15 Οκτωβρίου 2010

Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη

Ο μπάρμπα Μπατζελιός (Παντελής), πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, συνέθεσε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, ένα έπος 1034 στίχων, που το υπαγόρευσε στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος το κατέγραψε, γιατί ο ίδιος ο μπάρμπα Μπατζελιός ήταν εντελώς αγράμματος (το θυμόταν όλο απ’ έξω, όπως οι αρχαίοι επικοί ποιητές).
Το συγκλονιστικό στιγμιότυπο της αφήγησης περιγράφεται από τον Αναγνώστη (που προφανώς ήταν κι αυτός ριμαδόρος, δηλαδή λαϊκός ποιητής) στο συγκινητικό επίλογο του ποιήματος.
 Εάν δεν υπήρχε το τραγούδι τούτο και το σχετικό κεφάλαιο της ιστορίας του Παπαδοπετράκη που το συνέγραψε συγκεντρώνοντας εκατό χρόνια αργότερα διάσπαρτα στοιχεία από την παράδοση, πιθανόν η επανάσταση του Δασκαλογιάννη να είχε λησμονηθεί εντελώς.

Εκτός από την ιστορική και την ποιητική αξία του έργου, εντυπωσιακά είναι τα κοινά στοιχεία του με την αρχαία επική ποίηση και ιδιαίτερα με τα ομηρικά έργα μεταξύ των άλλων, η επανάληψη κάποιων φράσεων ή, σπάνια, και ολόκληρων στίχων (απαραίτητο για κάποιους που δεν έγραφαν, αλλά μόνο θυμούνταν απ’ έξω τόσες εκατοντάδες στίχους), καθώς και το ότι ξεκινά με επίκληση του ποιητή στο Θεό να τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας την προσπάθειά του, όπως ο Όμηρος ξεκινούσε με τη γνωστή επίκληση στη Μούσα. Από τα κυριότερα κοινά στοιχεία όμως είναι η εξιστόρηση των μαχών, ο τρόπος περιγραφής του ήρωα και η αφήγηση των διαλόγων και των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν έχει στο νου του μόνο να εξιστορήσει τα γεγονότα, αλλά αναδημιουργεί, με γνήσιο λογοτεχνικό πνεύμα, μέσα στο έργο του ολόκληρο τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται η τραγωδία γράφει ένα έμμετρο μυθιστόρημα.
Το 1978 ο αξέχαστος παπά Άγγελος Ψυλλάκης ηχογράφησε μεγάλο μέρος του τραγουδιού, σε παραδοσιακό σκοπό, στο δίσκο Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001).
Εμείς το παίρνομε από το εξαίρετο βιβλίο του Σφακιανού δημοσιογράφου, ερευνητή και συγγραφέα Πάρι Στ. Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978) σε μερική αντιπαραβολή με την έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) και το μεταφέρομε στη σημερινή ορθογραφία. Για τις υποσημειώσεις συμβουλευτήκαμε αρκετές φορές το αναλυτικό γλωσσάρι του βιβλίου.
Στην πλήρως σχολιασμένη, ιστορικά και φιλολογικά, έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) επισημαίνονται τρεις ανακρίβειες στα ιστορικά στοιχεία που δίδει ο μπάρμπα Μπατζελιός:
Ότι οι Σφακιανοί δεν ήταν απαλλαγμένοι από φόρους, όπως αναφέρεται στο Τραγούδι, ότι ο Πρωτόπαπας, που ήταν θείος του Δασκαλογιάννη, συνελήφθη στα Σφακιά, σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές της εποχής, και όχι συνοδεύοντας το Δασκαλογιάννη, μαζί με τους άλλους, στο Ηράκλειο, ότι το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη συνέβη όχι αμέσως, αλλά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο αιχμαλωσίας (17 Ιουνίου 1771).
Κατά τον ίδιο το σχολιαστή, οι ανακρίβειες αυτές (παρόλο που πρέπει να κάνουν τον ιστορικό ερευνητή προσεκτικό στην αξιοποίηση του Τραγουδιού) καθόλου δε μειώνουν την αξία του ποιήματος· αντίθετα, «αναβαθμίζουν λογοτεχνικά την πραγματικότητα», εκφράζοντας καθαρότερα αυτά που όφειλε ο ποιητής να τονίσει.
(πρώτο μέρος)

Θε μου, και δώσ’ μου φώτιση, καρδιά σαν το καζάνι,
να κάτσω να συλλογιαστώ το Δάσκαλο το Γιάννη,
Θε μου, και δώσ’ μου λογισμό και μπόρεση ν’ αρχίξω,
το Δάσκαλο τον ξακουστό πρικιά να τραγουδήξω,
Θε μου, και δώσ’ μ’ απομονή και νουν εις το κεφάλι,
ν’ αναθιβάλω και να πω και τω Σφακιώ τα βάλη. Ο Μπέης απού τη Βλαχιά κι ο Μπέης ’πού τη Μάνη
κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη,
οπού ’τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη,
με την καρδιά ντου ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη[1].
Κάθε Λαμπρή και Κυριακή έβανε το καπέλο
και του Πρωτόπαπά ’λεγε «Το Μόσκοβο[2] θα φέρω,
να τα συντράμει τα Σφακιά, τσι Τούρκους να ζιγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τώνε δώσου.
Κι όσ’ απ’ αυτούς το θέλουσι στην Κρήτη ν’ απομείνου,
σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου.»
Μά ’λεγε κι Πρωτόπαπας «Δάσκαλε, είντα λογιάζεις;
Θα τα σκλαβώσεις τα Σφακιά μ’ αυτά που λογαριάζεις.
Κι άνε ντο μάθ’ ο βασιλιάς[3], Τουρκιά θα μάσε φέρει,
να δίδομε δωσίματα[4] σαν κι εις τα κάτω μέρη,
να δίδομε δωσίματα, να δίδομε χαράτσια,
και θα μας πέψει μονομιάς τρακόσια μπαϊράκια,
να μπούμε στα δωσίματα, χαράτσια κάθε χρόνο.
ποιοί δεν πλερώνου τζερεμνιά[5]; Οι Σφακιανοί ’νιαι μόνο!
Δάσκαλε Γιάννη, σώπασε, την Κρήτη μην ξεβγάλεις[6],
Τα παλληκάργια τω Σφακιώ εις τη φωθιά θα βάλεις.»
«Σώπαινε μπλιο, Πρωτόπαπα, μα ύστερις γ-ή πρώτα,
εγώ θα πάω το σταυρό εις τω Χανιώ την πόρτα,
εγώ θα πάω το σταυρό στην πόρτα να κολλήσω
και με τσι λεμονόκουπες όξω να τσι πορίσω.
Δε δίδω ’γώ δωσίματα, δε δίδω ’γώ χαράτσια,
κι ας μάσε πέψ’ ο βασιλιάς χιλιάδες μπαϊράκια.
Ας μάσε πέψ’ ο βασιλιάς ασκέργια και πασάδες,
έχουσιν άντρες τα Σφακιά άξιους πολεμιστάδες,
έχουσιν άντρες τα Σφακιά άξιους και παλληκάργια
να θαλασσώσουν την Τουρικά , να τήνε φάν’ τα ψάρια,
ούλης τση Κρήτης την Τουρκιά στη θάλασσα να ρίξου
και λίγους να τσ’ αφήσουνε στσι χώρες[7] να γυρίσου,
και με τσι πρώτους του Μωργιά[8] έχομε συφωνίες
τσι Τούρκους να τσι διώξομε, να πάσι στσι χ-Ιντίες.
Με τσι Βλαχιάς τον Πρίντζιπα έχομε μιλημένα
Τούρκο να μην αφήσομε στον τόπο μας κιανένα,
κι ο Μόσκοβος ογλήγορα καράβια θε να πέψει,
τσι δουλωμένους χρισθιανύς γιαμιά να ξεμιστέψει[9].»
Δείχνει του και τα γράμματα πού ’χε ’πό τση Ρωσίας
κι απού το Μπέη του Μωργιά και Μπέη τση Βλαχίας,
που μέσα κει του λέγασι «Δάσκαλε, χαζιρεύγου[10],
καράβια ’πού το Μόσκοβο κι ασκέργια θα κατέβου?
και σαν ακούσεις πόλεμο σε τούτα δα τα μέρη
να ξεκινήσεις το ευτύς με ούλο σου τ’ ασκέρι,
τα παλληκάργια τω Σφακιώ στσι Τούρκους να μολάρεις,
να μην τωνέ χωστεί[11] κιανείς, πεζός γ-ή καβαλάρης.
και την Τουρκιά ούλη μαζί να τήνε πολεμούμε,
λεύτερη την πατρίδα μας ογλήγορα να δούμε».
«Άκουσες ’δά, Πρωτόπαπα, τα γράμματα πώς πάσι;
Ούλ’ οι Ρωμιοί θα σηκωθού και την Τουρκιά θα φάσι?
μα θε να περιμένομε για να χαζιρευτούσι,
τα κάτεργα[12] του Μόσκοβο κάτω να κατεβούσι.
Καιτές[13] χαρά στσι Σφακιανούς εις τον καιρόν ετούτο
γιατί θα λευτερώσουσι την Κρήτ’ από τον Τούρκο!»
Ετότες κι ο Πρωτόπαπας κουνεί την κεφαλή ντου,
συλλογιασμένος βρίστεται και θλίβετ’ η ψυχή ντου.
«Δάσκαλε Γιάννη» λέει του, «έλα στο λοϊσμό σου,
ούλης τση Κρήτης το λαό θα πάρεις στο λαιμό σου,
και θε να βάλεις τα Σφακιά εκεί που δε χωρούσι
κι ούλ’ οι πασάδες κι η Τουρκιά έπά θα μαζωχτούσι,
κι ώστε[14] να ’ρθούν τα κάτεργα κι ο Μόσκοβος να φτάξει
δε θά ’χει σπίτι Σφακιανός εις τα Σφακιά να κάτσει?
τα παλληκάργια τω Σφακιώ θε να λιγολαΐσου[15]
και χήρες κι ορφανά παιδιά οπίσω ντων θ’ αφήσου.
Τα παλληκάργια τω Σφακιώ άδικα θα χαθούσι
και τα Σφακιά ανωφέλευτα θα πά’ να σκλαβωθούσι.»
Και παίρνει το μπινίσι ντου[16], πάει στην εκκλησιά ντου
για να διαβάσει το σπερνό κι αύριο τη λειτουργιά ντου.
Και βάνει το μπινίσι ντου, πάει στην εκκλησία,
παράκληση για τσι Ρωμιούς κάνει στην Παναγία.
Μά ’ρθασι πάλι γράμματα εις του Δασκαλογιάννη,
πως εσηκώθηκ’ η Βλαχιά κι η Ρούμελη κι η Μάνη,
πως στο Μωργιά μοσκόβικες αρμάδες τριγυρίζου
και στη στεριά σιμώνουσι, τα κάστρα φοβερίζου?
κι εις τα νησιά πηγαίνουσι, τριγύρω σολατσάρου,
κι ούλα τα κάστρα των Τουρκώ γλήγορα θε να πάρου.
Καθίζει γράφει γράμματα με πένα και μελάνη
να μαζωχτούν οι γέροντες κι ούλ’ οι μεγαλουσιάνοι.
Γράφει σε ούλα τα Σφακιά για να πρεμαζωχτούσι,
να τώνε δείξει γράμματα κι απηλογιά[17] να πούσι,
να τώνε δείξει γράμματα πού ’ρθασιν από πάνω
κι εις το Μωργιά σηκώσασι πόλεμο του Σουλτάνο.
Μαζώνουνται κι οι γέροντες κι ούλ’ οι μεγαλουσιάνοι
κι απής εμαζωχτήκασι, γυρίζει και των κάνει:
«Άρχοντες, να γροικήσετε το βιαστικό χαμπέρι,
επλάκωσεν ο Μόσκοβος ’πό του Μωργιά τα μέρη.
Από καιρό σας τό ’λεγα για να χαζιρευτούμε,
την Κρήτη την πατρίδα μας λεύτερη να τη δούμε.»
Κι όντιμως ο Πρωτόπαπας με τη δική ντου γνώση[18]
εγύρισε και λέει του «Να μην ήθελε σώσει.
Γιατ’ από χρόνους η Τουρκιά λίγη ’φορμή τη θέλει
να βγει να κάμει τα Σφακιά εδέτσι που τα θέλει!»
Μα κείνος βγάνει τη γραφή που τού ’ρθεν από πάνω,
πως εσηκώσαν οι Ρωμιοί πόλεμο του Σουλτάνο?
και βγάνει και τα γράμματα πού ’χεν από τη Μάνη
πως εκατέβη ο Μόσκοβος κάτω ’πού το Ποτάμι[19],
κι εφτάξαν τα καράβια ντου κι επιάσαν’ τα Μπουγάζια
κι άλλά ’ρθασιν εις το Μωργιά για να φυλάγου βάρδια?
Κι απής των τα αποδιάβασεν ο Δάσκαλος, ρωτά τσι
να πουν κι αυτοί τη γνώμη ντω κι είντα βουλή[20] να πιάσει;
Κι εκείνοι αποκριθήκασι πως θε να τ’ ακλουθούσι,
τση Ρωμιοσύνης τον οχτρό ούλοι να πολεμούσι:
«Δάσκαλε Γιάννη, σπούδαζε[21] και κάμ’ ό,τι σ’ αρέσει,
πρίχου σηκώσ’ ο βασιλιάς Τουρκιά να μάσε πέψει?
μα μεις είμασταν έτοιμοι στον πόλεμο να μπούμε,
την Κρήτη χωρίς βάσανα γλήγορα να τη δούμε?
άρματα δε μας λείπουνται και μονετσιά[22] ’νιαι πλήσια,
την Παναγία θά ’χομε και το Χριστό βοήθεια.»
Λέει τωνε κι ο Δάσκαλος ευτύς να ’ρδρινιαστούσι[23]
και να μονομερίσουσι κάτω να κατεβούσι,
ν’ αρχίξουσι τον πόλεμο γιατ’ ο καιρός σπουδάζει[24]
κι ο Μόσκοβος το πάτησε τση Πόλης[25] το Μπουγάζι.
Πιάνει βουλλώνει[26] μια γραφή, πέμπει τη στο Σουλτάνο
για να σηκώσει την Τουρκιά από την Κρήτ’ απάνω?
γ-ή να σηκώσει την Τουρκιά κι από τα τρία κάστρη,
γ-ή θα του κάμει πόλεμο κι ούλα θα τα χαλάσει.
Μα έμαθέ ντο κι ο Πασάς απ’ όριζε τζι χώρες
πως τα Σφακιά σηκώσασι πολεμικές μπαπιώρες.
Στο Ρέθεμνος και στα Χανιά το μουκαρέμι[27] φτάνει
και πέμπει κι εις του βασιλιά στην Πόλη το φερμάνι:
«Να ζεις, αφέντη βασιλιά, και πές μου πώς να διάξω[28],
γ-ή να τ’ αφήσω τα Σφακιά γ-ή ούλα να τα κάψω;
Γιατ’ εξεμυγιαστήκασι[29] να πάρουν ίσια κάτω
κι ούλη την Κρήτη γλήγορα θα κάμουν άνω κάτω?
πόλεμον εσηκώσασι τσι Τούρκους να ζιγώξου,
σταυρό να προσκυνήσουσι γ-ή’ ούλους να τσι σκοτώσου?
πόλεμον εσηκώσασι, κεφάλι τσ’ αφεδιάς σου[30],
να πάρουσι τσι τόπους σου, να διώξουν τα παιδιά σου,
και κάθε μέρα βιαστικά μας πέμπουσι μαντάτα
να φύγομεν ογλήγορα, ν’ αφήσομε τα κάστρα,
να τώνε παραιτήσομε κλειδιά και τοπανάδες[31],
λέσι μας να μισέψομεν ασκέργια και πασάδες!»
Μα γράφει του κι ο βασιλιάς «Ανήμενε[32] λιγάκι
κι άσ’ τσι κι ας εσηκώσασι πολεμικό σαντζάκι[33]?
στέκα και μίλησέ τωνε να δεις την αφορμή ντω,
μην εκουζουλαθήκασι να φάν’ την κεφαλή ντω?
πάλι και δε σ’ ακούσουσι να κάτσουν εις τ’ αβγά ντω,
να βγεις με ούλη την Τουρκιά να κάψεις τα χωριά ντω?
να μάθου πώς τσι παίρνουσι του βασιλιά τσι χώρες,
γιατί πολλή ανακεφαλιά[34] των έρχετ’ ώρες ώρες!»
Τσι πρώτες μέρες τ’ Απριλιού, ένα κολατσιδάκι[35],
οι Σφακιανοί σηκώνουσι στην Κράπη το σαντζάκι?
τη συβουλή του βασιλιά δε στέκου ν’ ανημένου,
μονημερίς σηκώνουνται, στα κατωμέρια μπαίνου,
τσι Τούρκους διαγουμίζουσι, στα κάστρα κουβαλιούνται
κι όσοι ’πομείναν’ στα χωριά, εις τα κονάκια[36] κλειούνται?
κι όσοι των εχεντζώσασι[37] και μούρην εγυρίσα,
σα λούπηδες[38] επέσασι και τσι ’ξετζαμπαδίσα.
Εδιαγουμίσαν[39] τα χωριά και κάνου κελεπίργια,
παίρνουσι βούγια και σφαχτά[40] και ρούχα και μπακίργια?
έπά τσ’ αγάδες πολεμού κι εκεί τσι κυνηγούσι,
σαν τα κοπάδια λαλητούς στσι χώρες τσι λαλούσι[41].
Μα ’φτάξαν και τα γράμματα του Δάσκαλου του Γιάννη,
την ώρα που ο βασιλιάς ήτονε στο ντιβάνι[42]?
κι ως τ’ άκουσε, ’ξαγρίγεψε, τα γένια ντου τανίζει,
αρμάδες να κινήσουσι ντελόγως[43] δϊορίζει,
τ’ ασκέρια να χαζιρευτού, να κατεβού στην Κρήτη,
να βγου να κάψουν τα Σφακιά, να μην αφήσου σπίτι.
Πέντε ντελίνια ξεκινού και τέσσερις φρεγάδες,
φορτώνουντ’ ούλα μονετσιά, ασκέργια και πασάδες?
μα σέρνουσι κι αλόγατα που κάνουν το γιουρούσι,
του Μισιργιού, του Τσεντεργιού και του Ταραμπουλούσι[44],
και παραγγέρνει του πασά πού ’τονε σερασκέρης[45]:
«Ούλους τσι πρώτους των Σφακιώ δεμένους να μου φέρεις,
να μου τσι πιάσεις ζωντανούς, κιανένα μη σκοτώσεις,
μπιστάγκωνα κι αρμαθιαστούς έπά να τσ’ αποσώσεις[46]?
και δεύτερό μου βασιλιά θα σ’ έχω στο ντιβάνι
άνε μου φέρεις ζωντανό το Δάσκαλο το Γιάννη,
να τον ιδώ στο πρόσωπο, στο μπόι κι ομορφιά ντου,
γιατί πολλοί μου το παινούν περίσσια τ’ όνομά ντου.»
Και τα καράβια ξεκινού, δε στέκουσι μιαν ώρα,
φτάνουσ’ απόξω στο Λουτρό[47] κι εις τω Σφακιώ τη Χώρα.
Πιάνουν τα πόστα οι Σφακιανοί σ’ ούλα τα γυρογιάλια
και φεύγουσιν οι φαμελιές στα όρη, στα φαράγγια.
Μά ’γραψε πάλι ο βασιλιάς εις του Πασά στο Κάστρο
να βγει κι αυτός εις τα Σφακιά μ’ ούλο ντου το φουσάτο,
γλήγορ’ απάνω στα Σφακιά τ’ ασκέρι ντου να βάλει,
να μην αφήσ’ οπίσω ντου πέτραν απάνω σ’ άλλη!
Πορίζουν από τα Χανιά σαράντα μπαϊράκια
να πάσι να τα κάψουσι του Γιάννη τα κονάκια?
Ηβγήκασι κι οι Καστρινοί, βγαίνου κι οι Ρεθεμνιώτες[48]
κι εσμίξασι στου Μπαμπαλή, πού ’ρχουντα κι οι Χανιώτες.
Επρεμαζώχτηκ’ η Τουρκιά στου Μπαμπαλή το Χάνι,
πάνω στην Κράπη οι Σφακιανοί με το Δασκαλογιάννη,
και τα καράβια στο Λουτρό απόξω σολατσάρου,
να βγει τση Κρήτης η Τουρκιά κι αυτά να ξεμπαρκάρου?
μά ’πεσ’ ανεμοστρόφιλος κι ανεμική μεγάλη
και φεύγουσ’ από τα Σφακιά να πά’ να βρου λιμάνι,
φεύγουσιν από τα Σφακιά και πάσιν εις τη Σούδα,
τ’ ασκέργια ξεμπαρκάρουσι, τα μονετσιά, και ούλα.
Και τρίτη μέρα ξεκινού κάτ’ από τσι Καλύβες,
στσι Βρύσες αποσώσασι πεζοί και ατιλήδες[49]?
κι ούλης τση Κρήτης η Τουρκιά εκεί μονομεργιούσι
και γοργοχαζιρεύγουνται[50] εις τα Σφακιά να βγούσι?
πέντε πασάδες κάθουνται εις τα Κεφαλοβρύσια,
πάνω στην Κράπη οι Σφακιανοί χτίζουσι μιτιρίσια?
πέντε πασάδες κάθουνται και κάνουσι κουσούλτο[51]
πώς να τα πάρουν τα Σφακιά οπού δεν έχουν Τούρκο?
πώς να τα πάρουν τα Σφακιά, λίγ’ έχουσιν ορπίδα,
χαράτσια δεν πλερώνουσι, βεργί[52] δεν των εδίδα,
κι εδά σηκώσαν πόλεμο τσι Τούρκους να σκοτώσου,
τα κάστρα να χαλάσουσι, να τσ’ αποτελειώσου.
Μαυρίζουσι τα λιόφυτα και ούλα τα χωράφια
από το πλήθος τση Τουρκιάς κι από τα μπαϊράκια.
Στσι Βρύσες γυροτρίγυα μαυρίζου σαν τα δάση
κι από τρεις τόπους ξεκινούν εις τα Σφακιά να πάσι.
Εις την Κεφάλα βγαίνουσιν απάνω στο Ληδάκι
κι οι Πασαλήδες[53] φτάνουσι στον Πύργο τ’ Αληδάκη[54].
Ούλο τ’ ασκέρι εφώνιαξεν ετότες το νιζάμι
γιατί θα βγου να πολεμούν το Δάσκαλο το Γιάννη.
Αρχίζει πρώτος πόλεμος εις το Σελί τση Κράπης,
πέφτ’ αναρίφνητη[55] Τουρκιά κι ο μέγας Τζετζαράπης,
πέφτου και δέκα Σφακιανοί, περίσσιοι ’λαβωθήκα,
εις τα Σωμάργια βγήκασι κι ετοποθετηθήκα.
Ξαναρχινούν τον πόλεμο κι οι Τούρκ’ είνιαι ’πό κάτω,
κι εσκοτωθήκαν εκατό εις του Κατρέ τον πάτο[56]?
κι ούλο το Δέσκου ’γέμισε ’πό τούρκικα κουφάργια,
μα ’πεσασι και Σφακιανοί είκοσι παλληκάργια.
Κι από τση Κοπελιάς τ’ Αρμί, στ’ Αζιλακιά τη Στράτα,
επέσασιν αρίφνητοι ώστε να βγούσι στ’ άστρα.
Μα η Τουρκιά ’τονε πολλή, αμέτρητες χιλιάδες,
ασκέργια, ντόπιοι, ξενικοί, Γιαννίτσαροι, πασάδες,
και με τα ξημερώματα επήρεν ίσια πάνω
ούλη τση Κρήτης η Τουρκιά, τ’ ασκέρι του Σουλτάνο.
Άλλοι του Δέσκου βγαίνουσι κι άλλοι ’πό το Σιμάλι
κι απού το Δοκαρόπορο κι από τη Στάζο άλλοι.
Και πού να τσι βαστάξουσι τα λίγα παλληκάργια
κι ας έχουν πόδια σα φτερά, δύναμη σα λιοντάργια;
Αφήκαν τσι, για δε μπορούν πίσω να τσι γυρίσου,
εσκαπουλίσαν τσι κορφές και θε να τσι τυλίξου.
Τσ’ εικοσιέξε τ’ Απριλιού πρίχου σηκώσ’ η μέρα
μπαίνουν οι Τούρκοι στα Σφακιά με το σπαθί στη χέρα?
μπήκαν εις το Ξυλόδεμα κι απάν’ από του Δέσκου
κι ούλο τ’ Ασκύφου πιάνουσι, τη Νίμπρο και τα’ Ασφέντου.
Στράτες γεμίζουν και κορφές και λάκκοι και κεφάλια[57],
αγόργια[58], πού τ’ ορπίζετε νά ’ρθετε σ’ έθοια χάλια;
Μα κι όπου προπατήξασι, παντού τσι κουτελώνου[59]
και σκοτωμένους στα βουνά επά κι εκεί πετρώνου[60].
Πολύ καιρόν ετρώγασι και τα μιαρά κι οι σκάρες[61]
εις τσι παπούρες κι εις τ’ αρμιά να πάει στσι Μαδάρες,
στην Άμπελο, στου Λαχανά, Ξερόκαμπο, Κουβάτσια,
στση Νίμπρος τα πορόλαγγα, στα Γούργουθα, στα Φράτσια?
πόλεμον απαντήχνασι[62], τοίχους και μιτιρίσια,
μα πού να τσι κρατήξουσι, πού ’σανε σα μελίσσια;
Κεντούν[63] τ’ αγόργια και περνούν τσι Βουβαδο-Βρασκάδες,
πολύ κακό το ’πάθετε, καημένοι Κομητάδες[64]!
Σαββάτο μέρα ’φτάξασι στου Μπρόγιαλου τα όρια
που η γη κι ο κόσμος έτρεμεν από τα μοιρολόγια?
η μια ’κλαιγε τον άντρα τζη κι η γι-άλλη τον υγιό τζη,
άλλη τον αφεντάκη τζη[65] κι άλλη τον αδερφό τζη.
Το Μεσοχώρι καίουσι, το Θόλος σε μιαν ώρα,
Γιωργίτση και το Μπρόσγιαλο, τω Σφακιανώ τη Χώρα?
τσι μαγατζέδες κάψανε, καίσι και τ’ αργαστήργια
απού ’πηγαίνασιν οι νιοι κι επαίζαν τα παιγνίδια?
κι απής τα κατακάψασι χαλούν και μοναστήργια
κι απάνω στην Ανώπολη εστέξαν τα τσαντήργια.
Στον Πόρον ήτο ο Δάσκαλος, γράφει να μαζωχτούσι,
κι όσο το γληγορήτερο στα Κρούσσια να βρεθούσι,
και να μονομεργιάσουσι δίχως κιανένα πράμα,
οι Τούρκοι τσ’ εσκορπίσασι, φύλλα φτερά τσι ’κάμα?
φύλλα φτερά τσι ’κάμασι κι εχάσαν τα νερά ντω
κι εις τα βουνά χτυπήσασι[66] να χώσουν τα παιδιά ντω.
Μαντατοφόροι τρέχουσι, τα γράμματα βαστούνε,
ούλοι στα Κρούσσια να βρεθού για να συβουλευτούνε.
Εκεί ’πρεμαζωχτήκασι, μα Σφακιανοί ’σαν μόνο,
ωσά στραθιώτες άγγελοι εις του Θεού το θρόνο.
Στη μέση στέκει ο Δάσκαλος ζωσμένος το σπαθί ντου
κι εφόργιε το μπουρνούζο ντου[67] κι έλαμπε το κορμί ντου…
(δεύτερο μέρος)
Ούλους τσι μπέμπει[1] μαζωχτούς, μαζί αλυσοδεμένους,
πολλά τσι ’βασανίσασι στο δρόμο τσι καημένους.
Στο Κάστρο τον επέψασι το Δάσκαλο το Γιάννη,
να τον υπάν’ εις του Πασά, απάνω στο ντιβάνι[2]?
εσέρνασί ντονε πολλοί, πεζοί και ατιλήδες,
στο δρόμο των επρότεινε να γίνου ριτζατζήδες[3]?
κι α θέλου γρόσα δίδει τα, βενέτικα τσικίνια,
μ’ απ’ ούλα τα χρουσά φλουργιά αυτά ’ναι τα πλιο φίνα.
Κάθ’ άθρωπος που πνίγεται γυρεύγει σωτηρία
μα στα καλά καθούμενα κιανούς δεν έχει χρεία.
«Δε θέλομ’ απού τ’ άσπρα σου[4] μουϊδ’ απού το φλουρί σου
κι α δεν τουρκέψεις, άπιστε, θα φας την κεφαλή σου!»
Στο Κάστρ’ όντε τζι ’βάνασι ’πού τω Χανιώ την πόρτα
’χαμοκυλίστη το λαός σαν πατημένα χόρτα?
γλακούν οι Τούρκοι για να δουν, ούλοι μικροί μεγάλοι,
τσι πρώτους που ’σηκώσασι του βασιλιά[5] κεφάλι.
Επήγασί τζι στου Πασά κι ήτονε ραμαζάνι[6].
«Χίλια καλώς εκόπιασες, άρχο Δασκαλογιάννη?
καλώς τονε το Δάσκαλο, τον πρώτω των κουρσάρω,
απού μου ’μήνα κι έλεγε “τσι χώρες σου θα πάρω”.»
Διατάζει τότες ο Πασάς σκαμνιά για να καθίσου,
φαητό να τώνε δώσουσι, κρασί να τσι ποτίσου.
Φέρνου τζιμπούκι γιασεμί και φαρφουρί[7] φλιτζάνι
και δίδουσι ντου τον καβέ[8] του Δάσκαλου του Γιάννη.
«Σα θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, να μην κακαποδώσεις,
πες μου, είντά ’το η γι-αφορμή πόλεμο να σηκώσεις;
Οι Σφακιανοί δωσίματα, χαράτσια δεν εδίδα,
πες μου ποιος είναι αφορμή που ’πέσαν στην παΐδα
και Σφακιανός δωσίματα δεν έδιδε ποτές του
κι ο βασιλιάς τα ’χάριζε χατήρι τση νενές του[9].
Κι αν είχετε παράπονα έπρεπε να τα πείτε
εμένα, πού ’μουνε Πασάς και να μη σηκωθείτε?
να γράψω ’γώ του βασιλιά και σεις εις τη Σουλτάνα,
που σας αγάπα σαν παιδιά δίχως κιανένα πράμα.
Μόνο ’σηκώθης, Δάσκαλε, με το Μωργιάν αντάμι
για να χαθεί τόσος λαός κι εσύ να βγάλεις νάμι[10]?
τ’ ασκέργια τα βασιλικά ν’ αδικοσκοτωθούσι
κι απού τση Κρήτης την Τουρκιά χιλιάδες να χαθούσι?
πάνω στα όρη, στα βουνά, εις τσ’ έρημες μαδάρες,
χιλιάδες απομείνασι γιανίτσαροι κι αγάδες.»
Ο Δάσκαλος τονέ γροικά, γυρίζει και του κάνει
(καπνόν απού το στόμα ντου κι απού τ’ αρθούνια βγάνει):
«Καλέ Πασά, είντά ’ν’ αυτά που κάθεσαι και λέεις
και το λαό που ’χάθηκε περίσσια τόνε κλαίεις;
Που ’πέρασαν οι γ-εκατό[11] απού ’ρθετε στην Κρήτη
κι εκάμετε τσι Κρητικούς και δεν ορίζου σπίτι
μουϊδέ και τσ’ απατούς τωνε[12] μουϊδέ και τα παιδιά ντων
μουϊδέ και τη ζωή ντωνε μουϊδέ τα πράματά ντων.
Ουλημερίς εις τσ’ εγγαργειές[13], στα βάσανα και κόπους
και σαν τα ’ζά τσι διάχνετε[14], δε τζι θωρείτ’ αθρώπους.
Πάντα γυρεύγετ’ αφορμή το γ-αίμα ντω να πχείτε
και να σκοτώσετε Ρωμιό πολλά το πεθυμείτε?
κι έναι κι η μόνη σας χαρά να ιδείτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους στα στενά κι αιματοκυλισμένους?
απού δε τζι στιμάρετε[15] μουϊδέ σαν κλωσσοπούλια,
για να τσι θάψουν ύστερα τσι βάνου στα σακούλια.
Και η γ-αιτία είστε σεις, οι γι-άνομοι Πασάδες,
π’ αφήνετ’ αχαλίνωτους τσι γιαννιτσαραγάδες?
π’ αφήνετε τσι χρισθιανούς σε τέθοια τυραννία,
πλειότερη τ’ άγρια θεργιά έχουσιν εσπλαχνία.
Αλήθεια λες, οι Σφακιανοί δωσίματα δε δίδου
και τ’ άρματά ντωνε κιανιούς ποτές δεν παραδίδου.
Τση Κρήτης τσ’ άλλους χρισθιανούς απού ’νιαι στου Σουλτάνο
δε τζ’ έχετε για τίβοτσι[16] στον κόσμο τον απάνω,
γι’ αυτά κι εγώ ’ποφάσισα την Κρήτη να σηκώσω
κι απού τ’ ανύχια των Τουρκώ να τήνε λευτερώσω?
πρώτο για την πατρίδα μου, δεύτερο για την πίστη,
τρίτο για τσ’ άλλους χρισθιανούς που κάθουνται στην Κρήτη?
γιατί, κι αν είμαι Σφακιανός, παιδί τση Κρήτης είμαι
και να θωρώ τσι Κρητικους στα βάσανα πονεί με.»
Και ο Πασάς χαμογελά, τα γένια ντου χαϊδεύγει,
τη μάνητά ντου την πολλή να καταπχεί γυρεύγει.
Πάλι ξαναρωτά τονε: «Πες μου, Δασκαλογιάννη,
ποιούς φίλους έχεις στο Μωργιά και μπιστικούς στη Μάνη;
Και πες μου ούλη τη δουλειά, το πράμα πώς πηγαίνει
και πώς σας εγελάσανε κι εχάθητε, καημένοι;
Πες μου γι’ αυτά που σε ρωτώ, μά του Θεού την ώρα
σου τάσσω νά ’σαι πρίντζηπας εις τω Σφακιώ τη Χώρα.»
Μ’ αυτάνα πλειό δεν τ’ αγροικά ο Δάσκαλος ο Γιάννης?
λέει του «Σώπασε, Πασά, μόνο τα λόγια χάνεις.
κομμένο ’ναι το δίχτυ σου, το ψάρι δεν το πιάνεις,
Πασά, κατέχω το καλά πως θέ’ να μ’ αποθάνεις?
και λέω σού το φανερά, ούλά ’σαν από μένα
κι ό,τι κι α θέλεις κάμε μου, μη βλάψεις πλειό κιανένα?
κι ανέ γ-και θέλεις, άφης με, μα μια-ν-ώρα με φτάνει,
να παραγγείλω στα Σφακιά με το Μπουνατογιάννη,
να πω τση Σγουρομάλλινης να μη με περιμένει
και να φορέσει φορεσιά μαύρη, σκοτεινιασμένη?
να κόψει τα ξαθά μαλλιά, να χώσει[17] το λαιμό τζη,
για δεν τονέ ξαναθωρεί η δόλια το Γιαννιό τζη.»
Και Πασάς χαμογελά, κουνεί την κεφαλή ντου,
άφτει και σβήν’ η μούρη ντου και τρέμει το κορμί ντου.
«Άφησε τσι παραγγελιές, Δάσκαλε, για την ώρα,
γιατ’ έχομε λογαριασμό σαν ήρθες εις τη Χώρα?
και ο Μπουνάτος στα Σφακιά ακόμη δεν υπάει,
κι εσέ κι εκείνο, Δάσκαλε, το κύμα θα σας φάει.»
«Σου τό ’πα ’γώ, κατέχω το πως θέ’ να με χαλάσεις,
στη θάλασσα γ-ή τω σκυλώ ρίξε με να χορτάσεις.
Δεν τό ’χω ’γώ[18] για χαλασμό, μα εχαλαστήκα κι άλλοι,
μα τό ’χω για τσι χρισθιανούς και τω Σφακιώ τα χάλη?
τό ’χω για τόσες φαμελιές απ’ ορφανές θα μείνου
κι αυτές που ’σκλαβωθήκασι και Τούρκισσες θα γίνου,
και για τσι τόσους Σφακιανούς που δε μ’ αφρουκαστήκα’[19]
κι ήρθασιν εις τα χέργια σου στο μακελειό κι εμπήκα’.
Μ’ ώστε[20] να στέκουν τα Σφακιά και Σφακιανοί να ζιούσι,
τσι Τούρκους θα τσι πολεμού, να μας εγδικηθούσι.»
Και ο Πασάς τονέ γροικά, τ’ αχείλι ντου δαγκάνει,
τα σωθικά ντου χοχλακιού και βράζου σαν καζάνι?
τουρκολογά κι αγριεύεται, η γι-όψη ντου μαυρίζει,
γδαρτό να τόνε κάμουσι γλήγορα δϊορίζει:
«Για ’δέτε το Γκιαούρμπαση[21] που θέ’ να ’ποκοτήσει
και μέσα στο σεράγιο μου για να με φοβερίσει!
Γλήγορα πάρετέ τονε, να φύγει από μπροστά μου,
Να τόνε ιδώ δίχως πετσί, να δροσιστεί η καρδιά μου!»
Δεν τον απόπιε τον καβέ, παίρνουν του το τσιμπούκι,
πιάνουν και κατεβάζουν τον κάτο στο Γιμορούκι.
Δεν τον απόπιε τον καπνό μουϊδέ και το γ-καβέ ντου,
λουρίδες την εβγάλασιν οι σκύλοι την προβέ ντου.
Κι όντε ντον απογδέρνασιν[22] έτριξ’ η μια ντου χέρα
και τότες ετουρκεύγασι τη μια ντου θυγατέρα?
τουρκεύγουν και την άλλη ντου, χανούμισσα την κάνου,
κι ερώτα για τον κύρη τζη, είντα τον αποκάνου.
«Κάτω στο γλέντι κάθεται με τ’ άλλα παλληκάργια»
κι εκείνο τον ετρώγασι τση θάλασσας τα ψάργια!
Δασκαλογιαννοπούλες μου, έτσά ’τονε γραφτό σας,
Τούρκας παιδί να μυριστεί τση νιότης τον αθό σας.
Άραγες θα βαστάξετε Τούρκισσες να γενείτε
και Τούρκους να βυζάξετε, παιδιά σας να τσ’ ειπείτε,
που σας αρπάξα σα θεργιά ’πού τη γλυκειά σας μάνα,
τον ακριβό τον κύρη σας σα ρίφι[23] τον εγδάρα.
Άραγες το ’λογιάζετε[24], αμάλαγα κοράσια,
απού σας εζηλεύγασι του Μάη τα κεράσια;
Αρχοντοπούλες ακριβές, αφράτα κοπελούδια,
απού σας εζηλεύγασι τ’ Απρίλη τα λουλούδια,
εσείς, κοπέλες Σφακιανές, κρίνα ξεφουντωμένα,
πώς να σασε μαράνουσι κανάκια μολεμένα![25]
Το Δάσκαλον εγδάρασι κι άλλους πολλούς επνίξα
και τσ’ άλλους τσ’ αποδέλοιπους[26] στη φυλακή τσ’ ερίξα.
Και ο Πασάς επρόσταξε καλά να τσι σφαλίξου,
να κάμουσι χρόνους εφτά κι όξω να μην ξανοίξου[27].
Μόνον όσ’ εμπατήρασι[28] κι είναι και διαβασμένοι
θα νιώσουν είντα ’πάθασιν εις τον Κουλέ οι καημένοι?
πάντα τσι ’μαγκλαβίζασι[29], μαρτύργια των εκάνα,
σίντερα χεροπόδαρα μεγάλα των εβάνα?
και κάθ’ αργά τσ’ εβγάνασι, σαν ήθελε νυχτώσει,
κι εις τη δουλειά τσ’ ερίχτασιν ώστε να ξημερώσει.
Κι ούλη ντη νύχτα στη δουλειά και το ψωμί λιγάκι,
για να μην έχου νάκαρα[30] να φεύγουσι στο γλάκι?
γιατ’ εφοβάτον ο Πασάς τόσ’ άξια παλληκάργια
να μην του σπάσουν τη φλακή, τέθοια γερά ποδάργια
να πάρου δίπλα τσι κορφές, εις τα Σφακιά να πάσι,
να μη μπορέσει άλλη μια για να τσι ξαναπιάσει.
Σωστούς τρεις χρόνους ’κάμασι στο σκότος φλακιασμένοι,
ώστ’ απού ’σπάσαν τη φλακή και ένας ένας βγαίνει.
Εφύγαν κι εγλιτώσασιν όσους δεν εσκοτώσα,
γιατ’ οι βαρδιάνοι[31] τσ’ είδασι ντελόγως[32] και το ’νιώσα.
Κι επροπατούσαν κάθ’ αργά με τσι πληγές στα πόδια
και πέντε μέρες κάνουσι στα δάση κι εις τα όργια[33].
Κι επήγαν εις τη Γέργερη, στου Βαγιανού το σπίτι,
κι εκείνος τσ’ αποδέχτηκε σα διάχνουν εις την Κρήτη[34].
Ψωμί, στιβάνια[35] και πετσιά τω δίδει να βαστούσι,
νά ’χουσι ’κεί που πχαίνουσι κι εκεί που ποπρατούσι?
και παίρνει τσι και μαναχός βγάνει τσι στο Κουδούνι,
καλή χωσιά[36] των εύρηκε στην Τρύπα του Κουρμούλη?
και μέρες δεκατέσσερις εκάμαν εις την Τρύπα,
τον ξακουστό Πρωτόπαπα εκέδα τον αφήκα.
Όσοι κι αν είστε χρισθιανοί και βλέπετε τον Ήλιο,
κλάψετε τον Πρωτόπαπα π’ απόθανε στο σπήλιο?
κλαίτε και τσ’ άλλους Σφακιανούς π’ απόμεινα’ στσι δρόμους
απού τα χάλια πού ’χασι στα σίντερα, στσι βρόμους,
και το Μιχελιουδόπαπα, που στη φλακή ’κουτσάθη
κι απόμεινεν εις τον Κουλέ κι ετέλειωσε στα πάθη.
Πέμπουν εις τα Σφακιά σαή[37] να πάει τα χαμπάργια,
να πάσι να τσι πάρουσι, να σέρνουν και μουλάργια?
ένα-ν-Ανωγειανόπουλο, το Γιώργη το Σουλτάτο,
αυτόν επέψα στα Σφακιά κι έδωκε το μαντάτο.
Επήγασι κι επήρα’ τζι, μα λίγους πλειό τσ’ ευρήκα’,
κι εκείνους απού ’βρήκασι, κακή ζωή την είχα’.
Και ποιός μπορεί να δηγηθεί ούλα τα βάσανά ντω,
τα νυχτοπαραδέρματα και τα σκοντάματά ντω,
που ’προπατούσα’ γ-κάθ’ αργά, τση νύχτας ούλες τσ’ ώρες,
ώστε που ν’ αποσώσουσι στου Πρέβελη από πόδες[38].
Το Φοινικιά ’περάσασι, στα Χάλαρα-ν-εφτάξα
κι εκεί ’ξεκουραστήκασι και το Θεό ’δοξάσα?
στ’ Αγι’ Αντωνιού τον ποταμό εις την ελιά ’πό κάτω,
κι εκεί ’ξεκουραστήκασι κι ήπια’ νερό δροσάτο?
εις τα Σφακιά ’ποσώσασι και πάν’ εις τα χωριά ντω,
πού νά ’βρου τζι γυναίκες τω, πού νά ’βρουν τα παιδιά ντω,
που τρεις χρόνοι ’περάσασι που τα ’ξεχωριστήκα
κι άλλα ’ποθάνα στα βουνά κι άλλα σκλάβοι ’πιαστήκα!
Κι επέρασέ ντων η χαρά πως εξεσκλαβωθήκα,
γιατ’ άλλα πάλι βάσανα κι άλλοι καημοί τσ’ ευρήκα!
Αγνώριστά ’βραν τα Σφακιά, τσι γειτονιές ξεχνούσι
κι όνειρο των εφαίνετο εκεί που τσι θωρούσι?
κιανένα σπίτι πού και πού ανατροχαλιασμένο
και σα μητατοκάθισμα[39] χτισμένο, σκεπασμένο.
Πείνα και φτώχεια κι ερημιά, κλάηματα, μοιρολόγια
ακούγασιν εις τσι γιαλιές κι εβλέπαν εις τ’ αγόργια[40].
Αναστενάζου θλιβιερά και κλαίσι βουρκωμένα,
πώς αποδώκαν τα Σφακιά τα πολυοπαινεμένα,
απού ’χα’ χώρες και χωργιά, κονάκια και σεράγια
κι άντρες λεβέντες στη θωργιά κι εις την καρδιά λιοντάργια?
πού ’χασι νιους για τ’ άρματα, γέρους να συβουλεύγου
και γεροντάδες κι άρχοντες άξιους να δασκαλεύγου,
νοικοκεράδες του σπιθιού, καμώτρες για τη ρόκα,
γερόντισσες να κάθουνται να ξαίνουν εις την πόρτα,
ανυφαντούδες γνωστικές να κάνουν το διασίδι,
κοράσια για το ξόμπλιασμα και νιες για τ’ αργαστήρι?
κοράσια σαν κρυγιά νερά, σα τζι κρυγιούς αέρες,
π’ ορχιούντα σαν τα μάρωπα[41] κάθε καλές ημέρες?
απ’ ούλα ξόμπλια και δουλειές κάθε γιορτή τ’ αφήνα
κι υπχαίνασι στην εκκλησιά σαν του βουνού τα κρίνα.
Αναστενάζου θλιβιερά και χύνου μαύρα δάκρυα,
πώς αποδώκαν τα Σφακιά, τση λευτεργιάς τα κάστρα?
πού ’χαν καράβια ξακουστά και ναύτες παινεμένους,
σε Πόλη και σε Βενεθιά περίσσια ξακουσμένους?
δεν εδειλιούσαν πέλαγος, φουρτίνες δεν ’ψηφούσα’
και τα στοιχειά τση θάλασσας κι αυτάνα τα ’νικούσα’.
Κι εδά βαρκάκια βλέπουσι σάπια και τρυπημένα,
εις την αμμούδα κείτουνται ξερά, χαρβαλιασμένα.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά στα μαύρα βουτημένοι
κι από τα πάθη τα πολλά και λύπες χλωμιασμένοι.
Δε βλέπουσιν αρχόντισσες με τσι μακρές πλεξούδες,
σπαλέτα με χρυσόπλεχτα, με ξόμπλια βηστιδούρες,
και κορασίδες παχουλές με τα γιορντανιλίκια[42]
μουϊδέ με τσι χρυσόμπολιες μουϊδέ με τα καλίκια.
Δε βλέπου νιους με τ’ άρματα ασημοκουκλωμένους[43],
ψηλούς και λιγνομέσηδες, σα βιόλες[44] στολισμένους,
να γαϊτανίζου στο χορό, να λέσι μαντινάδες,
να σειούνται, να λυγίζουνται με τόσες ταπεινάδες?
και γέρους κι ασπρομάλληδες να κάθουνται στην τάβλα,
να τρώσι και να πίνουσι, να τραγουδού μεγάλα,
να λέν’ τραγούδια του σκαμνιού και του πολέμου βάλη
κι η τάβλ’ απού τη μια μερέ ν’ αντιλαλεί στην άλλη.
Οι γ-εγλετζέδες ’πάψασι, πάσιν οι χαροκόποι
κι αγνώριστος εγίνηκεν ο τόπος κι οι γι-αθρώποι.
Πού έν’ οι γι-άντρες τω Σφακιώ οι γι-άξιοι κι αντρειωμένοι,
σ’ ούλο τον κόσμο ξακουστοί, περίσσια τιμημένοι;
Πού έν’ οι γι-άντρες τω Σφακιώ, ούλοι μικροί μεγάλοι,
απού ’πρωτοσηκώσασι του βασιλιά κεφάλι;
Δάσκαλε Γιάννη ξακουστέ, Πρωτόπαπ’ αντρειωμένε,
στη γνώση και στη φρόνεψη απ’ ούλους παινεμένε;
ανώπολη κι Αράδαινα κι εσείς, Αηγιαννιώτες,
πού ’ναι τα παλληκάργια σας, οι γι-όμορφοι παιγνιώτες[45];
Αγόργια, πού ’ν’ οι γι-άντρες σας οι πολυοπαινεμένοι,
στσι φρονιμάδες κι εις τσ’ αντρειές στον κόσμο ξακουσμένοι;
Ασκύφου, πού ’ν’ οι Πάτεροι, αυτ’ οι Μαυροπατέροι,
οι τιμημένοι στην αντρειά, τση Κρήτης το ξαθέρι[46];
Λεβέντες Καλλικραθιανοί, Νιμπριώτες αντρειωμένοι,
Γιωργιτσιανοί μου, φρόνιμοι και κοσμογυρισμένοι,
πού είστε, οι Βολουδιανοί, τω Σφακιανών αζάδες[47],
που ’κάνετε κι ετρέμασι τση Κρήτης οι Πασάδες;
Πού είστε οι Δασκαλιανοί και σεις οι Μιχελιάκοι
και Βλάχοι και Σαπόληδες κι εσείς οι Στρατηγάκοι;
Βαρδάκοι και Σκορδύληδες κι εσείς οι Κουτρουμπάδες,
πού ’χετε στην παλάμη σας τσι γιαννιτσαραγάδες;
Πού είστε οι Σπαντιδιανοί, οι Μπούρμπαχοι και άλλοι,
οι Χούρδηδες, και Σφακιανοί ούλοι μικροί μεγάλοι;
Άλλους έφα’ ο πόλεμος κι άλλοι ’ξενητευτήκα
κι έρημα και παντέρημα και τα Σφακιά τ’ αφήκα.
Έρημ’ αφήκαν τα Σφακιά, κλιτά και γρινιασμένα[48],
κι ούλα τ’ αγόργια και γιαλιές κατατροχαλιασμένα.
Πού ’ναι η Χώρα τω Σφακιώ με τα πολλά καράβια,
με τσ’ εκατό τζη εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια;
Το Μεσοχώρ’, ο Μπρόσγιαλος, το Θόλος, το Γιωργίτσι,
ούλα ’γενήκασι σωρός και δε βγορίζει[49] σπίτι.
Λιβανιανά κι Ανώπολη, Μουρί και Κομιτάδες,
πού είναι τα κονάκια σας, χαμόσπιτα κι οντάδες;
Άη Γιάννη κι Αράδαινα, Λουτρό κι Αγιά Ρωμέλη,
που τα καράβια ’κάνασιν οι Σφακιανοί μαρνέροι?
Βρασκά, Βουβά και Πατσιανέ κι αγόργια τα δικά σας,
πού είναι οι γι-οντάδες σας, τα καμαρόσπιτά σας;
Ούλα ’γενήκαν τρόχαλος και ποιός να τ’ αναχτίσει,
που ’πιάσαν οι νοικοκυροί Ανατολή και Δύση
για δεν των έκανε καρδιά τσι Τούρκους να γροικούσι
κι άλλοι στον Άδη ’πήγασιν εκεί και κατοικούσι?
κι εκείνοι που ’πομείνασι σαν ξωτικοί γυρίζου
κι όρεξη δεν των κάνει μπλιο σαν πρώτας να καθίζου?
μουϊδέ στο νου των τό ’βανα’ μουϊδέ στο λογισμό ντω
πως θέ’ να δώσουσι βεργί[50] στον Τούρκο, τον οχθρό ντω.
Μα είντα να κάμουν οι φτωχοί, κακός έναι κι ο ζόρες,
αυτοί καλά το ’λόγιασα’ να πάρουσι τσι χώρες?
κι όντιμως δεν ημπόρεσαν, δεν έναι και ντροπή ντω,
μόνο πως την επάθασιν από την κεφαλή ντω?
γιατί δεν είχαν αφορμή, μονάχοι ντων εζιούσα’,
στα χώματά ντωνε ποτέ Τούρκοι δεν επατούσα’?
δωσίματα δεν έδιδα’ μουϊδ’ εγγαργειές εκάνα,
τα δυο των πόδια των Τουρκώ σ’ ένα παπούτσ’ εβάνα?
είχαν και τα καράβια των που των εκουβαλούσα’,
σα μπέηδες και πρίντζηπες εις τα Σφακιά ’περνούσα’.
Ας ήθελε συλλογιαστού, καλά να το μετρήσου,
ούλους τσι Τούρκους μοναχοί πώς θα τσι πολεμήσου;
Ο Μόσκοβος κι αν ήτονε στη Γαύδο για να φτάξει,
πάλ’ η Τουρκιά επρόφταινε να τσι μεσορημάξει.
Μα δίχως να την κάμουσι την Κρήτη Ρωμιοσύνη
να τα ξεβγάλουν τα Σφακιά δεν ήτο δικιοσύνη?
εκλείσασι τ’ αμάθια ντω γιατί βαργιά ’πονούσα’
να βλέπουσι τσι Κρητικους στα χάλια που ’περνούσα’?
κι ομοιάσασι του μέρμηγκα, που λέ’ η παροιμία
το πως σαν τ’ οργιστεί ο Θεός τον κάνει σαν τη μύγια?
φτερά του δίδει και πετά και τη φωλιά ντ’ αφήνει
και βρίσκει τονε το πουλί και τόνε καταπίνει.
Εγώ, Αναγνώστης του Παπά του Σήφη του Σκορδύλη[51],
αυτά που σας ’δηγήθηκα με γράμμα, με κοντύλι,
αρχίνηξα και τά ’γραφα λιγάκια κάθε μέρα
κι εις την Παπούρα ’κάθουμου, στο Γκίβερτ’ από πέρα?
εις την Παπούρα ’κάθουμου, γιατ’ ήμου ’γγαλονόμος[52],
και με το μπάρμπα Πατζελιό, απού ’τον τυροκόμος?
κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και τη μπέννα
κι εκείνος μου ’δηγάτονε και τά ’γραφα ένα ένα?
εκείνος μου ’δηγάτονε το Δάσκαλο το Γιάννη,
τ’ αμάθια ντου δακρύζουσι σαν τον αναθιβάνει[53]?
η γι-ομιλιά ντου ’κόβγετο, συλλογιασμοί τον πιάνου
και μαύρους αναστεναμούς τα σωθικά ντου βγάνου!
Πόσα και πόσα βάσανα, πόσες και πόσες λύπες
τού ’ρχουνται στο συλλογιασμό, πόσοι καημοί και πρίκες[54]!
Αναστοράτο[55] μονομιάς του Καστελλιού τσ’ αθρώπους,
τσι χωργιανούς του κι εδικούς, τσι φίλους και συντόφους?
ν-αναστοράται τα Σφακιά, τσ’ άντρες και τα καλά τω,
τα πάθη και τα χάλια των και τ’ αποδώματά τω[56].
Τραγουδιχτά μου τά ’λεγε, γιατ’ έναι ριμαδόρος,
γιατ’ έχει κι απού το Θεό το πλιο μεγάλο δώρος?
όσα δεν είδ’ εκάτεχε κι όσά ’δε δεν τα ’ξέχνα
γιατ’ έχει και θυμητικό πλιότερ’ από κιανένα.
Και ποιός μπορεί να δηγηθεί εκείνα που θυμάται
κι εις το τραγούδι να τα πει εκείνα που δηγάται;
Πολλά τ’ αμάθια τ’ είδασι κι ακούσασι τ’ αφθιά ντου,
βάσανα, πάθη και καημοί ασπρίσαν τα μαλλιά ντου.
Στα χίλια επτακόσια ’γδοήντα έξε έτος,
’πού του Δασκάλου τον καιρό δεκάξε χρόνοι εφέτος,
που ’βάστου στο σακούλι μου μπέννα, χαρτί, μελάνι
και το τραγούδι τό ’γραψα του Δάσκαλου του Γιάννη.
Μ’ αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια δίχως χάρη
(σαν τυροκόμου μάθηση και μπέννα μητατάρη),
αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια μπερδεμένα,
συμπάθι’ όσοι τ’ ακούετε, δεν είναι κι από μένα.
Σαν αιγιδάρης ο φτωχός ’πό κάτ’ απού τον πρίνο
τά ’γραψα ως εκα΄τεχα, τω γνωστικώ τ’ αφήνω?
να τραγουδούσι θλιβιερά ούλοι μικροί μεγάλοι,
να τόνε κλαίν’ το Δάσκαλο και το Σφακιώ το χάλι?
και να μη λέει και κιανείς για τα γραφόμενά μου,
γιατ’ άλλοι τα ’δηγήθηκαν πολύ πρωτύτερά μου?
κι αυτός ο μπάρμπα Μπατζελιός εδά στα γεραθειά ντου,
τα είδε με τ’ αμάθια ντου, τ’ άκουσε με τ’ αφθιά ντου
κι είχε κι επιθυμιά πολλή πάντα να τα ’δηγάτο,
σαν το ψαλτήρ’ ο δάσκαλος απόξω τα ’θυμάτο![57]
Σημειώσεις πρώτου μέρους:
[1] Εννοεί Ελληνική.
[2] Τους Ρώσους, οι οποίοι, επειδή ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, θεωρούνταν σύμμαχοι των Ελλήνων. Οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας ήλπιζαν ότι οι Ρώσοι θα τους βοηθήσουν να ελευθερωθούν.
[3] Εννοεί το Σουλτάνο.
[4] Φόρους.
[5] Πρόστιμα.
[6] Εξοντώσεις.
[7] Στις πόλεις.
[8] Της Πελοποννήσου.
[9] Να λυτρώσει.
[10] Να ετοιμάζεσαι.
[11] Να μην τους κρυφτεί (και ξεφύγει).
[12] Τα πλοία.
[13] Και τότε.
[14] Ώσπου.
[15] Θα λιγοστέψουν.
[16] Το «μανδύα» του, το πανωφόρι του.
[17] Απάντηση.
[18] Σύνεση.
[19] Το Δούναβη.
[20] Απόφαση.
[21] Κάνε γρήγορα αυτό που πρέπει.
[22] Πολεμοφόδια.
[23] Να οργανωθούν, να ετοιμαστούν (να ορδινιαστούνε).
[24] Πιέζει, βιάζει.
[25] Της Κωνσταντινούπολης.
[26] Σφραγίζει με τη «βούλλα» του (τη σφραγίδα του).
[27] Η αναγγελία (η λέξη έμεινε στους Κρητικούς με την έννοια της κακόβουλης είδησης που λέγεται προδοτικά, για να προκαλέσει αναστάτωση και διαμάχες).
[28] Πώς να φερθώ.
[29] Αφηνίασαν.
[30] Εννοεί ότι «σηκώσανε κεφάλι» εναντίον του.
[31] Πυροβολοστάσια φρουρίων (όπου και αποθήκες πυρομαχικών κ.λ.π.)
[32] Περίμενε.
[33] Σημαία.
[34] Απερισκεψία, αφροσύνη (κατά τον Κελαϊδή, αναρχία, απειθαρχία).
[35] Πρωινό
[36] Στα αρχοντικά, στα σπίτια.
[37] Αμύνονταν λυσσαλέα (χεντζώνω: ανατριχιάζω σαν τη γάτα που ετοιμάζεται να αμυνθεί).
[38] Είδος γερακιού.
[39] Λεηλάτησαν.
[40] Βούγια: βόδια, σφαχτά: πρόβατα.
[41] Τους οδηγούν.
[42] Κυβερνητικό Συμβούλιο.
[43] Αμέσως.
[44] Μισίρι: Αίγυπτος, Ταραμπουλούσι: Τρίπολη της Λιβύης.
[45] Διοικητής.
[46] Να τους φέρεις (αποσώνω: φτάνω ο ίδιος ή οδηγώ κάποιον κάπου).
[47] Επίνειο (κοντινό λιμάνι) της Ανώπολης Σφακίων (η οποία είναι ορεινή).
[48] Εννοεί οι Τούρκοι του Κάστρου (Ηρακλείου) και του Ρεθύμνου.
[49] Ιππείς.
[50] Μονομεργιούσι: συγκεντρώνονται, γοργοχαζιρεύγουνται: ετοιμάζονται γρήγορα
[51] Συμβούλιο.
[52] Δόσιμο, δώρο.
[53] Τουρκικό στρατιωτικό Σώμα (όπως και οι Γεννίτσαροι).
[54] Είναι ο πύργος του Μπραΐμ Αγά Αληδάκη, σκληρού Γεννίτσαρου, που τελικά καταστράφηκε από Σφακιανούς λίγα χρόνια μετά την τραγωδία, το 1774 (η καταστροφή του περιγράφεται σε άλλη ρίμα, μικρότερη, που έχει επιρροές από τη Ρίμα του Δασκαλογιάννη).
[55] Αρίφνητη και αναρίφνητη: αμέτρητη.
[56] Εδώ καταγράφονται και οι στίχοι:κι απού τα Σφακιανόπουλα κιανείς δεν εσκοτώθη, μόν’ ένα Νιμπριωτόπουλο λιγάκιν ελαβώθη. Όμως έρχονται σε αντίφαση με τους αμέσως επόμενους, γι’ αυτό, προφανώς, και ο Κελαϊδής τους είχε σε παρένθεση. Μάλλον δεν προέρχονται από αυτό το σημείο.
[57] Κορυφές, υψώματα.
[58] Όρη, βουνά.
[59] Τους συναντούν, «πέφτουν πάνω τους».
[60] Θάβουν, ιδίως πρόχειρα, χωρίς παπά.
[61] Μιαρά: τα άγρια ζώα, σκάρες: οι γύπες.
[62] Συναντούσαν.
[63] Καίνε.
[64] Νίμπρος, Βουβάδο-Βρασκάδες, Κομητάδες: χωριά των Σφακίων.
[65] Τον πατέρα της.
[66] Έσπευσαν.
[67] Μάλλινο παλτό
Σημειώσεις δεύτερου μέρους:
[1] Τους στέλνει.
[2] Συμβούλιο.
[3] Μεσολαβητές.
[4] Τα λεφτά σου.
[5] Εννοεί το Σουλτάνο.
[6] Η μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Μουσουλμάνων.
[7] Πορσελάνινο.
[8] Εννοεί καφέ.
[9] Της μητέρας του ().
[10] Ν’ αποχτήσεις φήμη.
[11] Εννοεί χρόνοι.
[12] Τους εαυτούς των.
[13] Αγγαρείες, καταναγκαστικά έργα.
[14] Τους φέρεστε.
[15] Εκτιμάτε, κοστολογείτε.
[16] Τίποτε.
[17] Να καλύψει.
[18] Δε με πειράζει, δε λογαριάζω.
[19] Δε με υπάκουσαν.
[20] Μέχρι.
[21] Αρχηγό των απίστων (γκιαούρηδων).
[22] Όταν τελείωνε το γδάρσιμο.
[23] Κατσίκι.
[24] Το φανταζόσασταν;
[25] Χάδια.
[26] Τους υπόλοιπους.
[27] Να μην κοιτάξουν.
[28] Υπέφεραν.
[29] Τους βασάνιζαν.
[30] Αντοχή.
[31] Οι φρουροί.
[32] Αμέσως.
[33] Στα όρη.
[34] Όπως συμπεριφέρονται στην Κρήτη.
[35] Υποδήματα.
[36] Κρυψώνα.
[37] Αγγελιοφόρο.
[38] Πρέβελη: Ιερά Μονή του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στη γειτονική προς τα Σφακιά επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Πόδες: δώθε.
[39] Ερειπωμένο μητάτο (στάνη και υπαίθριο τυροκομείο στο βουνό).
[40] Στα βουνά.
[41] Χόρευαν σαν τα μικρά αρνάκια.
[42] Σπαλέτα: επωμίδες, βηστιδούρες: μεσοφόρια, γιορντανιλίκια: περιδέραια.
[43] Σκεπασμένους με ασήμι.
[44] Λουλούδια.
[45] Σκοπευτές.
[46] Το απάνθισμα, το εκλεκτότερο τμήμα.
[47] Πρόκριτοι.
[48] Παραπονεμένα.
[49] Δε διακρίνεται, δε φαίνεται.
[50] Πρόστιμο, δώσιμο, δώρο.
[51] Δηλαδή γιος του παπά Σήφη Σκορδύλη. Εδώ, όπως φαίνεται, τελειώνει το ποίημα του μπάρμπα Μπατζελιού και αρχίζει ο επίλογος του καταγραφέα, που προφανώς ήταν κι εκείνος ριμαδόρος (εκτός αν έλεγε του Μπατζελιού τί ήθελε να γράψει κι εκείνος τα μετέτρεπε σε έμμετρο λόγο). Είναι ένας επίλογος συγκλονιστικός (κυρίως για το ήθος που εκφράζει) όσο και το κυρίως ποίημα. Ο Λαούρδας αυτό το στίχο τον έχει ως «Εγώ, Αναγνώστης του Παπά, ο Σήφης του Σκορδύλη», δηλαδή Σήφης το όνομα του καταγραφέα. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως ήταν αναγνώστης, δηλαδή χειροτονημένος ψάλτης (ορθότερα, «χειροθετημένος»). Ο αναγνώστης θεωρείται από την Εκκλησία κατώτερος βαθμός της ιεροσύνης (πριν το διάκονο και τον υποδιάκονο) και συνήθως υποκαθιστά, ως τίτλος, το κύριο όνομα εκείνου που τον φέρει.
[52] Βοσκός υπεύθυνος για τα έγγαλα, τα πρόβατα που παράγουν γάλα (αντίστοιχα ο στειρονόμος για τα στείρα).
[53] Τον θυμάται, τον φέρνει στο νου του.
[54] Πίκρες.
[55] Θυμόταν.
[56] Την κατάντια τους.
[57] Δηλαδή τα θυμόταν απέξω, όπως ένας δάσκαλος θυμάται το Ψαλτήρι (συνήθως ο δασκάλοι, οι μόνοι γραμματισμένοι των χωριών, έκαναν και τους ψάλτες).

Πηγές: stigmes.gr | istoria.gr | cretan-music.gr

Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=168#ixzz12SC6BidX

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως