9 Ιανουαρίου 2015

Κρητικά παραμύθια «Το παραμύθι της Φτώχειας και του Θανάτου».

 Το παραμύθι της Φτώχειας (Παραλλαγή Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης)
Τον πολύ παλιό καιρό η Φτώχεια ήταν μάστορας, σιδεράς και πεταλωτής. Όταν
περνούσε μια φορά ο Χριστός κοντά από το χωριό του με το γάιδαρό του και ζητούσε
μάστορα να του τον πεταλώσει, τον οδήγησαν στο μαγαζί της Φτώχειας. Επετάλωσε
λοιπόν το γάιδαρο του Χριστού και ο Χριστός, άμα τον πλήρωσε, είχε ευχαριστηθεί από τη δουλειά του και του είπε πως είναι ο Χριστός και ό,τι θέλει να του το χαρίσει.
Ο Απόστολος Πέτρος ήταν κοντά και είπε στη Φτώχεια να ζητήσει τη Βασιλεία των Ουρανών, όταν θα πεθάνει, αλλά αυτός δεν το δέχτηκε˙και επειδή στο μαγαζί του απέξω είχε μια καρυδιά και του τρώγαν τα παιδιά τα καρύδια, εζήτησε από το Χριστό όποιος βγει στην καρυδιά να μη μπορεί να κατεβεί, εχτός και το ζητήσει αυτός. 
ΟΧριστός είπε: «Το έχεις. Τι άλλο θέλεις;». Πάλι ο Πέτρος τού σύστησε να ζητήσει τη
Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αυτός πάλι δε δέχτηκε. Είχε ένα πάγκο στο μαγαζί του
και τα παιδιά τον επείραζαν, όταν δούλευε. Εζήτησε από το Χριστό (ότι) να μη μπορεί να φύγει όποιος κάθεται στον πάγκο, εχτός αν το θελήσει αυτός∙ για να βάλει τα παιδιά να κάθονται εκεί και να μη μπορούν να τον πειράζουν. Πάλι ο Χριστός του είπε ότι και αυτό το έχει και τον ρώτησε: «Τι άλλο θέλεις;». Και πάλι ο Πέτρος του είπε να ζητήσει τη Βασιλεία των Ουρανών και πάλι αυτός δε δέχτηκε. Είχε ένα σακουλάκι μικρό και έβαζε τα λεφτά του και έβαζε λίγα. Και όταν κοιμόταν, του τα έκλεβε η γυναίκα του και τα παιδιά του. Και ζήτησε από το Χριστό (ότι) να βάζει το σακούλι ό,τι ποσότητες θέλει και να μην μπορούν να φύγουν, εκτός αν το θελήσει αυτός. Τότε του είπε ο Χριστός ότι δεν δικαιούται να του ζητήσει άλλο τίποτε και εξαφανίστηκε.
Όταν ήρθε ο καιρός να πεθάνει, επειδή δεν είχε ζητήσει τον Παράδεισο, εστείλανε από την Κόλαση μερικούς διαόλους να πάρουν την ψυχή του. Τον βρήκανε στο μαγαζί του και του ’πανε να ετοιμαστεί να τον πάρουνε. Αυτός τους είπε: «Μέχρι να τελειώσω τη δουλειά μου, εβγήτε στην καρυδιά να φάτε καρύδια, μέχρι να ετοιμαστώ». Αλλά είχε χάρισμα από το Θεό να μην μπορεί να φύγει κανείς από την καρυδιά, εχτός να το θελήσει αυτός. Πύρωσε ένα σίδερο και πήγε και τους έκαψε. Αυτοί εκλαίγανε και του ’πανε να τους αφήσει να φύγουν και δεν θα τον πειράξουν. Αυτός τους άφησε και φύγανε και πήγανε στην Κόλαση και το ’πανε στον αρχηγό τους. Αυτός εσχημάτισε μια ομάδα με περισσότερους, μετά από χρόνια, να πάνε να τον φέρουν. Μόλις πήγαν - πήγαν πάλι και αυτοί - και αυτός τους είπε να καθίσουν στον πάγκο να τον περιμένουν να τελειώσει τη δουλειά του. Μόλις καθίσανε στον πάγκο, πύρωσε πάλι ένα σίδερο και τους έκαιε. Έκανε και πάλι συμφωνία να τους αφήσει ήσυχους να φύγουν και να μην τον πειράξουν. Και αυτοί εγύρισαν πάλι στον αρχηγό τους και του είπανε τι πάθανε και αποφάσισαν να πάνε να τον πάρουν.
Μόλις πήγαν στο μαγαζί της Φτώχειας, του είπαν πως θα τονε πάρουν αμέσως.
Αυτός γέλασε και τους έδειξε το μικρό σακουλάκι και τους είπε ότι μπορεί να βάλει όλο το σίδερο του κόσμου εκεί μέσα. Και είπε του αρχηγού: «Εσύ τι μπορείς να κάμεις;».
Λέει: «Αν μπορείς εσύ να βάλεις όλο το σίδερο του κόσμου μέσα εκεί, εμείς μπορούμε να μπούμε όλοι μέσα.» Και λέει η Φτώχεια: « Έλα να δούμε». Και όπως κράταγε το σακουλάκι, μπαίνει πρώτος ο αρχηγός και ακολουθούν και οι άλλοι διαόλοι. Και όπως  ήταν και σ’ αυτόν το θεϊκό χάρισμα να μην μπορεί κανείς να βγει έξω, εκτός αν ο ίδιος το θελήσει, αυτός πήρε το σακουλάκι, το έβαλε πάνω στο αμόνι, και νά με τον παραγιό να τον χτυπάνε με την βαρε‹ιά›!
Οι δαίμονες φώναζαν να τους αφήσει, αλλά αυτός έδωσε το σακουλάκι στον
παραγιό του να τους πετάξει στον ποταμό. Ο παραγιός τούς πέταξε και το σακουλάκι
μπέρδεψε σε κάτι κλαδιά και έμεινε εκεί. Οι διαόλοι λείψανε από τον κόσμο και
επικράτησε ειρήνη στον κόσμο και δεν εργάζονταν τα δικαστήρια. Στο τέλος μάθανε οι δικηγόροι ότι η Φτώχεια τούς έχει κλείσει στο σακούλι και πήγαν και τον παρακάλεσαν να τους αφήσει και να συμφωνήσει μαζί τους να μην τον ξαναπειράξουν ποτές.
Αυτός επήγε και ο αρχηγός τού υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πάρει και άνοιξε το σακούλι και φύγανε και αρχίσανε πάλι να κάνουν τα κακά που κάνουνε στον κόσμο.
Αλλά ήρθε ο καιρός που η Φτώχεια πέθανε και πήγε στον Παράδεισο και είπε
στον Απόστολο Πέτρο να του ανοίξει να μπει. Και ο Πέτρος του είπε: «Δεν μπορείς να μπεις, γιατί, όταν σου έλεγα να ζητήσεις τον Παράδεισο, εσύ ζητούσες για την καρυδιά σου και τα σακούλια σου. Και θα πας στην Κόλαση, είναι οι πόρτες ανοιχτές να μπεις μέσα. Αλλά μόλις έφτασε στην Κόλαση τον είδε ο αρχηγός των διαόλων και είπε στους διαόλους: «Η Φτώχεια έρχεται. Κλείστε καλά όλες τις πόρτες και τις τρύπες να μη μπει μέσα, γιατί ποιος ξέρει τι θα μας καταφέρει πάλι.»
Και επειδή δεν τον δέχτηκαν ούτε στον Παράδεισο ούτε στην Κόλαση
αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη γη και πειράζει τους ανθρώπους και ο κόσμος
παρακαλεί να φύγει από τον κόσμο και όπου θέλει να πάει, ή στον Παράδεισο ή στην
Κόλαση.

Η παραπάνω αφήγηση, που έδωσε το έναυσμα για τη μελέτη μας, έχει καταγραφεί το
1968, από την τότε μαθήτρια του Γυμνασίου Σπηλίου Ελένη Νιουράκη, και
περιλαμβάνεται στο Αρχείο που παραχώρησε ο Ρεθεμνιώτης φιλόλογος στο
Εργαστήριο Μελέτης Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πρόκειται για την τοπική παραλλαγή από την Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης ενός παραμυθιού πολυταξιδεμένου στο χώρο και το χρόνο. Η προφορική αφήγηση έγινε από τον Εμμανουήλ Νιουράκη που ήταν εκείνο τον καιρό πενήντα δύο ετών.4
Το παραμύθι της Φτώχειας φαίνεται αρκετά επίκαιρο στις μέρες μας. Μερικές φορές
μάλιστα με τη μορφή του εικονογραφημένου βιβλίου, χρησιμοποιείται για να εξηγήσει στους νεαρούς αναγνώστες την οικονομική κρίση της εποχής μας∙ πρόκειται για μια αναβίωση της αιτιολογικής πτυχής που περιέχει αυτό το παραμύθι. Άλλοτε, πάλι, το συναντούμε με τη μορφή της λαϊκής αφήγησης σε συλλογές λαογραφικού ενδιαφέροντος σε όλη την Ευρώπη ή το ακούμε από τους σημερινούς νεοαφηγητές.
Αλεξάνδρα Ζερβού
Καθηγήτρια
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Κρήτης
 ΠΗΓΗ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως