την οικογένεια των Τσουπάκηδων μια γυναίκα, δέχθηκα και παντρεύτηκα την Μαρία στις 31 Αυγούστου 1903 σε ηλικία 18 χρονών. Εκείνα τα χρόνια στα χωριά που χειροτονήθηκα υπήρχε πολύ φτώχεια, οι διευθύνοντες δε τότε τις τύχες της Εκκλησίας ήταν ο Βοσκοτσαγκάρης (όνομα και πράμα) και ο Αλεβιζογιάννης.
 Αυτοί λοιπόν έβαλαν κάθε οικογένεια να πληρώνει 2 δραχμές τον χρόνο και 10 λεπτά να παίρνω για τον αγιασμό.
 Στο χωριό μου ήταν τότε 75 οικογένειες, φανταστήτε λοιπόν σε ποια οικονομική κατάσταση βρισκόμουνα ρακένδυτος και ανυπόδιτος.
 Μια μέρα επί τέλους απεφάσισα να ασχοληθώ με κάποια άλλη εργασία γιατί τα έξοδα ήταν πολλά ένεκα που απέκτησα 5 παιδιά και έπρεπε να τα μορφώσω.
 Σκέφθηκα λοιπόν ότι η μόνη εύκολη τέχνη ήταν του ξυλουργού και αμέσως αγοράζω ένα σκεπάρνι κι ένα πριόνι κι άρχισε να δουλεύω.
 Κάθε μέρα πήγαινα και καλύτερα και συν τω χρόνω έγινα τέλειος μαραγκός με υπαλλήλους, κέρδιζα πλέον αρκετά χρήματα και τα οικονομικά μου πήγαιναν καλά.
 Έφτιασα πολλά σπίτια του χωριού μου καθώς και στο χωριό Αη-Γιάννη.
 Το 1912 άρχισε ο βαλκανικός πόλεμος, φεύγω λοιπόν από την Κρήτη πηγαίνω στην Ήπειρο και λαμβάνω μέρος στο Γαρυβαλδινό Σώμα (του Ιταλού Φιλέλληνα Γαριβάλδη), υπό τον Συν/ρχη Αλέξανδρο Ρώμα.
 Ερχόμενος κατόπιν από τον βαλκανικό πόλεμο πίσω στο χωριό βρίσκομαι χωρίς δουλειά.
 Με τον βουλγαρικό πόλεμο και κατόπιν το 1914 που άρχισε ο Ευρωπαϊκός πόλεμος (Α' Παγκόσμιος), υπήρχε μεγάλη ακαταστασία και δεν ευρίσκοντο υλικά προς οικοδομήν.
 Απεφάσισα λοιπόν να διορισθώ δάσκαλος για να εξοικονομήσω τα προς τα ζειν γιατί η οικογένειά μου εμεγάλωνε, καθ'όσον είχα 6 παιδιά, ήθελα να τα στείλω στο Γυμνάσιο και κάθε μέρα είχα κι άλλα έξοδα.
 Διορίστηκα λοιπόν δάσκαλος στο διπλανό χωριό Κουρούτες στις 29 Νοεμβρίου 1916 και παρέμεινα σ'αυτή τη θέση μέχρι το 1920, οπότε υπέβαλα την παραίτησή μου.
 Κι αυτό γιατί τα κόμματα ήταν άνω-κάτω, προέβλεψα την πτώση του Ελ. Βενιζέλου για να μην υποστώ τον χλευασμό του κόσμου.
 Ετσι λοιπόν ασχολούμαι με άλλη εργασία, το εμπόριο, στο οποίο έδειξα αρίστη διαγωγή, τιμιότητα στις συναλλαγές μου και έτσι έφτιασα την περιουσία μου.
 Εν τω μεταξύ είχε τελείωσε το Γυμνάσιο ο Ιπποκράτης και πηγαίνει δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ως Γιατρός, κατόπιν όμως ένεκα του κινήματος των Αθηνών και της ακαταστασίας του κράτους, φεύγει από το Πανεπιστήμιο και κατατάσσεται στον Στρατό ως έφεδρος Ανθυπολογαγός.
 Δίδει εξετάσεις, εισέρχεται στην σχολή Υπαξιωματικών από την οποία εξέρχεται πια Μόνινος Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού το έτος 1929".

ΠΗΓΗ αναδημοσίευση από 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως